Τέσσερις Mercedes που κατέκτησαν τη Γενεύη

Τέσσερις Mercedes που κατέκτησαν τη Γενεύη

Ήταν, λοιπόν, στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης, το 1961, που η “χαλαρωτική” κομψότητα της 220 SE Coupé (W 111) θα ενθουσίαζε το ελβετικό – και όχι μόνον – κοινό, θέτοντας την αφετηρία μιας σειράς από μεγάλες πρεμιέρες για τη φημισμένη γερμανική εταιρία. Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1991, θα ερχόταν η ώρα της νέας S-Class, με τη σειρά μοντέλων υπό τον κοινό κωδικό “140”, να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας στη Γενεύη. Ενώ με ενδεχομένως λιγότερο θεαματικό τρόπο, αλλά παρόλα αυτά αποτελώντας μια υψηλής αξίας παρουσία, δύο στέισον μοντέλα θα προκαλούσαν ιδιαίτερη αίσθηση πριν από 25 χρόνια: ήταν το 1996 η Mercedes-Benz προσέθετε, για πρώτη φορά στην ιστορία της, μια σπορτίφ στέισον παραλλαγή στη σειρά μοντέλων C-Class (S 202), ενώ ταυτοχρόνως η νέα στέισον E-Class (S 210) που παρουσιάστηκε στην ίδια έκθεση θα έθετε νέα δεδομένα ως προς τους χώρους στην κατηγορία. Σε κάθε περίπτωση, η ανώτερη ποιότητα κατασκευής και η πολυτέλεια ήταν στοιχεία εμφυτευμένα στο DNA των μοντέλων αυτών.

Mercedes-Benz 220 SE Coupé (W 111)

Η συγκεκριμένη Mercedes, που παρουσιάστηκε στη λίμνη της Γενεύης το 1961, είναι ένα από τα πιο κομψά κουπέ στην ιστορία της μάρκας. Αυτό το πολυτελές δίπορτο μοντέλο – και μαζί με αυτό το καμπριολέ που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του ίδιου έτους – έμεινε στην παραγωγή στη συνέχεια για έντεκα χρόνια, με μια σειρά διαφορετικών εκδόσεων κινητήρα και μετάδοσης. Από τεχνική σκοπιά, το 220 SE Coupé βασίστηκε στο σεντάν "tail fin" και, όπως και σε αυτό, χαρακτηρίστηκε με τον κωδικό της σειράς μοντέλων W 111. Το «δανεισμένο» δάπεδο προσέφερε άφθονο χώρο για τέσσερα καθίσματα και ένα μεγάλο πορτμπαγκάζ. Ωστόσο, το κουπέ αμάξωμα ήταν 80 χιλιοστά χαμηλότερο από αυτό του σεντάν, οπότε μόνο η μάσκα του ψυγείου και τα εμπρός φώτα μπορούσαν να μεταφερθούν από το ένα μοντέλο στο άλλο. Ο εξακύλινδρος κινητήρας 2,2 λίτρων ανέπτυσσε ισχύ 88 kW (120 hp). Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η κουπέ όσο και η καμπριολέ έκδοση είναι εξαιρετικά δημοφιλή μοντέλα στο χώρο του κλασικού αυτοκινήτου. Ενώ οι μεταγενέστερες εκδόσεις με κινητήρες V8, είναι από τις πιο περιζήτητες κλασικές Mercedes-Benz.

Mercedes-Benz S-Class, σειρά 140 (1991)

Η πολυτελής λιμουζίνα της Mercedes-Benz, που παρουσιάστηκε το 1991, διέθετε πολλές καινοτομίες που κάλυπταν μια σειρά τομείς, ξεκινώντας από την ασφάλεια και την άνεση και φτάνοντας έως τη βιωσιμότητα. Η άνεση, για παράδειγμα, είχε βελτιωθεί σημαντικά σε σχέση με την προκάτοχό της, το μοντέλο σειράς 126. Ο πρώτος δωδεκακύλινδρος κινητήρας σε επιβατικό αυτοκίνητο της εταιρείας σηματοδότησε την κορύφωση της απόδοσης με 300 kW (408 hp) στα κορυφαία μοντέλα 600 SE και 600 SEL. Σημειώστε ότι στο ανανεωμένο μοντέλο του 1995, η σειρά 140 έγινε το πρώτο αυτοκίνητο που διέθετε Ηλεκτρονικό Πρόγραμμα (Σύστημα) Ευστάθειας – το πασίγνωστο σήμερα και υποχρεωτικά στάνταρ σε όλα τα επιβατικά αυτοκίνητα σύστημα ESP® - και, το 1996, το Σύστημα Υποβοήθησης Πέδησης (BAS). Η S-Class σειρά 140 έμεινε στην παραγωγή μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1998 και σήμερα αναγνωρίζεται στη Γερμανία ως ένα δημοφιλές «νεαρό» κλασικό μοντέλο. Έτσι, από φέτος, το πρώτα από αυτά τα αυτοκίνητα ταξινομούνται ως ιστορικά πολιτιστικά αγαθά και είναι επιλέξιμα στη Γερμανία για την πολυπόθητη πινακίδα κυκλοφορίας "H", όπου το "H" σημαίνει "ιστορικό όχημα".

Ένα compact στέισον: Mercedes C-Class (S 202), 1996

Στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης, πριν από 25 χρόνια, η Mercedes-Benz παρουσίασε την πρώτη στέισον C-Class. Τρία χρόνια μετά το λανσάρισμα του τετράθυρου/σεντάν μοντέλου του σαλούν (W 202) το 1993, η γκάμα των μοντέλων της C-Class επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει ένα σπορ, compact «θηρίο» (S 202): ο όγκος του χώρου αποσκευών κυμαινόταν μεταξύ 465 και 1.510 λίτρων (ανάλογα με τη θέση των καθισμάτων) και ήταν ο μεγαλύτερος σε αυτή την κατηγορία οχημάτων. Όπως και στην περίπτωση των σεντάν, η στέισον C-Class ήταν διαθέσιμη στις εκδόσεις σχεδίασης και εξοπλισμού CLASSIC, ELEGANCE, ESPRIT και SPORT. Στους αγοραστές προσφέρθηκε αρχικά μια επιλογή τριών κινητήρων βενζίνης και δύο κινητήρων ντίζελ. Κατά τη διάρκεια των ανανεώσεων του μοντέλου, η Mercedes-Benz φρεσκάρισε αρκετές φορές την εμφάνιση και της σεντάν και της στέισον C-Class. Προστέθηκαν επίσης νέες παραλλαγές κινητήρων – με κορυφαία μοντέλα τα C 43 AMG (από το 1997) και C 55 AMG (από το 1998). Σημειώστε ότι η στέισον C 43 AMG χρησιμοποιήθηκε ως επίσημο ιατρικό αυτοκίνητο στη Φόρμουλα 1.

Mercedes Ε-Class (S 202), 1996: Κανείς δεν προσέφερε περισσότερο χώρο

Η στέισον E-Class αποκαλούταν στη Γερμανία ως “T-Modell”, με το Τ στα γερμανικά να αντιπροσωπεύει τον τουρισμό και τις μεταφορές, ενώ θα μπορούσε με την ίδια επιτυχία να αντιπροσωπεύει και το «trendsetter» (αυτό που δημιουργεί νέες τάσεις). Οι στέισον εκδόσεις της σειράς μοντέλων “123” παρείχαν ήδη μεγάλους εσωτερικούς χώρους και μοντέλα της σειράς “124” ακόμη περισσότερο. Ωστόσο, η στέισον έκδοση της σειράς μοντέλων “210” της E-Class που παρουσιάστηκε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης το 1996, με τα χαρακτηριστικά διπλά εμπρός φώτα, προσέφερε έναν τεράστιο χώρο φόρτωσης που όταν χρειαζόταν μπορούσε να φτάσει τα 1.975 λίτρα - γεγονός που αποτελούσε ρεκόρ την εποχή εκείνη. Το σύστημα αυτόματου ελέγχου της απόστασης από το έδαφος ήταν βασικός εξοπλισμός. Ενώ το αυτοκίνητο μπορούσε να γίνει και επταθέσιο χάρη στο προαιρετικό τρίτο κάθισμα, στο οποίο οι επιβάτες κάθονταν κοιτώντας προς τα πίσω. Η επιλογή των διαθέσιμων κινητήρων κυμαινόταν από 70 kW (95 hp) έως 205 kW (279 hp). Η στέισον έκδοση AMG E 55 AMG ήταν διαθέσιμη με 260 kW (354 hp) από το 1998 και μετά.

Το Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης

Πρόκειται για την πλέον «παραδοσιακή», ετήσια, μεγάλη ευρωπαϊκή έκθεση αυτοκινήτου με μακρά ιστορία. Το πρώτο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης διοργανώθηκε από την Ελβετική Λέσχη Αυτοκινήτου (ACS) στις 29 Απριλίου 1905, σε ένα χώρο 1.200 τετραγωνικών μέτρων. Η Mercedes-Benz έδωσε το παρών με δικό της περίπτερο, αντί του Ελβετού αντιπροσώπου της, για πρώτη φορά στην έκθεση του 1926. Ο εκθεσιακός χώρος που καλύπτει το Σαλόνι Αυτοκινήτου, διευρύνθηκε σημαντικά στη συνέχεια. Σε σύγκριση με άλλες εμπορικές εκθέσεις όπως αυτές στο Ντιτρόιτ, τη Φρανκφούρτη και το Τόκιο, ωστόσο, η έκθεση της Γενεύης παρέμεινε συγκριτικά μικρή σε έκταση - αλλά υψηλού επιπέδου, ως προς την εκπροσώπηση. Το 2020 και το 2021, η έκθεση ακυρώθηκε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.