Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον την ιστορία με τον Λύτρα που έδειρε την γυναίκα του και τον μπουζούριασαν. Πρώτον, διότι σε άλλες εποχές αυτό δεν θα γινόταν, ο θύτης δεν θα πάθαινε τίποτα. Θα το κουκούλωνε και θα συνέχιζε. Και δεύτερον, διότι -παρά τα όσα συνέβησαν- με αφήνουν κατάπληκτο οι αντιδράσεις του πολυπληθούς φιλοθεάμονος κοινού των άπιστων Θωμάδων που μας περιβάλει. Αυτούς που εγώ ονομάζω «οι άσε ρε…».
Πρώτα απ’ όλα, διαβάζοντας την έκθεση του γιατρού που εξέτασε το θύμα, καταλαβαίνω ότι ο τύπος δεν της έριξε απλώς ένα χαστούκι ή μια κλωτσιά πάνω στα νεύρα του (που κι αυτό πρέπει να οδηγεί στην φυλακή), αλλά ότι κυριολεκτικά την έσπασε στο ξύλο την γυναίκα. Αυτός όμως που χτυπά και ξαναχτυπά και ματαξαναχτυπά τον άλλον ή την άλλη στο πρόσωπο σπάζοντας κόκκαλα, είναι κανονικός εγκληματίας. Μπορεί να σκοτώσει.
Δεύτερο, από την συγκεκριμένη ιστορία αποδεικνύεται ότι οι καλοί και προσεγμένοι νόμοι, είναι όπλα στα χέρια των κανονικών ανθρώπων. Αν ο Φλωρίδης δεν είχε φροντίσει για το ακαταδίωκτο γιατρών και εκπαιδευτικών που καταγγέλλουν περιστατικά βίας που πέφτουν στην αντίληψή τους, να είστε σίγουροι ότι ο συγκεκριμένος γιατρός που εξέτασε την γυναίκα δεν θα καλούσε την αστυνομία.
Αν είχε την βεβαιότητα ότι ο ποινικολόγος θα τον έτρεχε στα δικαστήρια για δυσφήμιση, συκοφαντία, διαφυγόντα επαγγελματικά κέρδη και άλλα πολλά, κάνοντας την ζωή του κόλαση επί πενταετία, θα προτιμούσε να κάνει τα στραβά μάτια. Και θα είχε δικαιολογία να κάνει το κορόιδο. «Αφού αυτή που τις έφαγε δεν τον καταγγέλλει και μας λέει ότι έπεσε απ’ τις σκάλες, εγώ θα μπω μπροστά να βρω τον μπελά μου;». Τώρα είχε τον νόμο στο πλάι του, οπότε δεν δίστασε, έκανε το σωστό.
Και πάμε στο τρίτο, που εμένα με άφησε (για μια ακόμα φορά) άναυδο. Ο κόσμος που μας περιβάλλει, οι εκατοντάδες που κάτω από την είδηση γράφουν το σχόλιο τους και λένε την άποψη τους για το συμβάν. Οι «άσε ρε…». Ενώ ο θύτης συνελήφθη αμέσως, ενώ προφανώς έχει καταστραφεί επαγγελματικά αφού όλοι ξέρουν το όνομα του και την φάτσα του, ενώ θα δικαστεί για κακούργημα, οι ξερόλες συνεχίζουν το βιολί τους λες και έγιναν τα ακριβώς αντίθετα. Λες και η πράξη του θύτη συγκαλύφθηκε από το «σύστημα».
Διαβάζω λοιπόν. «Άσε ρε, που θα καταδικαστεί.» «Άσε ρε, αφού με τους δικαστές μια συμμορία είναι αυτοί.» «Άσε ρε, που δήθεν απονέμουν δικαιοσύνη, σε ποιους τα λένε αυτά;» «Άσε ρε, που με τόσα λεφτά και διασυνδέσεις, θα πάθει το παραμικρό. Αλλοίμονο σε μας.» Και το πιο προωθημένο απ’ όλα. «Άσε ρε, που πάνε να μας πείσουν ότι τον πιάσανε διότι έδειρε την γυναίκα του. Σε κάποια μοιρασιά δεν τα βρήκανε και του την στήσανε.»
Θα μου πείτε ότι τον άφησαν ελεύθερο, οπότε εν τέλει όλοι αυτοί οι «άσε ρε» δίκιο έχουν. Όχι, δεν έχουν. Πρώτο, επενέβη η ηγεσία του Αρείου Πάγου και δεύτερο, αν κατάλαβα καλά, αιτία της μη κράτησης του ήταν η κατάθεση της γυναίκας-θύματος, που είπε ότι πρώτη φορά ο άντρας της άσκησε βία εναντίον της. Όπερ υιοθέτησε κι αυτή -δαρμένη ούσα- την θεωρία του Λύτρα ότι ήταν μια στιγμή τρέλας του θύτη. Και το υποστήριξε ενώ κι αυτή είναι δικηγόρος.
Εδώ τώρα, ο ποιητής σηκώνει τα χέρια. Ο καλύτερος νόμος, αφενός στα χέρια κακών ή σχολαστικών ή στενόμυαλων δικαστών, γίνεται αναποτελεσματικός νόμος. Αλλά και τα θύματα, όταν ξεφεύγουν από τον κλοιό του φόβου, καλό είναι βοηθούν λιγάκι. Αλλιώς…