Μια ωραία ιστορία αφιερωμένη στα πενηντάχρονα του ΠΑΣΟΚ

Ήταν 1982. Δεν θυμάμαι ακριβείς ημερομηνίες, πάντως είχαν περάσει μόνο λίγοι μήνες από την νίκη του Πασόκ το 1981 και την έλευση της «Αλλαγής». Φοιτητάκια ήμασταν, φουριόζικα νεαρά παιδιά, έτοιμα να πέσουμε στην φωτιά για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας, όπως τον ανέλυε η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη που ήταν το Ευαγγέλιο μας. Κι επειδή δεν πολυξέραμε που ακριβώς δίνονταν αυτές οι μάχες ώστε να πραγματώσουμε ηρωικά το ταξικό μας πεπρωμένο, ακολουθούσαμε τις εντολές των καθοδηγητών μας. Ο Ανδρέας ήταν ο θεός μας, οι στελεχάρες και καθοδηγητές της Χαριλάου Τρικούπη ήταν οι άγιοι μας.

Ένας από τους αγίους (τρομάρα του), ο Κίμωνας Κουλούρης, μας κάλεσε εκείνο το βράδυ στα κεντρικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ. Είχε προηγηθεί ένας πύρινος λόγος του Ανδρέα εναντίον των μεσαζόντων που ρουφούσαν παράλληλα και τον ιδρώτα του αγρότη και το αίμα του καταναλωτή. Ίσως να είχε βάλει και κάποιο παραπάνω φόρο στους εμπόρους (δεν θυμάμαι να σας πω), πάντως κάποιες εμπορικές ενώσεις κήρυξαν απεργία. Μαζευτήκαμε έξω από τη Χαριλάου Τρικούπη καμιά εκατοστή νεαρά παιδιά από τις Τοπικές Οργανώσεις κι από τη Σπουδάζουσα, όπου ο (γεμάτος στόμφο) Κίμωνας, ανεβασμένος πάνω σ’ ένα κουτσό σκαμνί, μας εξήγησε τι συνέβαινε και ποιο ήταν το καθήκον μας.

Οι καταραμένοι μεσάζοντες ετοιμάζονταν να χτυπήσουν την «Αλλαγή», με μια απεργία που θα άφηνε την πρωτεύουσα δίχως τρόφιμα και θα έστρεφε τον πεινασμένο πληθυσμό εναντίον της κυβέρνησης της «Αλλαγής», όπως ακριβώς είχε γίνει και με τον Αλλιέντε στη Χιλή. Αλαφιαστήκαμε μπροστά στο ξετσουτσούνισμα της αντεπανάστασης, όμως ο μέγας Κίμων μας καθησύχασε. Μπορεί η «αντίδραση» έπαιζε το τελευταίο της χαρτί, αλλά και η «Αλλαγή» δεν θα καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Θα τους χτυπούσαμε μέσα στο ίδιο τους το άντρο. Στη λαχαναγορά του Ρέντη, απ’ όπου διακινείτο το συντριπτικό ποσοστό των νωπών προϊόντων που έτρεφαν το λεκανοπέδιο.

Θα πηγαίναμε λοιπόν λίγοι-λίγοι στου Ρέντη με συνθήκες πλήρους συνωμοτικότητας, δίχως να λέμε σε κανέναν ποιοι είμαστε και τι σκοπούς είχαμε. Ο εχθρός παραμόνευε παντού. Εκεί θα παίρναμε οδηγίες από «κρίκους» που ήδη βρίσκονταν στο σημείο και σχεδίαζαν την μάχη. Έμπλεοι σοσιαλιστικού ενθουσιασμού και σίγουροι ότι παίρνουμε μέρος σε μια ιστορική στιγμή, κουβαληθήκαμε νυχτιάτικα στην παλιά λαχαναγορά του Ρέντη, άλλοι με κάτι παλιοαμάξια «συντρόφων» κι άλλοι αλλάζοντας δυο-τρεις συγκοινωνίες. Λεφτά για ταξί δεν υπήρχαν.

Βρήκαμε κάτι μαγαζάτορες που μας κοίταζαν περίεργα, κάτι φορτηγατζήδες που περίμεναν την σειρά τους να ξεφορτώσουν το εμπόρευμα από την επαρχία κι έναν σαλεπιτζή που διαλαλούσε το ζουμί του. Είδαμε πατσατζίδικα και σουβλατζίδικα ανοικτά, κάτι νυχτόβιους που έψαχναν για μεροκάματο, μερικούς χασικλήδες, όλο τον κόσμο της άγνωστης σε μας λαχαναγοράς, πλην των περιβόητων «κρίκων» που θα μας έλεγαν πως ή που θα δώσουμε τη μεγάλη και καθοριστική μάχη. Αρχίσαμε να τριγυρίζουμε στην πελώρια αγορά άπραγοι ομάδες-ομάδες, ψάχνοντας το σημείο που διεξάγονταν η ταξική σύγκρουση κατά των κομπραδόρων και των μεσαζόντων.

Μέχρι που ένα τζιμάνι με μουστάκι ποντικοουρά, μακρύ νύχι στο μικρό δάκτυλο του χεριού και ξεκούμπωτο πουκάμισο ως τον αφαλό –τον βλέπω ακόμα μπροστά μου, ύστερα από τόσα χρόνια- μας ρώτησε ποιοι είμαστε και τι ζητάμε. Σίγουροι εμείς ότι είχαμε βρει έναν απ’ τους καθοδηγητικούς «κρίκους», του απαντήσαμε αόριστα και συνωμοτικά «ήρθαμε να βοηθήσουμε». Μας κοίταξε δύσπιστα και διερευνητικά μαζί, κι ύστερα μας απάντησε, «ε τότε, ελάτε να ξεφορτώσετε το φορτηγό, που δεν βρίσκω κόσμο».

Σίγουροι ότι αυτή ήταν η μυστική αποστολή μας που οδηγούσε κατ’ ευθείαν στον σοσιαλισμό, ορμήσαμε γεμάτοι όρεξη στο γεμάτο με καφάσια φορτηγό κι αρχίσαμε να το ξεφορτώνουμε. Ήταν θηρίο το ρημάδι. Καμιά δεκαριά που ήμασταν στην ομάδα μου, κουβαλούσαμε επί ώρες τόνους από ντομάτες, αγγούρια, μελιτζάνες, πιπεριές, χορταρικά, μήλα και αχλάδια, ντανιάζοντας τα τελάρα μέσα στο απέναντι μαγαζί. Κι όταν άδειασε το φορτηγό, ο τύπος έβγαλε από την τσέπη ένα μάτσο χαρτονομίσματα και μας είπε «πέντε κατοστάρικα να τα μοιραστείτε, είμαστε εντάξει;».

Αρνηθήκαμε τα χρήματα με αποστροφή. Εμείς εκείνη την ώρα κάναμε επανάσταση και φέρναμε τον σοσιαλισμό, αυτά δεν πληρώνονται. Εκείνος επέμεινε λίγο, αλλά μπροστά στη σθεναρή μας άρνηση ανασήκωσε τους ώμους, μας είπε ένα ευχαριστώ, έριξε ένα ανεπαίσθητο γελάκι, μπήκε στο φορτηγό κι έφυγε. Εμείς εξουθενωμένοι απ’ το κουβάλημα κι αφού άλλον «κρίκο» δεν είχαμε βρει, φύγαμε ξημερώματα και πήγαμε σπίτια μας όπου ταβλιαστήκαμε στα κρεβάτια μας. Έτσι τέλειωσε η επανάσταση μας εναντίον των μεσαζόντων που έπιναν το αίμα των αγροτών και των καταναλωτών.

Επειδή κοιμόμασταν ως το μεσημέρι, αργήσαμε να δούμε τις εφημερίδες της επομένης. Η «Ελευθεροτυπία» και το «Έθνος» είχαν πρωτοσέλιδο «ο λαός απέτρεψε την αντίδραση των μεσαζόντων», ενώ η «Απογευματινή» και η «Βραδυνή» φώναζαν με τεράστιους τίτλους ότι «πρασινοφρουροί τρομοκρατούν εμπόρους και εργαζόμενους στου Ρέντη». Εμείς πάλι, απλώς είχαμε κουβαλήσει δωρεάν μερικούς τόνους ζαρζαβατικών και φρούτων, προς όφελος κάποιου αετονύχη.

Ξέρω ότι γελάτε. Κι εγώ γελώ, τώρα που τα θυμάμαι. Κι όμως σας ενημερώνω ότι όλα ήταν τόσο, μα τόσο όμορφα. Ήμασταν νέοι, επαναστατημένοι, σίγουροι για το όραμα και τον αγώνα μας, καθόλου κυνικοί, καθόλου συμφεροντολόγοι. Τι άλλο θέλαμε; Ακόμα κι όταν πρακτικά, δεν ήμασταν τίποτα άλλο από απλά κορόιδα. Δεν μας πείραζε….

Υ.Γ. Εκ των υστέρων σκέφτομαι πως ήμασταν τυχεροί που όλα τούτα έγιναν με το Πασόκ, ο οποίο τελικά ήταν ένα αστικό κοινοβουλευτικό κόμμα, παρά τις αριστερές φανφάρες στο ξεκίνημα του. Αν ζούσαμε τρεις δεκαετίες νωρίτερα, κάποιος καθοδηγητής θα μας έδινε ένα παλιοντούφεκο με λίγες σφαίρες και θα μας ανέβαζε στο βουνό για να πολεμήσουμε τον ντόπιο ταξικό εχθρό. Κι εμείς θα τρέχαμε γεμάτοι νεανικό ενθουσιασμό και αφέλεια, για να αφήσουμε εκεί πάνω τα κόκκαλα μας.