Έχω καιρό να ασχοληθώ με τον Σύριζα. Επίτηδες. Νιώθω αμηχανία μ’ αυτά που βλέπω να συμβαίνουν εκεί μέσα. Όταν πρωτοβγήκε ο Στέφανος αρχηγός, είπα χαιρέκακα «οδεύουν προς το τέλος που τους ταιριάζει». Αλλά πλέον, βλέποντας τους να πηγαίνουν βδομάδα τη βδομάδα όλο και πιο χαμηλά, αρχίζω να τους λυπάμαι τους κακόμοιρους. Στο χάλι που έχουν καταλήξει, όταν τους κάνεις κριτική είναι σαν να κλέβεις εκκλησία, σαν να ληστεύεις παιδάκι που βγήκε για τα κάλαντα και το πέτυχες μονάχο του σε κάποιο έρημο σοκάκι. Τι αντίσταση να προβάλει;
Οι Συριζαίοι ήταν σκληροί αντίπαλοι τον καιρό της δόξας και της δύναμης τους. Εφάρμοσαν με ατσάλινη πυγμή το δόγμα των Αθηναίων προς τους Μηλίους «πας μη μεθ’ ημών, καθ’ ημών», όποιος δηλαδή δεν είναι (ολοκληρωτικά) μαζί μας, είναι (de facto) εναντίον μας. Ρίξτε μια ματιά στον Θουκυδίδη να θυμηθείτε αυτό το μνημειώδους κυνικότητας δόγμα που οδήγησε στην αναίτια σφαγή των Μηλίων. Και βέβαια, όπου και όποτε, κάποιες παντοδύναμες εξουσίες λειτουργούν με τέτοιες αυταρχικές λογικές στο εσωτερικό μιας χώρας, οδηγούμαστε σε εμφυλιοπολεμικά δράματα. Πλάκα-πλάκα, στα χρόνια του Σύριζα κοντέψαμε να αλληλοσκοτωθούμε. Δεν έπαιζαν οι τύποι.
Οπότε βλέπω τώρα την πολιτική (και προσωπική, για πολλούς εκεί μέσα) κατάντια τους και νιώθω αμήχανα. Δεν παριστάνω τον ηθικιστή, αλλά το «δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται» δεν μου πολυαρέσει. Τους βλέπω να φεύγουν, να μένουν, να κριτικάρουν, να ανέχονται, να φτάνουν ως την πόρτα, να ξαναγυρίζουν πίσω, να αποχωρούν, να επανέρχονται, να διαμαρτύρονται, να μουρμουράνε, να σχεδιάζουν, να ξε-σχεδιάζουν, να αλληλοκαρφώνονται, να μεμψιμοιρούν, να κλαίνε, να αναπολούν, να απειλούν, να τσαντίζονται, να κάνουν την πάπια… να κυνηγάνε την ουρά τους τέλος πάντων… και ειλικρινά δεν ξέρω πώς να αντιδράσω.
Πού είναι εκείνοι οι αδυσώπητοι αριστεροί που κάποτε έπαιζαν μια χώρα στα ζάρια δίχως να ιδρώσει το αυτί τους; Πού είναι οι τρομεροί απόγονοι της δρακογενιάς που έστελναν για πλάκα δύο πρώην πρωθυπουργούς και πεντέξι υπουργούς στο εδώλιο; Πώς κατάντησαν έτσι οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί της ταξικής πάλης, που πατούσαν το πόδι τους μέσα στις δημόσιες υπηρεσίες κι έτρεμε το φυλλοκάρδι του υπαλλήλου μήπως τον θεωρήσουν εχθρό, οπότε την είχε βάψει; Πού πήγε η σκληράδα τους, το σθένος τους, η τρομερή θεωρητική τους κατάρτιση, η ιδεολογική τους επάρκεια; Πώς διάβολο, μόλις έπεσαν πάνω σ’ ένα αμερικανάκι, έγιναν όλοι τους αλοιφή, σαν βούτυρο έξω απ’ το ψυγείο;
Τι να πει κανείς; Σε τι να πρωτοκάνει κριτική; Με ποιον να πρωτογελάσει; Και έτσι που τους βλέπω τώρα, αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν αυτοί οι τύποι να κυβέρνησαν τη χώρα. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η περιβόητη ρήση του στρατηγού και δικτάτορα Κονδύλη. «Αν ήξερα πόσο μ@@@@ες είναι οι Έλληνες, θα τους κυβερνούσα από τον καιρό που ήμουν λοχίας».