Γιεβγκένι Ιβάνοβιτς Ζαμιάτιν (1884 - 1937). Ρώσος συγγραφέας, κριτικός της λογοτεχνίας, σεναριογράφος. Γιος συγγραφέα και πιανίστριας. Αφού αποφοίτησε ως αριστούχος από το γυμνάσιο, σπούδασε στη Σχολή ναυπηγών της Αγίας Πετρούπολης.
Αρχικά ήταν μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων με έντονη πολιτική δραστηριότητα, εποχή κατά την οποία γνωρίζει την μέλλουσα σύζυγό του Λιουντμίλα Νικολάγιεβνα Ουσόβα (1883 - 1965). Το καλοκαίρι του 1905, επιστρέφοντας από την Αίγυπτο γίνεται μάρτυρας της εξέγερσης του θωρηκτού «Ποτέμκιν» στην Οδησσό. Το 1906 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Λεμπεντιάν. Την ίδια χρονιά δραπετεύει, επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη και ολοκληρώνει τις σπουδές του.
Το 1908 αποχωρεί από το Κόμμα και γράφει το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Ένας»., Δύο χρόνια αργότερα διδάσκει στη Σχολή ναυπηγών, εργάζεται ως μηχανικός και ταυτόχρονα γράφει το διήγημα «Κοπέλα». Το 1911 εκτοπίζεται από την Αγία Πετρούπολη με την κατηγορία της «παράνομης διαμονής». Ζει στη Λάχτα και γράφει τη νουβέλα «Επαρχιακό». Το έργο αυτό τραβάει την προσοχή πολλών συγγραφέων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Μαξίμ Γκόρκι.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ο Ζαμιάτιν συμμετείχε ενεργά στο αντιπολεμικό, διεθνιστικό κίνημα, ενώ εξαιτίας του διηγήματός του «Στην άκρη του κόσμου» εξορίζεται στην πόλη Κεμ. Τον Μάρτιο του 1916 έχοντας εκτίσει την ποινή του, πηγαίνει στην Αγγλία για να συμμετάσχει στην ναυπήγηση των ρωσικών παγοθραυστικών στα ναυπηγεία του Νιουκάστλ. Επισκέπτεται το Λονδίνο. Συμμετέχει στην ομάδα ναυπηγών του παγοθραυστικού «Άγιας Αλέξανδρος Νιέφσκι» που μετά την Οκτωβριανή επανάσταση ονομάστηκε «Λένιν. Παράλληλα, γράφει τη νουβέλα «Νησιώτες», μια εκλεπτυσμένη σάτιρα του αγγλικού τρόπου ζωής.
Τον Σεπτέμβριο του 1917 επιστρέφει στη Ρωσία. Το 1921 ίδρυσε μια ομάδα νεαρών συγγραφέων που έμειναν στην ιστορία με το όνομα «Αδελφοί Σεραπιόν». Μέλη της ήταν ο Μιχαήλ Ζόστσενκο, ο Κωνσταντίν Φαντέγιεφ, ο Βσέβολοντ Ιβανόφ, ο Βενιαμίν Καβέριν, ο Νικολάι Τίχονοφ και άλλοι. Μετά την επανάσταση δημοσιεύτηκε και το απαγορευμένο από την τσαρική λογοκρισία διήγημα «Στην άκρη του κόσμου».
Κατά τη διάρκεια του ρωσικού Εμφυλίου πολέμου, παραμένοντας πιστός στις σοσιαλιστικές του ιδέες, άσκησε κριτική στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων. Μαζί με άλλους γνωστούς συγγραφείς, τον Μάρτιο του 1919, συνελήφθη κατά τη διάρκεια των εργατικών διαδηλώσεων στο Πέτρογκραντ. Το ζήτημα της εκτόπισής του συζητήθηκε στο Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Ζαμιάτιν γράφει το μυθιστόρημα «Εμείς». Η σοβιετική λογοκρισία διέκρινε σε αυτό την τάση στηλίτευσης του σοβιετικού συστήματος και απαγόρευσε τη δημοσίευσή του. Χωρίς τη σύμφωνη γνώση του συγγραφέα, το μυθιστόρημα μεταφράστηκε στα αγγλικά και δημοσιεύτηκε στη Νέα Υόρκη το 1923. Στη συνέχεια εκδόθηκε στα τσέχικα το 1927, στα γαλλικά το 1929. Αυτό οδήγησε στην καθολική απαγόρευση των έργων του στην ΕΣΣΔ. Το 1929 μετά τη δημόσια διαπόμπευσή του διαγράφεται από την Ένωση Συγγραφέων.
Το 1931 γράφει μια επιστολή στην Ι. Β. Στάλιν και τον παρακαλάει να τον αφήσει να φύγει στο εξωτερικό. Προς μεγάλη του έκπληξη παίρνει θετική απάντηση και το Νοέμβριο του 1931 εγκαταλείπει τη Ρωσία. Αρχικά εγκαθίσταται στη Ρίγα, μετά στο Βερολίνο και τον Φεβρουάριο του 1932 μετακομίζει στη Γαλλία. Εκεί γράφει πλήθος άρθρων σε γαλλικές εφημερίδες με βασικό θέμα τη σύγχρονη ρωσική πεζογραφία και την τέχνη της πρωτοπορίας. Συνεχίζει τη συγγραφή διηγημάτων αλλά και σεναρίων μαζί με τον Ζακ Κομπανέζ. Το 1934 όντως εξόριστος, γίνεται δεκτός ως μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων με παράκληση του Μαξίμ Γκόρκι και προσωπική έγκριση του Ι.Β. Στάλιν. Το 1935 συμμετείχε στις εργασίες του Αντιφασιστικού Συνεδρίου Συγγραφέων ως μέλος της σοβιετικής αντιπροσωπείας.
Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1937 στο Παρίσι, όπου και θάφτηκε.
* * *
Γιεβγκένι Ζαμιάτιν προς Στάλιν
Αξιότιμε Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς
Καταδικασμένος στην εσχάτη των ποινών ο γράφων αυτές τις γραμμές, απευθύνεται σε εσάς με το αίτημα να αλλάξετε αυτή την ποινή με κάποια άλλη.
Πιθανόν, το όνομά μου να σας είναι γνωστό. Για μένα, ως συγγραφέα, θανατική καταδίκη είναι η στέρηση της δυνατότητας να γράφω, οι περιστάσεις δε διαμορφώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου, γιατί είναι αδιανόητη οποιαδήποτε δημιουργία, όταν είσαι υποχρεωμένος να εργάζεσαι σε ένα κλίμα συστηματικής, χρόνο με το χρόνο ολοένα και πιο δυνατής, διαπόμπευσης.
Επ’ ουδενί δεν θα ήθελα να παρουσιάσω τον εαυτό μου ως προσβελβημένο αθώο. Γνωρίζω ότι τα 3-4 πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση, ανάμεσα στα διάφορα που έγραψα, υπήρχαν πράγματα, τα οποία θα μπορούσαν να σταθούν αφορμή για τις επιθέσεις. Γνωρίζω ότι έχω την πολύ καλή συνήθεια να μιλάω όχι για πράγματα που συμφέρουν στη δεδομένη χρονική συγκυρία, αλλά για εκείνα που θεωρώ ως αληθή. Συγκεκριμένα, ποτέ δεν έκρυψα τις απόψεις μου για τη λογοτεχνική δουλικότητα, για την υποταγή και τον εξωραϊσμό: θεωρούσα, και συνεχίζω να πιστεύω, ότι αυτό ταπεινώνει τόσο τον συγγραφέα, όσο και την επανάσταση. Κάποια στιγμή, αυτό ειδικά το ζήτημα έθεσα σε απότομη και προσβλητική για πολλούς διατύπωση σε ένα από τα άρθρα μου (περιοδικό «Ο οίκος των τεχνών», Νο 1, 1920), και ήταν το σύνθημα για την έναρξη της εκστρατείας εναντίον μου από εφημερίδες και περιοδικά.
Από τότε, με διάφορες αφορμές, η εκστρατεία αυτή συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας και τελικά κατέληξε σε κάτι που θα αποκαλούσα φετιχισμό: όπως κάποτε οι χριστιανοί, προκειμένου να κάνουν μία βολική ενσάρκωση κάθε κακού δημιούργησαν τον διάβολο, έτσι και η κριτική με μετέτρεψε σε διάβολο της σοβιετικής λογοτεχνίας. Θεωρείται καλό σήμερα να φτύνουν τον διάβολο κι έτσι ο καθένας φτύνει όπως μπορεί. Ψάχνουν σε κάθε δημοσιευμένο έργο μου να βρουν κάτι που επιβεβαιώνει τον διαβολικό μου χαρακτήρα. Για να το βρουν, δεν ντράπηκαν να με επιβραβεύσουν με το προφητικό χάρισμα: έτσι σε ένα παραμύθι μου («Ο Θεός»), το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χρονικό» το 1916, κάποιος κριτικός κατάφερε να βρει ... «ύβρη κατά της επανάστασης σε σχέση με τη μετάβαση στη Νέα Οικονομική Πολιτική»∙ στο διήγημα «Ο μοναχός Έρασμος», το οποίο έγραψα το 1920, ένας άλλος κριτικός (ο Μασμπίτς - Βερόφ), διέκρινε «νουθεσία για τους ηγέτες που δεν έγιναν πιο έξυπνοι μετά τη Νέα Οικονομική Πολιτική». Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του ενός ή του άλλου κειμένου μου, αρκεί πλέον μόνο η υπογραφή μου για να θεωρηθεί εγκληματικού χαρακτήρα. Πρόσφατα, τον Μάρτιο αυτού του χρόνου, η το παράρτημα της Κρατικών Λογοτεχνικών Εκδόσεων του Λένινγκραντ έλαβε μέτρα ώστε να μην μείνει η παραμικρή περί αυτού αμφιβολία: επιμελήθηκα για τον εκδοτικό οίκο «Ακαδημία» την κωμωδία του Σεριντάν «Σχολή κακολογίας» και έγραψα ένα άρθρο για τη ζωή και το δημιουργικό του έργο. Εννοείται πως σε αυτό το άρθρο δεν υπήρξε και δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά δική μου κακολογία, αλλά παρόλα αυτά το παράρτημα των Κρατικών Λογοτεχνικών Εκδόσεων όχι μόνο απαγόρευσε το άρθρο, αλλά απαγόρευση στον εκδοτικό οίκο να αναφέρεται το όνομά μου ως επιμελητή της μετάφρασης. Μόνο μετά την προσφυγή μου στη Μόσχα, μόνο μετά την απόφαση των Κρατικών Λογοτεχνικών Εκδόσεων, οι οποίες, προφανώς, κατανόησαν ότι δεν πρέπει να δρουν με τόσο αφελή ειλικρίνεια, επιτράπηκε η κυκλοφορία του άρθρου μαζί με το εγκληματικό μου όνομα.
Παραθέτω αυτό το γεγονός εδώ, επειδή δείχνει το πώς με αντιμετωπίζουν τελείως απροκάλυπτα και μάλιστα θα έλεγα απολύτως αποστειρωμένα. Από ένα πλήθος παραδειγμάτων θα παραθέσω ένα ακόμη γεγονός, το οποίο δεν έχει σχέση με κάποιο άρθρο, αλλά με ένα μεγάλο θεατρικό έργο, το οποίο δούλευα σχεδόν τρία ολόκληρα χρόνια. Πιστεύω ότι το θεατρικό αυτό έργο μου, η τραγωδία «Αττίλας», θα υποχρεώσει, επιτέλους, να σωπάσουν, εκείνοι που θέλουν να με μετατρέψουν σε κάποιον σκοταδιστή. Υποτίθεται πως είχα όλα τα επιχειρήματα γι’ αυτή μου την πεποίθηση. Έγινε ανάγνωση του έργου κατά τη συνεδρίαση της καλλιτεχνικής επιτροπής του Θεάτρου Δραματικής Τέχνης του Λένινγκραντ, στην οποία ήταν παρόντες εκπρόσωποι 18 εργοστασίων της πόλης και σας παραθέτω τις απόψεις τους (απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίασης της 15ης Μαΐου 1928).
Ο εκπρόσωπος του εργοστασίου «Βολοντάρσκι»: «Είναι έργο ενός σύγχρονου συγγραφέα, ο οποίος ερμηνεύει το θέμα της ταξικής πάλης κατά τον Μεσαίωνα και απηχεί τη σύγχρονη μας πραγματικότητα... Σε ιδεολογικό επίπεδο, το έργο είναι απολύτως αποδεκτό... Το έργο προκαλεί μεγάλη εντύπωση και εξαλείφει τη μορφή που απευθύνεται στη σύγχρονη δραματουργία ότι δεν μας προσφέρει καλά θεατρικά έργα..».
Ο εκπρόσωπος του εργοστασίου «Λένιν», υπογραμμίζοντας τον χαρακτήρα του έργου, θεωρεί πως «το έργο ως προς την καλλιτεχνική του αξία θυμίζει τα έργα του Σαίξπηρ... Πρόκειται για τραγωδία εξαιρετικά πλούσια σε δράση και θα ψυχαγωγήσει πολύ τον θεατή».
Ο εκπρόσωπος του Υδρομηχανικού εργοστασίου θεωρεί πως «όλα τα στοιχεία του έργου είναι πολύ δυνατά και συναρπαστικά» και προτείνει το ανέβασμά του να γίνει για την ιωβηλαία γιορτή του θεάτρου.
Έστω πως οι σύντροφοι υπερέβαλαν σε σχέση με τον Σαίξπηρ, σε κάθε περίπτωση όμως, για το ίδιο έργο ο Μ. Γκόρκι έγραψε πως το θεωρεί «υψηλής καλλιτεχνικής και κοινωνικής αξίας» και πως «το ηρωικό ύφος του έργου και η ηρωική του πλοκή είναι άκρως χρήσιμα για την εποχή μας».
Το θέατρο θεώρησε πως το έργο μπορεί να ανέβει, έλαβε την έγκριση της Γενικής Επιτροπής Προβών, στη συνέχεια όμως... Μήπως το έδειξαν στους εργάτες θεατές που το εκτίμησαν τόσο πολύ; Όχι, στη συνέχεια το έργο, ενώ είχαν ξεκινήσει οι πρόβες στο θέατρο, ενώ είχε γίνει η αναγγελία του με αφίσες, απαγορεύτηκε με επιμονή του παραρτήματος της Ένωσης Λογοτεχνών του Λένινγκραντ.
Ο θάνατος της τραγωδίας μου «Αττίλας» ήταν μία πραγματική τραγωδία για μένα: ύστερα από αυτό κατάλαβα πως δεν έχει καμία αξία να προσπαθήσω να αλλάξω τη θέση μου, πολύ περισσότερο που σύντομα ξέσπασε η γνωστή ιστορία με το μυθιστόρημά μου «Εμείς» και το «Κόκκινο δέντρο» του Πιλνιάκ. Για τον εξορκισμό του διαβόλου, εννοείται, επιτρέπεται οποιαδήποτε αυθαιρεσία και έτσι το μυθιστόρημα, το οποίο είχα γράψει πριν από εννέα χρόνια, το 1920, παρουσιάστηκε μαζί με το «Κόκκινο δέντρο» ως το τελευταίο, νέο μου έργο. Οργανώθηκε μία πρωτόγνωρη στη σοβιετική λογοτεχνία διαπόμπευση, την οποία μάλιστα πρόσεξε και ο ξένος Τύπος: έγιναν τα πάντα προκειμένου να με αποκλείσουν από κάθε περαιτέρω εργασία. Άρχισαν να με αποφεύγουν οι μέχρι χθες σύντροφοί μου, οι εκδοτικοί οίκοι, τα θέατρα. Τα βιβλία μου απαγορεύτηκαν στις βιβλιοθήκες. Το θεατρικό μου έργο «Ψείρα», το οποίο με μεγάλη επιτυχία παιζόταν το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας για τέσσερις σεζόν, αφαιρέθηκε από το ρεπερτόριο. Σταμάτησε η εκτύπωση συλλογής έργων μου στον εκδοτικό οίκο «Ομοσπονδία». Κάθε εκδοτικός οίκος που προσπάθησε να τυπώσει τα έργα μου, αμέσως δεχόταν πυρά, πράγμα που βίωσαν οι εκδόσεις «Ομοσπονδία», «Γη και εργοστάσιο» και ιδιαίτερα ο «Εκδοτικός οίκος των συγγραφέων του Λένινγκραντ». Ο τελευταίος αυτός εκδοτικός οίκος για ένα ολόκληρο χρόνο διακινδύνευε, έχοντάς με ως μέλος του διοικητικού του συμβουλίου και τολμούσε να αξιοποιήσει τη λογοτεχνική μου εμπειρία, αναθέτοντάς μου την στυλιστική επιμέλεια έργων νεαρών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ήταν και κομμουνιστές. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς η οργάνωση του Λένινγκραντ της ΡΑΠΠ κατάφερε να με διώξει από το διοικητικό συμβούλιο και να διακοπεί η εργασία μου. Η «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα» θριαμβολογούσε ανακοινώνοντας αυτή την απόφαση, προσθέτοντας με νόημα «ο εκδοτικός οίκος θα πρέπει να σωθεί, αλλά όχι για τους Ζαμιάτιν». Έκλεισε και η τελευταία πόρτα προς τον αναγνώστη για τον Ζαμιάτιν: δημοσιεύτηκε και η θανατική ποινή που του επιβλήθηκε.
Στον σοβιετικό Ποινικό Κώδικα, το επόμενο στάδιο μετά τη θανατική ποινή είναι η απέλαση του εγκληματία. Αν όντως είμαι εγκληματίας και αξίζω τιμωρία, και μάλιστα όχι τόσο σκληρή όπως ο λογοτεχνικός θάνατος, σας παρακαλώ να την αντικαταστήσετε με απέλαση από την Ε.Σ.Σ.Δ., παρέχοντας το δικαίωμα στη σύζυγό μου να με συνοδεύσει. Αν πάλι δεν είμαι εγκληματίας, σας παρακαλώ, μαζί με τη σύζυγό μου, προσωρινά, έστω και για ένα μόνο χρόνο, να πάμε στο εξωτερικό, ώστε να μπορώ να επιστρέψω, μόλις θα καταστεί δυνατό να υπηρετήσω στη λογοτεχνία τις μεγάλες ιδέες χωρίς να υπηρετώ μικρά ανθρωπάκια, μόλις δηλαδή έστω και εν μέρει αλλάξει η άποψη που υπάρχει για τον ρόλο του καλλιτέχνη του λόγου. Η στιγμή αυτή, πιστεύω, πως είναι κοντά, γιατί στην επιτυχή δημιουργία της υλικής βάσης αναπόφευκτα θα τεθεί το ερώτημα για τη δημιουργία του εποικοδομήματος, της τέχνης και της λογοτεχνίας, οι οποίες όντως θα ήταν άξιες της επανάστασης.
Ξέρω πως δεν θα είναι εύκολη η ζωή στο εξωτερικό, γιατί δεν μπορώ να νιώθω άνετα στο στρατόπεδο της αντίδρασης. Σχετικά με αυτό πειστικό είναι το παρελθόν μου (ήμουν μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού κόμματος (Μπολσεβίκοι) κατά την τσαρική εποχή, όταν φυλακίστηκα, εξορίστηκα δύο φορές, παραπέμφθηκα σε δίκη κατά τη διάρκεια του πολέμου για ένα αντιμιλιταριστικό μου μυθιστόρημα). Ξέρω ότι, αν εδώ λόγω της συνήθειας που έχω να γράφω όπως μου υπαγορεύει η συνείδησή μου και όχι με βάση τις εντολές, με χαρακτήρισαν ως δεξιό, τότε εκεί, αργά ή γρήγορα για τον ίδιο λόγο θα με χαρακτηρίζουν Μπολσεβίκο. Μα, ακόμη και στις πιο δυσμενείς συνθήκες εκεί, δεν θα υποχρεωθώ στη σιωπή, θα είμαι σε θέση να γράφω και να δημοσιεύω, έστω και όχι στα ρωσικά. Αν λόγω των συνθηκών οδηγήθηκα σε αδυναμία (ελπίζω προσωρινή) να είμαι Ρώσος συγγραφέας, ίσως καταφέρω, όπως κατάφερε ο Πολωνός Τζόζεφ Κόντραντ, να γίνω προσωρινά Εγγλέζος συγγραφέας, πολύ περισσότερο που στα ρωσικά έχω γράψει ήδη για την Αγγλία (το σατιρικό μυθιστόρημα «Νησιώτες» κ.ά), αλλά μου είναι πολύ δυσκολότερο να γράφω στα αγγλικά απ’ ό,τι στα ρωσικά. Ο Ιλιά Έρενμπουργκ, παραμένοντας σοβιετικός συγγραφέας, από καιρό εργάζεται κατά κύριο λόγο στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, με μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες: γιατί αυτό που επιτρέπεται στον Έρενμπουργκ, δεν επιτρέπεται σ’ εμένα; Με την ευκαιρία, να σας υπενθυμίσω ένα ακόμη όνομα: Μπορίς Πιλνιάκ. Όπως και εγώ, θεωρείται διάβολος και έχει καταστεί μαζί με εμένα ο βασικός στόχος της κριτικής. Για να αποφύγει αυτήν τη διαπόμπευση τού επιτράπηκε το ταξίδι στο εξωτερικό∙ γιατί αυτό που επιτράπηκε στον Πιλνιάκ, δεν μπορεί να επιτραπεί σε εμένα;
Το αίτημά μου για το ταξίδι στο εξωτερικό, θα μπορούσα να το θεμελιώσω σε πολύ πιο συνηθισμένες αιτίες, έστω και εξίσου σοβαρές: για να απαλλαγώ από την παλιά, χρόνια ασθένεια (κολίτιδα) πρέπει να αναζητήσω θεραπεία στο εξωτερικό∙ για να ανέβουν τα έργα μου στη σκηνή, εκείνα που έχουν μεταφραστεί στην αγγλική και ιταλική γλώσσα (το έργο «Ψείρα» και «Η εταιρεία επίτιμων κωδωνοκρουστών», τα οποία έχουν ήδη ανέβει σε σοβιετικά θέατρα) πρέπει παρόλα αυτά να πάω ο ίδιος στο εξωτερικό∙ το εικαζόμενο ανέβασμα αυτών των έργων, επιπλέον, θα μου δώσει την ευκαιρία να μην επιβαρύνω το Κομισαριάτο Οικονομικών με αίτημα για τη χορήγηση συναλλάγματος. Όλα αυτά τα κίνητρα είναι προφανή: δεν θέλω όμως να κρύψω ότι βασική αιτία του αιτήματός μου για τη χορήγηση άδειας να αναχωρήσω στο εξωτερικό μαζί με τη σύζυγό μου είναι η αδιέξοδη κατάστασή μου ως συγγραφέα, η θανατική μου καταδίκη ως συγγραφέα.
Η ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους Σας, που έτυχαν άλλοι συγγραφείς που απευθύνθηκαν προς Εσάς, μου επιτρέπει να ελπίζω ότι το αίτημά μου θα ικανοποιηθεί.
Ιούνιος 1931