Τραπεζίτης και τραπεζικός είναι δύο έννοιες παρόµοιες, αλλά στη δική µου αντίληψη έχουν µεγάλες διαφορές. Τραπεζίτης είναι ο ιδιοκτήτης της τράπεζας, ο κατέχων µεγάλο ποσοστό µετοχών, που είτε ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα είτε έχει δώσει τη διοίκηση σε καταξιωµένα και έµπειρα στελέχη. Τραπεζίτης είναι κάτι παρόµοιο µε τον εργοστασιάρχη, έχει άµεση σχέση µε την ιδιοκτησία. Τραπεζικός είναι το στέλεχος που εργάζεται σε έναν τραπεζικό οργανισµό. Τα στελέχη που εργάζονται στη βιοµηχανία ονοµάζονται βιοµήχανοι; Μάλλον όχι. Το ίδιο ισχύει και µε τα στελέχη που εργάζονται στις ναυτιλιακές εταιρείες και δεν ονοµάζονται εφοπλιστές.
Υπάρχει όµως και µια ξεχωριστή κατηγορία στελεχών τραπεζών που δικαιωµατικά λόγω του έργου τους, της προσωπικότητάς τους και της παρακαταθήκης τους έχουν κατακτήσει την προσφώνηση «τραπεζίτης». Ενδεικτικά, τραπεζίτες είναι σίγουρα ο Θεόδωρος Καρατζάς µε τον εκσυγχρονισµό του τραπεζικού συστήµατος, ο Τάκης Αράπογλου µε τη Finansbank παρ' όλη την αρνητική της εξέλιξη, όπως και ο Αλέξανδρος Τουρκολιάς µε την καθολική του αναγνώριση από όλο τον επιχειρηµατικό κόσµο της Ελλάδος.
Σήµερα όµως υπάρχουν τραπεζίτες; Με την έννοια της ιδιοκτησίας και της µετοχικής σχέσης, η απάντηση είναι αρνητική. Είναι σηµαντικό να συνειδητοποιήσουµε πως οι τραπεζίτες στην Ελλάδα χρεοκόπησαν, εξαφανίστηκαν - µε την επιχειρηµατική έννοια πάντα, γιατί στην προσωπική και οικογενειακή τους ζωή µπορεί να διάγουν βίο ανέφελο και ευτυχισµένο. Αυτό, µε απλά λόγια, σηµαίνει πως όποιες οικογένειες είχαν ιδιοκτησιακή σχέση µε τραπεζικά ιδρύµατα στην Ελλάδα και λέγονταν Ανδρεάδης (Εµπορική Τράπεζα), Λάτσης (Eurobank), Σάλλας (Τράπεζα Πειραιώς), Κωστόπουλος (Αλφα Τράπεζα), Καψάσκης (Εργασίας) δεν έχουν πλέον µετοχές (αξιόλογο ποσοστό) στις τράπεζες που δηµιούργησαν οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους. Οι «αδίστακτοι τραπεζίτες» που... θησαυρίζουν δανείζοντας βιοπαλαιστές και βγάζοντας στο σφυρί τα σπίτια του λαού δεν είναι πλέον τραπεζίτες. Το παράδοξο είναι πως κάποιοι από τους χρεοκοπηµένους δανειολήπτες τους παραµένουν ακόµα στη θέση τους, αλλά αυτό είναι µια ενδιαφέρουσα ιστορία για ένα άλλο άρθρο.
Για κάποιους κακεντρεχείς, το ότι έχασαν τις τράπεζές τους δεν σηµαίνει πως οι τραπεζίτες είναι φτωχοί ή δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Κάποια οικογένεια που είχε µεγάλο µετοχικό ποσοστό σε µια τράπεζα είναι λογικό να παραµένει πλούσια, απλά οι διαφορές στον πλούτο αλλά κυρίως στη δύναµη χωρίς τις τράπεζές τους είναι τεράστιες και ίσως ανυπόφορες για τους ίδιους. Το βασικό συµπέρασµα είναι πως η τραπεζική διαµεσολάβηση, η τραπεζική δραστηριότητα είναι µια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία που ισορροπεί ανάµεσα στην ασφάλεια των καταθέσεων και τη διαχείριση των κινδύνων χρηµατοδότησης. Και σε αρκετές περιπτώσεις έρχεται η τέλεια καταιγίδα και τις εξολοθρεύει. Αυτό συνέβη και µε τις ελληνικές τράπεζες, που στην αρχή χρεοκόπησαν γιατί είχαν εµπιστευθεί το ελληνικό ∆ηµόσιο αγοράζοντας οµόλογα που αυτό είχε εκδώσει. Ενώ όµως πτώχευσαν και άλλαξαν ιδιοκτησίες, συνεχίζουν να ταλαιπωρούνται, γιατί όπως γνωρίζουµε πολύ καλά όλοι µας η κρίση πέρασε στους δανειολήπτες, που δεν µπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Οι τράπεζες λοιπόν µέσα σε µια δεκαετία πτώχευσαν και ενώ οι τραπεζίτες ιδιοκτήτες τους και οι µικροµέτοχοί τους τα έχασαν όλα, οι οργανισµοί διασώθηκαν µέσα από πολύπλοκους συνδυασµούς χρηµατοδότησης και αυξήσεων κεφαλαίων µε ευρωπαϊκά αλλά και κρατικά χρήµατα, δηλαδή χρήµατα όλων µας. Η Ευρωπαϊκή Ενωση που χρηµατοδότησε τη διάσωσή τους τις υποχρέωσε παράλληλα να πουλήσουν και όλα τα τραπεζικά δίκτυα που είχαν αναπτύξει στις βαλκανικές χώρες. Αυτό ήταν µια µάλλον ανεξήγητη και στα µάτια των περισσοτέρων ίσως και εκδικητική στάση των Ευρωπαίων, να υποχρεώσουν τις ελληνικές τράπεζες να αποεπενδύσουν από τις διεθνείς τους δραστηριότητες, γιατί εάν αυτό δεν είχε συµβεί, µάλλον οι τράπεζές µας σήµερα θα είχαν περισσότερα έσοδα και σίγουρα µεγαλύτερη διασπορά κινδύνου.
Η µόνη τράπεζα που βγήκε ωφεληµένη από αυτή την αποεπένδυση ήταν η Εθνική, η οποία πούλησε την τουρκική τράπεζα Finansbank σε πολύ καλό χρονικό σηµείο, πριν από την κατακρήµνιση όλων των τουρκικών αξιών, αλλά και της τουρκικής λίρας. Και όταν άρχισε να βγαίνει ο ήλιος για τις τράπεζες, έχοντας καταφέρει να διαχειριστούν και να πουλήσουν ένα µεγάλο µέρος των προβληµατικών τους δανείων, ήρθε ο κορωνοϊός και η αναστολή πληρωµών σε δάνεια ύψους 21 δισ. ευρώ. Αναστολή πληρωµών σηµαίνει πως ο δανειολήπτης θα ξαναπληρώσει δόση δανείου το 2021. Θα µπορεί; Θα εξακολουθεί να λειτουργεί; Ποια θα είναι η χρηµατοοικονοµική του κατάσταση;
Εάν θέλαµε να το κάνουµε ταινία, θα φτιάχναµε µια σκηνή στην οποία θα κάθονταν τα διευθυντικά στελέχη σε ένα µεγάλο γραφείο, ίσως του προέδρου, και θα περιµένανε τα reports µε αγωνία για να δούνε πόσοι πελάτες τους τήρησαν τις υποχρεώσεις τους και κατέβαλαν δόση δανείου έπειτα από κάµποσους µήνες. Φυσικά δεν θα γίνει έτσι, έχουν ήδη σχεδιάσει τα οικονοµικά τους µοντέλα, έχουν δηµιουργήσει πολλαπλά σενάρια και βεβαίως θα έχουν επικοινωνήσει και συναντηθεί µε τους περισσότερους πελάτες τους, ώστε να έχουν µια ικανοποιητική εικόνα της πραγµατικής κατάστασης.
Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία πρέπει να προσθέσετε το περιβάλλον των χαµηλών επιτοκίων που συµπιέζει τα έσοδα, τις τεράστιες ψηφιακές επενδύσεις που απαιτούνται, τον κανονιστικό εναγκαλισµό από τις εποπτεύουσες αρχές, καθώς και την ύπαρξη ανταγωνισµού από πλείστους όσους εποφθαλµιούν µέρος των εύκολων προµηθειών, όπως είναι οι διάφορες πληρωµές χωρίς να έχουν τις κεφαλαιακές υποχρεώσεις και τα κόστη της λειτουργίας µιας τράπεζας.
Τα τραπεζικά στελέχη οφείλουν να επιτύχουν ικανοποιητικά κέρδη για να ικανοποιήσουν τις διοικήσεις τους και τους µετόχους τους, ταυτόχρονα να βοηθήσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να ξεπεράσουν τη δύσκολη καµπή που περνάνε λόγω κορωνοϊού, να στηρίξουν τα ελληνικά νοικοκυριά για να ενταχθούν σε µια κανονικότητα αποπληρωµής των δανείων τους -που να συνδυάζει ρεαλισµό και κοινωνική αλληλεγγύη-, αλλά και όλους τους συναδέλφους τους οι οποίοι συµπιέζονται από τις απαιτούµενες τεχνολογικές αλλαγές στον τρόπο εργασίας και τα προγράµµατα εθελουσίας, που διαγράφουν ένα µέλλον απροσδιόριστο. Ante portas είναι και τα 72 δισ., που πρέπει να τα αναφέρουµε σχεδόν σε κάθε µας κουβέντα γιατί αλλιώς θα µελαγχολήσουµε οµαδικά, στη διαχείριση των οποίων οι τράπεζες θα έχουν καταλυτικό ρόλο στον καταµερισµό, αξιοποίηση, παρακολούθηση και αξιολόγηση.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουµε ίσως και το πιο δύσκολο έργο από αυτά που έχουν να επιτελέσουν οι τράπεζες και στο οποίο αφιερώνω τον περισσότερο χρόνο µου στην επαγγελµατική µου δραστηριότητα, που είναι ο µετασχηµατισµός της εταιρικής κουλτούρας από µια εσωστρεφή δραστηριότητα σε µια εξωστρεφή, συναισθηµατική, λειτουργική και ανθρώπινη προσέγγιση, όπου κάθε εργασία πρέπει να ξανασχεδιαστεί ιδωµένη µέσα από τα µάτια του πελάτη και όχι µε τη φράση «η τράπεζα έτσι το κάνει…».
Ας ξανασκεφτούµε λοιπόν την επόµενη φορά που θα ρίξουµε όλα τα αναθέµατα στους «κακούς τραπεζίτες», γιατί αυτοί δεν υπάρχουν πια, και ας ευχηθούµε ταυτόχρονα όσο γίνεται περισσότερα από τα σηµερινά στελέχη να µπορούν να προσφωνηθούν τραπεζίτες στο µέλλον µε τα επιτεύγµατά τους. ∆ίνουµε το 51 στις ειλικρινείς προσπάθειες όλων των στελεχών των τραπεζών ώστε να συνδράµουν όλους µας ουσιαστικά στη διαχείριση των οικονοµικών µας αλλά και στην υλοποίηση των ονείρων µας - στεγαστικών και επιχειρηµατικών. Γιατί δυνατές τράπεζες σηµαίνουν ελπίδα και µέλλον.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε το Σαββατοκύριακο 17-18 Οκτωβρίου