Ο αναλυτής του Guardian παρομοίασε τη νέα Super League που ανακοινώθηκε τη νύχτα της Κυριακής με μια διαρκή μάχη Godzilla vs King Kong. Όσο ενδιαφέρον κι αν έχει στην αρχή, πόσες φορές θα καθίσεις να το δεις, ειδικά αν ο ένας από τους δύο που παίζουν δεν είναι «η ομάδα σου»;
Το σκεπτικό της νέας λίγκας των πλουσίων μοιάζει απλό: "Εχασε η Λίβερπουλ από την Ρεάλ Μαδρίτης; Δεν πειράζει... Θα παίξουν ξανά αύριο
το βράδυ. Κι έπειτα, τρεις νύχτες μετά".
Μόνο που αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο, αλλά κάτι σαν τσίρκο που υπακούει στον «φαταουλισμό» κάποιων πλουσίων, οι οποίοι αφού αποδείχτηκαν ανίκανοι να διαχειριστούν την κρίση που τούς προκάλεσε ο κορονοϊός και δημιούργησαν τεράστια χρέη, βρήκαν σαν ευκολότερη λύση να κατασκευάσουν ένα τέρας που θα κλέβει τα λεφτά των φτωχών και θα τα βάζει στην τσέπη τους...
Ο ίδιος σχολιαστής χαρακτηρίζει το όλο εγχείρημα "μια ιδέα την οποία επινόησε κάποιος που μισεί πραγματικά το ποδόσφαιρο". Και αναρωτήθηκε "ποιος το μισεί τόσο πολύ που να θέλει να το κλαδέψει, να το κόψει και να το διαχωρίσει", ξεκινώντας από το ματσάκι της λαϊκής γειτονιάς και φτάνοντας μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Κι ένα ερώτημα είναι πώς το ίδιο το άθλημα κατάφερε να παραδώσει τόση δύναμη, πλούτο και επιρροή σε ανθρώπους που το αγνοούν και στην τελική το περιφρονούν.
Γιατί το πράγμα ξεκινά ακριβώς από την άγνοια όσων αγόρασαν ομάδες τα τελευταία χρόνια. Δεν κατάλαβαν ποτέ τι είναι πραγματικά η μπάλα που ήρθε και κάθισε μπροστά στα πόδια τους μαγεμένη από τα εκατομμύρια τους. Πίστεψαν ότι μια ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία είναι ίδια με οποιαδήποτε άλλη επιχείρησή τους. Αδύνατο να κατανοήσουν ότι το μόνο που μπορεί να πουλήσει είναι συναίσθημα.
Ο οπαδός - θεατής - πελάτης πάει στο γήπεδο και ξοδεύει τα πολλά ή λίγα που έχει, επειδή θεωρεί το χρώμα, το έμβλημα, τη φανέλα κομμάτι του εαυτού του.
Ακόμη κι αν η ομάδα του πιάσει πάτο, δεν την αφήνει για να καταφύγει "στο διπλανό μαγαζί", όπου πιθανότατα θα δει καλύτερο ποδόσφαιρο ή θα πανηγυρίσει περισσότερες νίκες. Συνθήματα όπως "στις χαρές και στις λύπες μαζί" κι "όπου κι αν παίζεις θα σ ακολουθώ" περιγράφουν την ψυχοσύνθεσή του και την ανάγκη που αισθάνεται να βαδίσει πλάι σε κάτι που έμαθε να αγαπάει από μικρός και θα το κουβαλάει ως το τέλος της ζωής του.
Άλλωστε, το πρωτάθλημα δεν είναι παρά ένας «ειρηνικός πόλεμος» διαρκείας, στον οποίο δεν νικάει πάντα ούτε ο ισχυρότερος, ούτε ο μεγαλύτερος, ούτε ο πλουσιότερος...Για πάνω από εκατό χρόνια συγκρούονται απλοί άνθρωποι, παρέες, γειτονιές, πόλεις, κράτη, έθνη, πολιτισμοί, ιδέες, κοινωνικά συστήματα, συμφέροντα και ένα σωρό άλλα μικρότερα πράγματα που προσδίδουν την ξεχωριστή ομορφιά και εξηγούν το τεράστιο ενδιαφέρον, που παίρνει σε ακραίες περιπτώσεις μορφή θρησκείας.
Όταν ο άλλος λέει «νικήσαμε», ενώ ξέρει κατά βάθος ότι ο νικητής είναι ο παίκτης, ο προπονητής, ή ο πρόεδρος, βάζει και τον εαυτό του μέσα επειδή θέλει να νιώσει την ικανοποίηση που ξέρει πως δεν θα πάρει ποτέ στην υπόλοιπη καθημερινότητά του.
Ε λοιπόν, όλο αυτό δεν γίνεται να το υποκαταστήσει οποιαδήποτε «τιτανομαχία" Ρεάλ Μαδρίτης - Μπαρτσελόνα.
Θα θέλεις να την απολαμβάνεις από καιρό σε καιρό, αλλά την άλλη στιγμή θα αναζητάς και την πιθανότητα να βρεθεί και η δική σου ομάδα μια στις τόσες απέναντι στο "μεγαθήριο", να το κοντράρει κι αν μπορέσει να το νικήσει.
Να καθίσεις στην αγαπημένη σου θέση, στο γήπεδο που έχεις συνηθίσει σαν δεύτερο σπίτι σου, και να βλέπεις στα δέκα μέτρα τον Βύντρα να σβήνει τον Ροναλντίνιο ή τον Ελ Αραμπί τρυπάει τα δίχτυα της Αρσεναλ.
Αδύνατον, όπως φαίνεται, να το εμπεδώσει αυτό, όποιος έχει μάθει μόνο να πουλάει και να αγοράζει!