Χθες ήταν η επέτειος της εισβολής των σοβιετικών στρατευμάτων στην πρώην Τσεχοσλοβακία το 1968 και του τέλους της «Άνοιξης της Πράγας», γεγονότα που προκάλεσαν το πρώτο, μεγάλο ρήγμα στο αφήγημα της κομμουνιστικής εσχατολογίας.
Θα περίμενε κανείς, από αυτούς οι οποίοι αυτοσυστήνονται ως διάδοχοι της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς να βγάλουν κάποια ανακοίνωση, να πουν δυο λόγια για τη σημασία αυτών των κοσμοϊστορικών γεγονότων, να καταθέσουν μια δική τους ερμηνεία και, γιατί όχι, να δώσουν και τη δική τους προοπτική. Έτσι κι αλλιώς, «ο άλλος κόσμος που είναι εφικτός» προβάλλεται ταυτισμένος με τον επιθετικό προσδιορισμό «σοσιαλιστικός», άσχετα αν η λέξη έχει χάσει κάθε της νόημα εδώ και δεκαετίες.
Αντ’ αυτού, εκείνο που είδαμε ήταν ένα «Κοντσέρτο πληκτρολογίων για ορειβατικά άρβυλα και σύκα», η οποία αποτέλεσε και το αποκορύφωμα της αντιπολιτευτικής δραστηριότητας στους αχανείς διαστημικούς δρόμους και στις πολυσύχναστες λεωφόρους του διαδικτύου.
Θα μου πείτε: αυτή η στάνη, αυτό το γάλα βγάζει. Η έναρξη της συναυλίας δόθηκε από «βουλεύτρια» προβεβηκυίας ηλικίας, η οποία πιθανόν πάνω στην κορύφωση της αντιπολιτευτικής εκ του συστάδην μάχη, ξέχασε να φορέσει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, με αποτέλεσμα αντί να εκλάβει τη σχέση φωτός και σκιάς, σύμφωνα με τους νόμους της οπτικής Φυσικής, θεώρησε πως ένα ζευγάρι ορειβατικά μποτάκια, είναι ένα μεγάλο ηθικό παράπτωμα, με αποτέλεσμα, χρησιμοποιώντας μεγάλη δόση υποδόριας ειρωνείας, να κατακεραυνώσει τον ένοχο που έτυχε να είναι και ο πρωθυπουργός της χώρας, κουνώντας απειλητικά την μπαγκέτα της διευθύντριας ορχήστρας των τρολ, ως θηλυκός, αριστερός Χάρι Πότερ που μάχεται με τις δυνάμεις του Κακού.
Το δεύτερο μέρος του «Κοντσέρτου», ήταν αφιερωμένο στο λαχταριστό φρούτο του καλοκαιριού, τα σύκα. Ως πρώτο συστατικό της παράγωγης λέξης «συκοφάντης», έχει παιδέψει πολύ τους γλωσσολόγους και τους ερευνητές, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν τη σχέση αίτιου - αιτιατού για το σχηματισμό αυτής της λέξης, η οποία χρησιμοποιείται τόσο ευρέως στην εποχή. Από μια πρόχειρη αναζήτηση που έκανα, βρήκα τουλάχιστον δέκα διαφορετικές ερμηνείες και υποθέσεις, αλλά μετά βαρέθηκα και παράτησα αυτό το απαιτητικό έργο. Είχε και υψηλές θερμοκρασίες, οι οποίες, ως γνωστόν, δεν ενδείκνυνται για σοβαρές πνευματικές ενασχολήσεις. Προτίμησα μια πιο γήινη και θνητή απόλαυση, εκείνη του κλιματιστικού.
Ωστόσο, η δύναμη των εγχόρδων - συγγνώμη πληκτρολογίων - τον πάθος με το οποίο εκτελούσαν - κυριολεκτικά - την παρτιτούρα οι «μουσικοί» και η στα όρια της μεταφυσικής εμπειρία, διεύθυνση, οδήγησαν σε ένα ξέφρενο κρεσέντο αντιπολιτευτικής υστερίας. Κάπως έτσι πέφτουν οι Βαστίλες και τα άλλα προπύργια της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Το μόνο πρόβλημα και πάλι, ήταν οι λανθασμένες «νότες», τις οποίες ένα ύπουλο χέρι σημείωσε στην παρτιτούρα και αφορούσε τις τιμές των σύκων πότε στη λαϊκή αγορά, πότε στα σούπερ μάρκετ και πότε στην πόρτα του κτήματος του καλλιεργητή, με αποτέλεσμα να μπερδεύονται οι εκτελεστές του μουσικού opus και να προκύπτει ένας θόρυβος αντί μουσικής, για να θυμηθούμε και τον τίτλο του άρθρου με το οποίο ξεκίνησε πριν πολλές δεκαετίες η δημόσια διαπόμπευση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Η ένθετη μουσική νουβέλα, με τίτλο «Λατζιμάς», άντλησε την έμπνευσή της από τις διαφημίσεις του φημισμένου ελαιόλαδου, μα κι εδώ κάποιος σατανάς, μπέρδεψε τις τιμές από μία εβδομάδα προσφορών πριν από δύο χρόνια, με τις σημερινές. Συμβαίνουν αυτά, όταν αντί να ψωνίζεις αυτοπροσώπως, επιλέγεις τις on line αγορές. Ανθρώπινο, κατανοητό. Ας μη ξεχνάμε και τη δολιότητα των πωλητών να γράφουν με μικρά γράμματα τις τιμές, για να παγιδεύουν τους καταναλωτές, οι οποίοι με πόνο καρδιάς αντιλαμβάνονται το λάθος τους μπροστά στο ταμείο. Όπως, όμως, έλεγαν και παλιά: ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά το πέρας από το ταμείο. Ας πρόσεχαν.
Χωρίς να διαθέτω ειδικές περί τη μουσική γνώσεις, παρά μόνο ως ακροατής και μάλιστα με ειδικά γούστα, όταν καταπιάστηκα να γράψω το σημερινό σημείωμα, σκέφτηκα μήπως έκανα λάθος επιλογές επαγγελματικού προσανατολισμού.
Οι αμφιβολίες με βασάνισαν λίγα λεπτά, αλλά μετά συνήλθα και κατάλαβα είναι πια αργά να αλλάξω επαγγελματική πορεία και πως η μουσικοκριτική θα περάσει σίγουρα καλύτερα χωρίς εμένα.