Εμείς οι παλιότεροι έχουμε ακούσει δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες ιστορίες κοινωνικών, οικογενειακών και ατομικών αντοχών. Παππούδες και πατεράδες που πολέμησαν, γιαγιάδες και μανάδες που πείνασαν, μπαρμπάδες και θειάδες που ξενιτεύτηκαν. Μεγαλώσαμε με διηγήσεις για ξυπολισιές και μπαλωμένα ρούχα, για άδειες κατσαρόλες σε κουζίνες δίχως ηλεκτρικό, για νεογέννητα που πέθαιναν ελλείψει γιατρών και φαρμάκων ή (στην αντίθετη όψη της ζωής) για πενιχρές χαρές με λίγη ρετσίνα ή σκέτο πασατέμπο.
Πάντα οι κοινωνίες, οι οικογένειες και τα άτομα έπεφταν πάνω σε δυσκολίες, ζόρια, ατυχίες, οικονομικά κάζα και γενικευμένες αναταραχές που διέλυαν τους σχεδιασμούς τους και πισωγύριζαν τις ζωές τους. Δεν υπήρξε ποτέ κοινωνία που ο δρόμος της ήταν πάνα στρωμένος με ευκολίες και ροδοπέταλα. Ειδικά η νεοελληνική κοινωνία από γενέσεως ελληνικού κράτους, που όλες οι γενιές της πέρασαν από σαράντα κύματα. Ανοίξτε όποια τυχαία σελίδα της νεώτερης ελληνικής ιστορίας μας και δεν θα έχετε χρεία άλλης απόδειξης.
Οι παλιοί που τους προλάβαμε να ακούσουμε τις διηγήσεις τους, συμπλήρωναν αυτές τις –δύσκολες και συχνά τραγικές- εμπειρίες της ζωής τους, μ’ ένα περίσσευμα ατομικού και κοινωνικού κουράγιου. Δεν λέγανε μόνο «πεινάσαμε», «καταστραφήκαμε», «ζοριστήκαμε», «καταπιεστήκαμε», «ταλαιπωρηθήκαμε», «κρυώσαμε», αλλά τα συμπλήρωναν και με το «αντέξαμε», «παλέψαμε», «προσαρμοστήκαμε», «αντισταθήκαμε», «περιοριστήκαμε», «πιεστήκαμε». Γι αυτό και συνήθως, εννιά στις δέκα διηγήσεις κατέληγαν στο «τελικά τα καταφέραμε».
Θαρρώ πως μόνο η γενιά του baby boom του ’60, αυτοί που στη μεταπολίτευση ήταν 20 χρονών, ξέφυγε απ’ αυτό τον πάγιο κανόνα. Έζησε μιαν διαρκή και σχετικά ανέμελη άνοδο τριάντα-σαράντα χρόνων, θεωρώντας όχι απλώς δεδομένο αλλά και νομοτελειακό τον άκοπο διπλασιασμό του εισοδήματος της κάθε πενταετία. Μιλώ για τη γενιά που έπαθε την πλάκα της το 2010 και κατέφυγε στα λεφτόδεντρα ως λύση. Η γενιά αυτή δίδαξε και την επόμενη στα ίδια στερεότυπα.
Εκεί λοιπόν που είκοσι γενιές (απ’ το ‘21 και εντεύθεν) θεωρούσαν δεδομένο πως όταν τα πράγματα ζοριστούν αυτές θα παλέψουν, όταν τα οικονομικά θα μειωθούν αυτές θα προσαρμοστούν και θα κάνουν οικονομία, όταν τα πράγματα θα περιοριστούν αυτές θα επιστρατεύσουν τη δημιουργικότητα τους, φθάσαμε σε μια ελληνική κοινωνία που απορρίπτει τα παλαιά και πάγια αυτονόητα για να καταφύγει σε φαντασιακές δήθεν λύσεις. Το «θα γίνει χαμός» είναι το σήμα κατατεθέν της.
Το θυμάμαι κι απ’ τον πρώτο καιρό της χρεωκοπίας. «Θα γίνει εμφύλιος» φώναζαν, λες και αν αρχίζαμε να αλληλοσφαζόμαστε στους δρόμους θα άνοιγαν οι κλειστές αγορές και θα γεμίζαμε τις τσέπες μας με χρήμα. Κάποιοι το αποτόλμησαν τότε και όλοι μαζί είδαμε την γλύκα. Τώρα λοιπόν, με την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό, το τροπάριο άλλαξε. «Έρχεται κι εδώ η Μελόνι» λένε, λες κι αν αύριο το πρωί εμφανιστεί ένας θηλυκός Μιχαλολιάκος και κυριαρχήσει, θα μειωθεί το ρεύμα και θα φτηνύνει το σούπερ μάρκετ. Αυτό μας είναι εύκολο, να φέρουμε μια Μελόνι δηλαδή, να κατεβάσουμε το καλοριφέρ στους 20 βαθμούς δεν μπορούμε, είναι αβάστακτο…