Στον Τύπο, τις κατατάσσουμε στα λεγόμενα «ψιλά», στις μικρές ειδήσεις που μπαίνουν στις μέσα σελίδες, κυρίως στις αριστερές, κάτω - κάτω ή σε κάποια πλαϊνή στήλη, ομαδικά.
Από επαγγελματική διαστροφή τις διαβάζω όλες και πολλές φορές ανακαλύπτω, σαν άλλος Κοντορεβυθούλης τα σπαράγματα μιας μεγαλύτερης εικόνας, είτε αυτή έχει διαμορφωθεί, είτε βρίσκεται υπό διαμόρφωση.
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε εντόπισα δύο τέτοιες ειδήσεις. Η πρώτη αφορούσε τη δήλωση της Εισαγγελίας Βρυξελλών, η οποία επικαλούμενη την υποστελέχωση και τον μειωμένο προϋπολογισμό, δήλωσε πως ο φάκελος του τζιχαντιστή μακελάρη που σκότωσε Σουηδούς τουρίστες την προηγούμενη εβδομάδα είχε χαθεί. Η δεύτερη από το δικό μας αστυνομικό δελτίο, σύμφωνα με το οποίο τα όργανα της τάξης συνέλαβαν μία 30χρονη ημεδαπή και έναν 17χρονο αλλοδαπό να κουβαλούν σε σάκο στο κέντρο της πρωτεύουσας ένα αυτόματο καλάσνικοφ με 3 γεμιστήρες και 140 σφαίρες.
Και η πρώτη και η δεύτερη είδηση, είναι πηγές ανησυχίας. Με δεδομένο πως ζούμε στην εποχή της άμυνας του δυτικού πολιτισμού, ευλόγως εγείρονται ερωτηματικά σχετικά με την ετοιμότητα, την αποτελεσματικότητα και τη διορατικότητα των υπηρεσιών εκείνων που έχουν επιφορτιστεί με το βαρύ καθήκον της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας ως κοινωνικό αγαθό.
Δεν το κρύβω πως είμαι ανάμεσα σε εκείνους, οι οποίοι εκφράζουν ανησυχίες αναφορικά με την «ανοχύρωτη πόλη», δηλαδή με την ικανότητα της σύγχρονης, δυτικής κοινωνίας - και πολύ περισσότερο της ελληνικής - να αμυνθεί έναντι των πολλαπλών κινδύνων που αναδύθηκαν τα τελευταία χρόνια, είτε πρόκειται για την κλιματική κρίση και το ασταθές, διεθνές, οικονομικό περιβάλλον, είτε πρόκειται για κινδύνους παράγωγα των γεωπολιτικών δυναμικών που αναπτύσσονται λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή.
Αντιλαμβάνομαι πως η ελληνική κοινωνία, πέρασε σχεδόν μισό αιώνα σε μία κατάσταση κρατικά εγγυημένης αμεριμνησίας και σπατάλης πολύτιμων πόρων, μα ήλπιζα πως η παραλίγο χρεοκοπία της χώρας το 2010 θα συνέβαλε στην αλλαγή νοοτροπίας των κυβερνώντων και των πολιτών.
Πόσο έτοιμη, φερ’ ειπείν είναι η ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσει μια πιθανή αύξηση των επιτοκίων που θα συμπαρασύρει τις δόσεις των δανείων, τις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων; Η επιδοματική πολιτική, έτσι κι αλλιώς, έχει πεπερασμένα όρια.
Είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσει τρομοκρατικές ενέργειες στην επικράτεια, κάτι ανάλογο με εκείνες των δεκαετιών του ’70 και του ’80 του 20ού αιώνα;
Θα μπορέσει το ελληνικό κράτος να διαχειριστεί την κολοσσιαία αύξηση των λεγόμενων μεταναστευτικών ροών και τη συσσώρευση εντός της επικράτειας μεγάλου αριθμού νεαρών αντρών από μουσουλμανικές χώρες σε μία τόσο εύθραυστη και επικίνδυνη περίοδο;
Θα καταφέρει να δημιουργήσει μηχανισμούς ταχείας και αποτελεσματικής αντίδρασης στις μεγάλες φυσικές καταστροφές; Θα μπορέσει να κατασκευάσει και να θέσει σε λειτουργία τις αντίστοιχες υποδομές;
Τα ερωτήματα αυτά, καθώς και πολλά άλλα, απουσιάζουν από τον δημόσιο διάλογο. Κόμματα και πολίτες αρκούνται στην κατανάλωση εύπεπτων «ειδήσεων» για το παρελθόν ενός πολιτικού αρχηγού, ο οποίος έπαψε πια να απασχολεί τους πολίτες που μόνο διασκεδάζουν με τα καμώματά του;
Αντίστοιχα, βλέπουμε πως και σε άλλες χώρες της Δύσης και κυρίως στην Ε.Ε. παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, υπάρχουν δυσλειτουργίες και προβλήματα που καθιστούν τη γηραιά ήπειρο ευάλωτη σε διαφόρους κινδύνους οι οποίοι προέρχονται είτε από τη Ρωσία, είτε από τον ισλαμοφασισμό. Αμφότερες οι δυο αυτές δυνάμεις του κακού, έχουν στοχοποιήσει τη Δύση και προσπαθούν με κάθε τρόπο να υπονομεύσουν την κοινωνική, οικονομική και πολιτική της σταθερότητα.
Οι καιροί άλλαξαν. Πράγματα που βλέπαμε σε ταινίες και διαβάζαμε σε βιβλία και τα θεωρούσαμε ακραία, για να μην πω απραγματοποίητα σενάρια, συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας. Ωστόσο, των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν. Και γι’ αυτό, μοιραία, αργά ή γρήγορα, θα κληθούμε να καταβάλουμε το ανάλογο κόστος. Στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα.