Όταν το 1 προς 1,5, γίνεται 1 προς 7

Το ερώτημα ενέσκηψε στον δημόσιο διάλογο μόλις προ τεσσάρων ημερών, καθώς διατυπώθηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο σε συζήτηση του «Κύκλου Ιδεών». Έχουμε εξαντλήσει τη συζήτηση για το πόσο και αν χρειάζεται η Ευρώπη την Τουρκία (για να ερμηνεύσουμε την ευρωπαϊκή στάση απέναντι στην προκλητικότητα του Ερντογάν), αλλά έχουμε ποτέ αναρωτηθεί αν μπορεί η Τουρκία δίχως την Ευρώπη;

Ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος (που αρέσκεται τα μέγιστα να θέτει πρωτότυπα ερωτήματα) διατύπωσε την άποψη ότι η Τουρκία δεν είναι δυνατόν να απομακρυνθεί πλήρως από την Ευρώπη, διότι απλώς δεν θα το αντέξει. Αν κατάλαβα καλά, η άποψη του είναι πως έτσι και το αποτολμήσει θα πάψει να είναι ενιαία χώρα. Ότι η Τουρκία έχει στους κόλπους της τόσες πολλές και διαφορετικές οικονομικό-κοινωνικές, πολιτικο-στρατιωτικές, πολιτιστικο-ιδεολογικές και θρησκευτικο-ιστορικές συνιστώσες, που μόνο ως δυτικο-ανατολικό εθνικό αμάλγαμα μπορεί να πορευτεί.  

Άκουσα και διάβασα πλείστες απόψεις-απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα, διατυπωμένες από σοβαρούς ανθρώπους και ικανούς γραφιάδες. Οι πιο πολλές συμφωνούν σε γενικές γραμμές με το τελικό συμπέρασμα του Βαγγέλη κι ας φτάνουν σ’ αυτό διασχίζοντας διαφορετικά μονοπάτια επιχειρημάτων. Υπήρξαν κι αυτοί που είδαν στο ερώτημα τον φερετζέ ενός έρποντος φιλοτουρκισμού, ο οποίος μας παρωθεί ως Ελλάδα να προσεγγίζουμε την Τουρκία με περισσότερο φιλικό και δεκτικό τρόπο απ’ όσο της πρέπει και απ’ όσο γεννούν οι ίδιες οι πράξεις της.

Προσωπικά δεν έχω διαμορφωμένη άποψη επί του θέματος. Η αλήθεια είναι ότι αν αποφασίσουμε ότι η Τουρκία είναι καταδικασμένη να είναι και ευρωπαϊκή χώρα, τότε η στρατηγική μας δεν θα κατατείνει στον μακροπρόθεσμο εξοβελισμό της από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ενδεχομένως μια απόληξη αυτής της λογικής θα ήταν να θεωρήσουμε τον Ερντογανισμό ως προσωρινό ιστορικό φαινόμενο, που δεν πρόκειται να κρατήσει αιωνίως. Να πιστέψουμε δηλαδή ότι το εκκρεμές που λέγεται Τουρκία βρίσκεται σήμερα στο πιο ανατολίτικο σημείο του και ότι αργά ή γρήγορα θα στραφεί πάλι προς την πιο δυτικόπλευρη και εξευρωπαΐζουσα θέση του.

Αν πάλι εμείς βγάλουμε τελικό συμπέρασμα ότι η Τουρκία ανήκει οριστικά και αμετάκλητα στην Ανατολή και ότι η Δύση δεν μπορεί να ασχολείται με τα παζάρια και τα τσαλίμια της, πόση δύναμη και πειθώ έχουμε για να  επιβάλλουμε αυτή την άποψη στην υπόλοιπη Δύση;  Μικρή έως ελάχιστη. Και εν τέλει μας συμφέρει μια τέτοια ατσάλινη θεώρηση των πραγμάτων, που μας καθιστά το σκληρό (αλλά και επικίνδυνο) σύνορο μεταξύ μιας αντιμαχόμενης Ανατολής και Δύσης; Δεν μπορώ να σας διαφωτίσω επαρκώς.

Ένα άλλο ενδιαφέρον ερώτημα είναι επίσης, αν η Δυτική συνιστώσα της Τουρκίας είναι ικανή να αναστείλει τον ιστορικό αναθεωρητισμό της ή αν αυτός ο αναθεωρητισμός την διαπερνά εν σώματι ανεξαρτήτως προσανατολισμού. Διότι τότε έχουμε πρόβλημα έτσι κι αλλιώς. Και κάτι τελευταίο. Καμιά ανάλυση, όσο εμβριθής κι αν είναι, δεν είναι ικανή να ανατρέψει την ροή της ίδιας της Ιστορίας. Όταν το 1922, έναν μόλις αιώνα πριν, εμείς είχαμε 7 εκατομμύρια κατοίκους και η Τουρκία 13 εκατομμύρια, αλλά σήμερα εμείς έχουμε 11 και η Τουρκία 75, πόση σημασία και αξία έχουν οι διαμάχες μας περί του προσανατολισμού της; Σε λίγο θα χουν περισσότερους ανθρώπους απ’ όσες σφαίρες θα μπορούμε να μαζέψουμε.