Η πρώτη φορά που στην Ευρώπη ακούστηκε η ιδέα μιας διοργάνωσης της ελίτ του ποδοσφαίρου ήταν από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80. Από αυτές τις συζητήσεις «γεννήθηκε» το Champions League το 1992. Επειτα, από το 1998 κατά διαστήματα υπήρξαν πιέσεις και παρόμοιες προτάσεις που οδηγούσαν στις αλλαγές ττων υπόλοιπων ευρωπαϊκών διοργανώσεων ως σήμερα.
Η στιγμή της καθοριστικής αλλαγής, όμως, ήταν η εφαρμογή του Financial Fair Play (FFP) το 2011, το οποίο ήταν ακόμη μια παραχώρηση της UEFA και του τότε προέδρου της Μισέλ Πλατινί και του Γενικού Γραμματέα, Τζάνι Ινφαντίνο (σήμερα πρόεδρος της FIFA). Χρησιμοποιώντας ως case studies ομάδες όπως η Βαλένθια, η Λα Κορούνια και άλλες που επένδυσαν χρήματα που δεν είχαν για να κατακτήσουν ή να διεκδικήσουν τίτλους και να παίξουν στην Ευρώπη, αποφάσισαν να βάλουν φρένο στις επενδύσεις. Ο στόχος των «μεγάλων» ήταν να εμποδίσουν τη Μάντσεστερ Σίτι και την Παρί Σεν Ζερμέν, αφού πλέον είχαν αποδεχθεί την Τσέλσι ως μέλος τους. Το FFP απέτυχε στον πρωταρχικό σκοπό του, αλλά δημιούργησε έναν φαύλο κύκλο που με την σειρά του έφερε την κατάσταση στο τώρα.
Οι οικονομικές αναλύσεις στα χρόνια που έχουν ακολουθήσει παρουσίαζαν ξεκάθαρα πως η ημέρα της δημιουργίας της Super League θα ερχόταν. Η «ψαλίδα» άνοιξε εντυπωσιακά, ενώ οι αριθμοί από κόκκινοι γίνονταν πράσινοι. Στην τελευταία αναφορά της UEFA για το οικονομικό έτος 2018 αποκαλύφθηκε το εξής: το 2011 οι απώλειες των συλλόγων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου ήταν 1,67 δισεκατομμύρια ευρώ. Από τότε άρχισε το... μάζεμα: -1,076 δισ. το 2012, -792 εκατομμύρια το 2013, -789 εκατομμύρια το 2014, -460 εκατομμύρια το 2015, -324 εκατομμύρια το 2016 και μετά η άνθηση: +579 εκατομμύρια το 2017 και +140 εκατομμύρια το 2018. Τότε άρχισαν να μπαίνουν οι πρώτες ιδέες της Super League. Είδαν πως υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης κάτι που φάνηκε με το... καλημέρα της ίδρυσης καθώς οι μετοχές της Γιουνάιτεντ και της Γιουβέντους πήραν τα πάνω τους.
Την ίδια χρονιά, οι ομάδες των πέντε μεγάλων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων (Αγγλία, Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) είχαν στην κατοχή τους το 77% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Οι 12 που τώρα έφτιαξαν την Super League (Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα, Ατλέτικο Μαδρίτης, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Σίτι, Τσέλσι, Αρσεναλ, Τότεναμ, Γιουβέντους, Μίλαν, Ιντερ) είχαν στο όνομά τους τη μερίδα του λέοντος από αυτό το ποσοστό. Με αυτές να «γιγαντώνονται» και τις άλλες να μην μπορούν να κινηθούν στο όριο του FFP με την επιτυχία της Π.Σ.Ζ. και της Σίτι, με δικαίωμα να δίνουν μόνο όσα βγάζουν και να μην μπορούν να επενδύσουν ποσά που θα έκαναν τη διαφορά, η «ψαλίδα» άνοιξε. Ετσι, η Ρεάλ Μαδρίτης άρχισε να ενοχλείται που έπαιζε με τον ΑΠΟΕΛ. Μα ήταν εκείνη και η στήριξή της στο FFP που δημιούργησε το «φαινόμενο» των «αδιάφορων ματς» στη φάση των ομίλων του Champions League.
Η «βασίλισσα» και οι άλλες, αναζητώντας εύκολες νίκες που θα αύξαναν τα ποσά των χρηματικών επάθλων βολευόταν για χρόνια από την κατάσταση. Η UEFA, δε, με δεδομένη την σταθερή άνοδο των χρημάτων που λάμβανε από την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων έμοιαζε κι αυτή ικανοποιημένη και φυσικά χωρίς καμία διάθεση να πειράξει άμεσα μια συνταγή που λειτουργούσε. Σαφώς και στο εσωτερικό της περίμεναν πως κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν μια ελίτ διοργάνωση στο δρόμο της, απλά διατηρούσαν την ελπίδα πως θα κρατούσαν το όνομα Champions League.
Η απόδειξη πως το Financial Fair Play δεν εξυγίανε το ποδόσφαιρο, αλλά εμπόδισε μονάχα τις «μικρές» από το να μεγαλώσουν πιο γρήγορα και εύκολα, φάνηκε με την πανδημία του κορονοϊού. Μια ματιά στα οικονομικά των 12 αρκεί (Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, Ατλέτικο, Μάντσεστερ Γ., Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Σίτι, Τσέλσι, Αρσεναλ, Τότεναμ, Γιουβέντους, Μίλαν και τέλος Ιντερ). Επειδή τα χρήματα που προσφέρει το νέο πρότζεκτ είναι πολλά και άμεσα, κάποιες το θεώρησαν ευκαιρία. Αλλες, όπως η Μάντσεστερ Σίτι και η Τσέλσι, ανέφεραν οι The Times ήταν διστακτικές στην αρχή, αλλά μετά φοβήθηκαν πως θα έμεναν στην απ' έξω και θα έχαναν το τρένο με τα εκατομμύρια και ως εκ τούτου θα αναγκάζονταν να παίξουν ρόλο δευτεραγωνιστή.
Επιπλέον, υπάρχουν τρικ και στο ρυθμιστικό πλαίσιο της Super League. Τα ιδρυτικά στελέχη εκτός του ότι αναμένεται να πουλήσουν τα τηλεοπτικά δικαιώματα του τουρνουά στην Over The Top πλατφόρμα DAZN, που πρόσφατα απέκτησε τα καλύτερα πακέτα της Serie A, θα έχουν το δικαίωμα να διαθέσουν εκείνα τέσσερα παιχνίδια τους: είτε σε δίκτυο/πλατφόρμα της επιλογής τους ή ακόμη και μέσα από τα δικά τους μέσα. Αυτό θα έχει σκαμπανεβάσματα στα έσοδα. Για τα οπτικοακουστικά δικαιώματα περιμένουν να πάρουν τέσσερα δισεκατομμύρια ευρώ φιξ. Ο συνολικός τζίρος από τα τηλεοπτικά και τους σπόνσορες θα μοιράζεται κατά 32,5% στις 12 ομάδες και έπειτα κατά 32,5% και στις 20 που θα συμμετέχουν. Υπάρχει, δε, και η πρόβλεψη για ένα 15% το οποίο θα πηγαίνει στα κλαμπ αναλόγως με την εμπορικότητά τους. Θα υπάρχει «ταβάνι» εξόδων για «καθαρά» ποσά μισθών και μεταγραφών που θα αντιστοιχεί στο 55% των εσόδων. Η Μπαρτσελόνα, για παράδειγμα, ως μεγάλο όνομα θα παίρνει περισσότερα από την Τότεναμ, άρα δεν θα υπάρχει ισορροπία ούτε εντός του συνεταιρισμού.
Οπότε και πάλι δεν θα υπάρχουν διαφορές που θα οδηγήσουν σε αδιάφορα ματς; Μια κλειστή λίγκα αμερικάνικου τύπου, για παράδειγμα, το έχει αυτό το φαινόμενο. Το παρακολουθούμε ακόμη και στη Euroleague, που είναι το πιο κοντινό φορμάτ σ' αυτό που δημιουργήθηκε. Πόσες είναι αδιάφορες από τα μισά του δρόμου γιατί έχουν χάσει το τρένο των play offs; Ούτε αυτο το επιχείρημα πείθει κανέναν.
Με τη JP Morgan να επιβεβαιώνει πως χρηματοδοτεί το εγχείρημα και να υπάρχουν αναφορές πως συνδράμει στην προσπάθεια και η Key Capital και άλλοι επενδυτές που δεν... φαίνονται, αρχικά θα μοιραστούν στα ιδρυτικά στελέχη 3,525 δισεκατομμύρια ευρώ για τη βελτίωση των υποδομών τους. Αν βρουν τις άλλες τρεις ομάδες που ψάχνουν τότε η μοιρασιά θα γίνει ως εξής: έξι θα πάρουν από 350 εκατομμύρια, τέσσερις θα πάρουν από 225 εκατομμύρια, δύο θα πάρουν από 112,5 εκατομμύρια και τρεις θα πάρουν από 100 εκατομμύρια. Αν δεν βρεθούν, θα υπάρξουν πιέσεις για να δοθούν οριζόντια σε όλες. Το μίνιμουμ που εγγυάται η συμμετοχή στην Super League είναι 60 εκατομμύρια, ενώ η ομάδα που θα κατακτήσει το τρόπαιο υπολογίζεται να παίρνει 250 εκατομμύρια.
Αν και εφόσον διεξαχθεί η Super League (θέλουν ν' αρχίσουν από την σεζόν 2022-23) οι διαφορές με τις ομάδες εκτός του νέου θεσμού θ' αυξηθούν, αφού επιθυμούν πως θα συνεχίσουν ν' αγωνίζονται στις εγχώριες διοργανώσεις. Ας λένε πως θα δίνουν το 8% των εσόδων τους, τουλάχιστον 400 εκατομμύρια ευρώ, σε πληρωμές αλληλεγγύης στα άλλα ευρωπαϊκά κλαμπ – τα διπλάσια από τα 200 εκατομμύρια που δίνει η UEFA – για να κερδίσουν την εύνοια και άλλων ομάδων. Οι 12 υπέγραψαν για 23 χρόνια να είναι μέλη του θεσμού και λένε πως σ' αυτό το διάστημα θα δώσουν 10 δισεκατομμύρια σε πληρωμές αλληλεγγύης.