Έντεχνα κομματικά ένσημα

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι έχει δώσει θαυμάσια δείγματα δουλειάς αλλά και χιλιοτραγουδισμένα τραγούδια, διαφόρων τραγουδοποιών, συνθετών και ερμηνευτών.

Εξίσου, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι και μία σημαντική μερίδα των καλλιτεχνών που το υπηρετούν, για δικούς τους λόγους ο καθένας, ήταν το όχημα του εθνικολαϊκισμού στην ελληνική κοινωνία, ευαγγελιζόμενο μια μικρή, περήφανη, περίκλειστη Ελλάδα. Κοντολογίς, ήταν η μουσική υπόκρουση του νεοελληνικού εξαιρετισμού, κυρίως έτσι όπως αυτός εκδηλώθηκε τη δεκαπενταετία 2008 - 2019.

Ποιος δεν θυμάται διάφορους καλλιτέχνες, να αναλαμβάνουν ρόλο πνευματικού και ιδεολογικού ταγού, κατακεραυνώνοντας τα μνημόνια, τους κακούς ξένους που έρχονται να μας πάρουν τον ήλιο και το τσίπουρο. Ορισμένοι, μάλιστα, με ακραίο πατερναλιστικό ύφος έγραφαν ανοιχτές επιστολές προς διάφορους παραλήπτες νουθετώντας και διδάσκοντας πότε την ανυπακοή και πότε την εξέγερση.

Βέβαια, την ίδια στιγμή, δεν έβρισκαν να πουν ούτε μία λέξη συμπάθειας, συμπόνιας και αλληλεγγύης προς διαφόρους συναδέλφους τους στην τέχνη, τους οποίους προπηλάκιζε ο εξαχρειωμένος «αντιμνημονιακός» όχλος, διακόπτοντας παραστάσεις, συναυλίες ή συνεντεύξεις Τύπου.

Μετά από αυτή τη μικρή ιστορική αναδρομή, είναι προφανές ω αναγνώστη, πως δεν ένιωσα την παραμικρή έκπληξη με την αήθη συμπεριφορά ενός νεανία, προϊόν του μιντιακού κατεστημένου της χώρας, ο οποίος με μία χυδαία και πρόστυχη αναφορά «τσουβάλιασε» κυριολεκτικά έναν πολιτικό, τον Άδωνι Γεωργιάδη, και έναν δημοσιογράφο, τον Άρη Πορτοσάλτε. Η διευκρινιστική δήλωση που έκανε εκ των υστέρων ο αυθάδης νεανίας μάλλον έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα.

Γνωρίζω πολύ καλά τον αντίλογο: η τέχνη δεν γνωρίζει όρια. Το ίδιο ισχύει και για τη σάτιρα. Εννοείται πως πρόκειται για βασικές αξίες μίας ανοιχτής κοινωνίας. Δεν αντιλέγω και υπερθεματίζω ασμένως.

Υπάρχει, όμως, ένα μεγάλο α λ λ ά. Πριν μιλήσουμε για τα όρια στην τέχνη καθεαυτή ως ανθρώπινη δραστηριότητα, καλό θα ήταν να ορίσουμε τι είναι και τι δεν είναι τέχνη. Μεγάλη κουβέντα θα μου αντιτείνει ο φιλότιμος αναγνώστης και θα έχει δίκιο, πολλώ δε μάλλον αν πρόκειται να την κάνεις έχοντας ως συνομιλητή κάποιον που θεωρεί ότι η πρόκληση για την πρόκληση είναι έργο τέχνης.

Χωρίς να υποκύψουμε στον πειρασμό της χρησιμοθηρικής πρόσληψης της τέχνης και των ανθρώπινων δημιουργιών, ίσως θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε την παιδευτική διάσταση της τέχνης, ως εργαλείο για την αισθητική και ηθική αγωγή του ανθρώπου, στην προσπάθειά του να κατανοήσει την αλήθεια και να κατακτήσει, στον βαθμό που είναι δυνατό, την αρετή.

Όλα τα παραπάνω είναι ψιλά γράμματα για εκείνους που νομίζουν πως κάνουν τέχνη, υποκύπτοντας στις ανθρωποφαγικές διαθέσεις του κοινού, το οποίο ως γνωστόν αλλάζει αβασάνιστα τα γούστα του κι έτσι από τον κολοφώνα της δόξας πολλοί, βρίσκονται στα Τάρταρα με τα αζήτητα.

Βεβαίως και η τέχνη δεν πρέπει να έχει όρια, ιδίως με έξωθεν παρεμβάσεις. Κανένας αντίλογος. Το ερώτημα είναι αν γνωρίζουν προσωπικά όρια οι ίδιοι οι δημιουργοί, έχοντας προηγουμένως σφυρηλατήσει μια στέρεα ηθικά υπόσταση, η οποία θα τους καθοδηγεί στο βίο και στο έργο τους.

Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, πολλοί εκπρόσωποι του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού στη χώρα μας, συντασσόμενοι πολλές φορές με τον αδηφάγο όχλο, απώλεσαν την έξωθεν καλή μαρτυρία και, σίγουρα, δεν θα τους συμπεριλάβει η ιστορία στις χρυσές της σελίδες. Μπορεί τα τραγούδια τους να συνεχίσουν να ζουν, οι ίδιοι, όμως, θα περιπέσουν στην αφάνεια, ακριβώς γιατί περάν των στίχων και της μουσικής, δεν κατάφεραν να συζητήσουν με την εποχή, με την κοινωνία και με την ιστορία.

Αυτό, βέβαια, είναι προνόμιο λίγων, εκείνων που πηγαίνουν πολλές φορές κόντρα στο ρεύμα, επιμένοντας, κατά κύριο λόγο, πως ακόμη και στη διασκέδαση υπάρχει χώρος για την παιδευτική λειτουργία της τέχνης, πράγμα που σε βοηθά να αποφεύγεις τη διολίσθηση στην ευτέλεια και τη χυδαιότητα. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα συνέπειας και ήθους που αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου. Και τα γνωρίζουμε όλοι.