Οι καταγγελίες του Μαρτσουλιόνις για όσα έγιναν ή δεν έγιναν το καλοκαίρι του 1987 στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, άνοιξαν μια μεγάλη συζήτηση γύρω από τον τελικό και τα όσα συνέβησαν εκεί. Ο τότε παίκτης της σοβιετικής ομάδας είναι σαφέστατος κάθε φορά που μιλάει: «Κάποιοι μας προσέγγισαν, προσφέροντας χρήματα για να μας επηρεάσουν και εν τέλει να χάσουμε τον αγώνα. Το ελληνικό έθνος έχει σπουδαίους φιλάθλους, το ξέρουν όλοι αυτό. Προσωπικά, άλλωστε, το βίωσα επίσης το 1995. Προφανώς, δεν έχω τίποτα εναντίον κανενός. Απλά αυτή ήταν η ιστορία που μοιράστηκα. Μέχρις εκεί».
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά και πολύ καλά κάνει ο Φασούλας που απαιτεί δικαστική διερεύνηση, καθώς οι σκιές παραμένουν. Καταρχάς, για όσους έχουν ζήσει εκείνες τις εποχές, το πιο εύκολο πράγμα ήταν να δωροδοκήσεις έναν αθλητή από χώρα του λεγόμενου «ανατολικού μπλοκ» σε οποιοδήποτε άθλημα. Ηταν τόσο μεγάλες οι διαφορές σε αποδοχές και προνόμια ανάμεσα σ’ αυτούς και στους ποδοσφαιριστές ή στους μπασκετμπολίστες της Δύσης, που οι συντριπτικά περισσότεροι έμπαιναν στον πειρασμό. Απίθανο, λοιπόν, κάποιοι να τους πλησίασαν, ακόμη και εκτός ομοσπονδίας, κι εκείνοι να απέρριψαν προσφορές 10 και 20 χιλιάδων δολαρίων, σε σημείο που να φτάσει το ματς να κριθεί στην παράταση και στις δύο βολές του Καμπούρη, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να τις χάσει μέσα στο άγχος του και να γραφτεί διαφορετικά η ιστορία.
Αυτός μάλλον και ο λόγος που ο Μαρτσουλιόνις προσπαθεί να αφήσει απ’ έξω τους τότε συμπαίκτες του και να ρίξει τις υποψίες στον Αλεξάντερ Γκομέλσκι, τον εμβληματικό κόουτς της ομάδας και πατριάρχη του σοβιετικού μπάσκετ. Ο Γκομέλσκι βολεύει απ’ όλες τις απόψεις να βγει σκάρτος. Πρώτα - πρώτα, είναι Ρώσος, άρα εύκολος στόχος για κάθε Λιθουανό, Εσθονό, ή Ουκρανό που εκείνη την εποχή ήταν πολιτογραφημένος με το ζόρι «Σοβιετικός» και με μεγάλη ευχαρίστηση θα έβλεπε την αποκαθήλωσή του ακόμη και μετά θάνατον. Δεύτερο και σπουδαιότερο, ο πραγματικά μεγάλος προπονητής έχει συγχωρεθεί και επομένως δεν μπορεί να μιλήσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή τον «περίεργο» (κατά τον Μαρτσουλιόνις...) τρόπο που είχε κοουτσάρει την ομάδα.
Μοιάζει παράξενο, αλλά η καταγγελία επικεντρώνεται στον λίγο χρόνο που χρησιμοποιήθηκε σ’ εκείνο το ματς ο Βολκόφ. «Ο Σάσα Βολκόφ, που είχε 14 πόντους στο πρώτο μέρος, δεν σηκώθηκε από τον πάγκο στο δεύτερο, ενώ ο Χέινο Εντεν δεν χρησιμοποιήθηκε δευτερόλεπτο στον τελικό. Δεν θέλω να υπονοήσω κάτι. Απλά ξέροντας τις δυνατότητες που είχαμε ως ομάδα, μπορώ να σου πω ότι δεν ήταν φυσιολογικό, για παράδειγμα, να μένει στον πάγκο σε όλο το δεύτερο μέρος ο Βολκόφ. Μιλάμε για παικταρά».
Το οξύμωρο είναι εδώ, πως ο Βολκόφ, ο οποίος εκείνη την εποχή δεν ήταν το αστέρι που είδαμε μετά, αλλά ένας εκκολαπτόμενος άσος, δεν έπαιζε ποτέ περισσότερο. Κι ό ίδιος απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε υποψία προσέγγισης των παικτών από Ελληνες εκείνες τις μέρες. Δεν το συζητά καν, ενώ θα μπορούσε να πατήσει στην περίπτωσή του και να ρίξει νερό στο μύλο της ιστορίας. Από την άλλη, αν «τα είχε πάρει», θα έπαιζε κανονικά και... στα 40 λεπτά. Αντίθετα, ο Εντεν έχει να διηγηθεί ένα περίεργο περιστατικό: «Στην ταράτσα του ξενοδοχείου που μέναμε υπήρχε μια πισίνα. Δεν πηγαίναμε εκεί. Μια μέρα, όμως, μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ανέβηκα. Η πισίνα ήταν άδεια και μόνο δύο άνθρωποι βρίσκονταν εκεί. Ο Γκομέλσκι και ο προπονητής της Ελλάδας, ο Κώστας Πολίτης. Ενιωσα άβολα και έφυγα. Αυτό έγινε λίγες μέρες νωρίτερα. Οχι την παραμονή του τελικού. Γιατί, όμως, να συναντηθούν μόνοι τους εκεί, ενώ μπορούσαν να τα πουν στο λόμπι του ξενοδοχείου;». Κι εδώ κανείς δεν γίνεται να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τίποτα.
Εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς. Επειτα, ο Εντεν επικαλείται και τον Βλάντας Γκαράστας, τον Λιθουανό βοηθό τότε στον πάγκο, ο οποίος όλοι ξέρουν ότι δεν άντεχε να βρίσκεται στη σκιά του Ρώσου, άρα είχε κάθε λόγο να λέει ότι «ο Γκομέλσκι πούλησε τον αγώνα», προσθέτοντας μάλιστα ότι του το είπαν στελέχη... του ΚΚΕ, τα οποία εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσαν με κατεβασμένα τα μούτρα και μέσα στη θλίψη, επειδή η Ελλάδα είχε νικήσει την κραταιά Σοβιετική Ενωση!
Γενικά, πρόκειται για ιστορία με πολλά και σημαντικά κενά, που χτυπάει ευαίσθητες χορδές σε κάθε Ελληνα, αφού εκείνο το ματς σήκωσε το ελληνικό μπάσκετ στον ουρανό, έκανε την Εθνική ομάδα «επίσημη αγαπημένη» και οδήγησε σε μια σειρά από τεράστιες επιτυχίες αργότερα. Και βέβαια, το πολύ περίεργο της υπόθεσης είναι, ότι έμεινε θαμμένη κάπου 35 χρόνια και από τους ίδιους τους τότε Σοβιετικούς, ακόμη κι όταν έγιναν ξανά Ρώσοι, Λιθουανοί, Εσθονοί, Ουκρανοί, ή οτιδήποτε άλλο. Ο Εντεν π.χ. δεν λέει πουθενά πως την στιγμή που τον πλησίασαν πήγε στους ανθρώπους της ομάδας του να το καταγγείλει κι αυτοί - έστω - το έθαψαν, ή του είπαν να μη μιλήσει πουθενά. Αντίθετα παραδέχεται, ότι το... κράτησε μέσα του, με δική του απόφαση, όπως και οι υπόλοιποι στους οποίους έγινε η υποτιθέμενη απόπειρα. Πώς γίνεται;