Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Mια φίλη φιλόλογος, μου ανέφερε ένα παλιό περιστατικό με μαθήτρια της Ά Λυκείου, στο μάθημα της Ιστορίας. Λίγο πριν αρχίσουν οι εξετάσεις του Ιουνίου, της είπε κατάμουτρα: « Αμάν πια, κυρία, τόσα μαθήματα έχουμε κάνει για τον Πελοποννησιακό πόλεμο και δεν έχω καταλάβει ακόμα ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί… Αυτός ο Θουκυδίδης είναι τελείως ξενέρωτος!».
Πράγματι, αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα με τον Θουκυδίδη. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Δεν υπάρχουν «ήρωες», μύθοι, θρύλοι και εθνοτικά σύνδρομα. Γιατί ο Θουκυδίδης θεωρείται ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού, της κυρίαρχης σχολής σκέψης στις διεθνείς σχέσεις και τις στρατηγικές σπουδές. Απαλλαγμένος από όλα τα συμπλέγματα που η εθνική ιστορία δημιουργεί στις επόμενες γενιές για να τις κρατήσει ομογενοποιημένες. Και σημειωτέον, ο Θουκυδίδης είναι ένας διάσημος Έλληνας, από αυτούς για τους οποίους η νεοελληνική μας συνείδηση είναι πάντα «υπερήφανη», χωρίς να ξέρει όμως, γιατί!
Η υπόθεση του Γερμανού Καθηγητή Ρίχτερ που εκδικάζεται σήμερα, στο Ρέθυμνο, βασίζεται στον αντιρατσιστικό νόμο (διώκεται βάσει του άρθρου ΙΙ του νόμου 4285/2014), σε ό,τι αφορά το σκέλος του για το πνευματικό έργο. Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ρεθύμνου άσκησε τη δίωξη εκτιμώντας ότι οι επίμαχες αναφορές στο βιβλίο του με τίτλο «Η κατάληψη της νήσου Κρήτης» συνιστούν «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με εξυβριστικό περιεχόμενο».
Προσέξτε τώρα για ποιον μιλάμε: Ο Καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Μάννχαϊμ έχει αφιερώσει όλη του την επιστημονική δράση στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Έχει εκδώσει μαζί με τον Καθηγητή Αρχαιολογίας στην Χαϊδελβέργη Reinhard Stupperich 67 τόμους στην σειρά «Πηλεύς», με θέμα την ελληνική ιστορία και αρχαιολογία. Στον τόμο 12 του Πηλέως εκδίδεται η διδακτορική διατριβή του Μάγιερ για τα Καλάβρυτα, το έργο που έδωσε τις οριστικές απαντήσεις στο ζήτημα αυτό. Στον τόμο 8 της ίδιας σειράς δημοσιεύονται τα πρακτικά ημερίδας στο Μπαντ Μπολ με τον τίτλο «Συμφιλίωση χωρίς αλήθεια; Γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» σε επιμέλεια Stupperich και Richter. Tέλος, για τις «εξαίρετες πράξεις του στη δημόσια σφαίρα που αυξάνουν το διεθνές γόητρο της Ελλάδας» έχει τιμηθεί με το παράσημο του Φοίνικα από τον πρώην πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Το 2014 το Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, αποφασίζει να απονείμει στον Ρίχτερ, επίτιμο διδακτορικό δίπλωμα για την επιστημονική του δράση, σε σχέση με την ελληνική ιστορία. Αυτή είναι και η αφορμή να παραπεμφθεί στην σημερινή δίκη. Έτσι, για άλλη μία φορά, ξεκινάει ένα τρελό σήριαλ διχασμού μεταξύ «πατριωτών» και «προοδευτικών» για το περιεχόμενο του ιστορικού κειμένου του Ρίχτερ. Μία κλασική αντιπαράθεση «αιωνίων» αντιπάλων που μάχονται λυσσαλέα στη διεκδίκηση του παρελθόντος. Κάτι σαν πόλεμος πάνω από το πτώμα της Ιστορίας που το διεκδικούν δύο στρατοί από άλλον κόσμο και διαφορετικό πολιτισμό.
Σε κάθε περίπτωση, η μνήμη είναι το μεγάλο πρόβλημα της συλλογική μας αντίληψης. Είναι στην πραγματικότητα, το παραισθησιογόνο που μας δημιουργεί όλες τις εθνικές φαντασιώσεις και δεν μας αφήνει να καθαρίσουμε τη συνείδησή μας. Κι από την άλλη, είναι κι αυτή η ταυτότητα που παραμένει πάντα ένας «διανοητικά ανεπαρκής δούλος», καταδικασμένος να φέρει στους ώμους του, το σπουδαίο και ηρωικό παρελθόν μας. Γιατί ποτέ δεν την αμφισβητήσαμε. Γιατί δεν ανοίξαμε μια μεγάλη συζήτηση, όπως έκαναν οι Γερμανοί και άλλοι λαοί, στη δική τους περίπτωση, να βρούμε τι είναι ο σύγχρονος Έλληνας και ποια είναι η πραγματική του θέση μέσα στον κόσμο.
Είναι τόσο κωμικοτραγικό να εξελίσσεται μία «ιεροεξεταστική» δίκη, η οποία προκλήθηκε από την ανεπάρκεια ενός υποκριτικού αντιρατσιστικού νόμου. Επειδή δηλαδή, εμφανίζεται ξαφνικά, ένας «εθνοπατέρας» στρατιωτικός κι ένας «Κρητίκαρος» εισαγγελέας να δικάσουν την Ιστορία. Κι από πίσω τους, ορδές «προθύμων» πολιτών και πολιτικών που σπεύδουν να διεκδικήσουν εθνικά εύσημα από το «λιντσάρισμα» ενός επιστήμονα. Πόσα ταπεινά ένστικτα μαζεμένα στο δίχτυ της προσποίησης και της σοβινιστικής υστερίας!
Σ΄ αυτό τον κόσμο της πόλωσης που μας έφτιαξε το «εθνικό» σχολείο και συνέχισαν τα «πατριωτικά» ή τα «προοδευτικά» μίντια, χωράνε άνετα η Ρεπούση, ο Άνθιμος, ο Φίλης, ο Παραγιουδάκης και ένα σωρό άλλοι απρόσκλητοι μονοσήμαντοι «ερμηνευτές» της Ιστορίας. Δεν χωράει όμως, ο ορθολογισμός, η καθαρή σκέψη, η μαρτυρία, η επιστημονική έρευνα και η ανεκτικότητα στο πνευματικό έργο των ανένταχτων και ελεύθερων ανθρώπων.
Το καλύτερο, όμως, που έχω ακούσει, ως τώρα, για την Ιστορία, είναι από τον Χρόνη Μίσσιο: «Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ'' αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση. Το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σ'' ένα μοναχά εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν, και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την Ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για τον μαστρο-Στέφανο, τότε μοναχά οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η Ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη».