Ως γνωστόν, αυτές τις γιορτινές μέρες όλοι ψάχνουν για μαγαζί στο οποίο θα κάνουν ρεβεγιόν. Χριστουγεννιάτικο, Πρωτοχρονιάτικο και πάει λέγοντας. Μη με ρωτήσετε γιατί, δεν έχω την απάντηση. Πάντως, ψάχνουν. Αγωνιωδώς. Φαίνεται τραβάει ο οργανισμός τους την ταλαιπωρία, τη βαβούρα, τη φτηνή απομίμηση διασκέδασης, το τσαλαπάτημα, το στρίμωγμα και φυσικά το οικονομικό γδάρσιμο. Ε, αφού τα θέλουν και τα ψάχνουν αυτά με μανία, εμένα δε μου πέφτει λόγος. Απλώς χαζεύω και σχολιάζω, δε θα μου αφαιρέσουν και αυτό το δικαίωμα…
Από διηγήσεις φίλων και γνωστών που πήγαν αυτό τον καιρό σε μαγαζί πίστας ή σε κάποιο μεγάλο κλαμπ, σας μεταφέρω τα καλύτερα και τα πιο ζουμερά για να κανονίσετε την πορεία σας αυτές τις μέρες. Για να κλείσετε ρεβεγιόν σ’ ένα από τα μεγάλα και γνωστά μαγαζιά στα οποία εμφανίζονται οι φίρμες, το τραπέζι των 8 ατόμων τιμάται στις 3.000 ευρώ. Ναι, μάλιστα. Τρεις μισθοί παρακαλώ. Προκαταβολή το ένα τρίτο των χρημάτων, ήτοι 1.000 ευρώ. Τα 3.000 ευρώ αντιστοιχούν σε δύο μπουκάλια ουίσκι ή βότκα, ανά τέσσερα άτομα ένα μπουκάλι. Ήτοι, 1.500 ευρώ το μπουκαλάκι. Άντε βρε, πάρτε τώρα τηλέφωνο να κλείσετε. Βιαστείτε διότι κινδυνεύετε να μη βρείτε.
Όποιος κλείσει σε κάποιο πιο δεύτερο μπουζουκομάγαζο που η τιμή μπορεί να είναι μόλις 1.000 ευρώ το μπουκάλι των τεσσάρων ατόμων, αν δεν πληρώσει προκαταβολή, πρέπει να είναι έτοιμος να λάβει δυο, τρία ή και τέσσερα τηλεφωνήματα επιβεβαίωσης της κράτησης τους. Ανά δυο μέρες, ντριν το τηλέφωνο, νάσου ένας αγενέστατος μάγκας που ρωτά και ξαναρωτά αν ισχύει η κράτηση. Μου διηγήθηκαν περίπτωση που μια γυναίκα ήταν σε σχολική εκδήλωση του παιδιού της, χτυπούσε το κινητό της αλλά δεν το σήκωνε, οπότε έλαβε sms που έγραφε «αν δε σηκώσετε τώρα το τηλέφωνο, θα ακυρώσουμε την κράτηση σας στο κατάστημα μας». Βγήκε ξεπαπούτσωτη έξω και τηλεφώνησε. Τσάμπα έψαχνε ο μικρός τη μαμά του την ώρα που έλεγε το ποίημα του.
Μου διηγήθηκαν επίσης περίπτωση, που πήγαν σε δευτεροκλασάτο μαγαζί με προσυμφωνημένη τιμή 180 ευρώ το μπουκάλι (φθηνότατο τους φάνηκε μου είπαν), αλλά όταν έκατσαν διαπίστωσαν ότι όλα τα τραπέζια μακριά απ’ ην πίστα ήταν γεμάτα κι όλα τα κοντινά άδεια. Μόλις κάθισαν, το γκαρσόνι τους πρότεινε «αναβάθμιση» τραπεζιού, δηλαδή να τους πάει τρεις σειρές πιο μπροστά, αλλά με την τιμή του μπουκαλιού να ανεβαίνει στα 280 ευρώ. Πήγαν διότι από κει που βρίσκονταν δεν έβλεπαν τίποτα, για να ξανάρθει το γκαρσόνι και να τους προτείνει νέα «αναβάθμιση» είτε σε δεύτερο-τραπέζι-πίστα με 400 ευρώ, είτε πρώτο- τραπέζι με 550 ευρώ.
Μιλάμε για μάρκετινγκ γδαρσίματος μαζί με ολίγη νυχτερινή ζούγκλα του τύπου «άμα γουστάρεις εντάξει, αλλιώς τράβα…». Τέλος πάντων εγώ σας τα μετέφερα, γιατί με τη φτώχεια και την ανέχεια που μας δέρνει ως λαό και χώρα (όπως άκουσα και στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό) θέλω οι ενδεείς αναγνώστες μου να κάνουν τα κουμάντα τους μέρες που είναι. Μη μείνουν τα παιδιά τους χωρίς ψωμί μετά τα μέσα Γενάρη…