Στην κουζίνα και στην πολιτική, αν δεν σπάσεις αυγά, ομελέτα δεν τρως. Εκείνοι που θεωρούν πως με μαγικά κόλπα στο τέλος θα εμφανιστεί στο πιάτο η τερψιλαρύγγια απόλαυση ή πως θα λυθούν τα προβλήματα μεταφυσικώ τω τρόπω, είτε μένουν νηστικοί, είτε παρασύρονται από τη δίνη των γεγονότων.
Εξάλλου, αν κάτι μαθαίνουν οι νεοσσοί στην πολιτική, είναι η δύναμη του παραδείγματος. Το αν θα το εφαρμόσουν ή όχι, είναι πάντα θέμα βούλησης και ηθικής σκευής.
Το πρόσφατο παράδειγμα της υπουργού Πολιτισμού, η οποία ανακάλεσε την απόφαση παραχώρησης για τη χρήση ενός νεοκλασικού κτιρίου στο Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων (ο οποίος, όμως, δέχεται ως μέλη του μόνο του μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού και όχι τους υπόλοιπους), με την αιτιολογία ότι η χρήση του κτιρίου δεν ήταν συμβατή με τους όρους της παραχώρησης, προκάλεσε, αφενός ένα «κύμα υποστήριξης» διαφόρων προς ένα από τα μεταπολιτευτικά τοτέμ και, αφετέρου, έθεσε στο δημόσιο διάλογο αυτό ακριβώς που έλλειπε: τη συζήτηση περί παραδείγματος.
Μία από τις βασικές παθογένειες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, είναι το πυκνό πλέγμα διαπλοκής με διάφορα μικροσυμφέροντα. Τα μεγάλα συμφέροντα εύκολα καταγγέλλονται και αναδεικνύονται από τον Τύπο, τον οποίο τόσο πολύ λατρεύουν να μισούν όλοι. Το πρόβλημα είναι τα μικρά, διαπλεκόμενα συμφέροντα, τα οποία σχηματίζουν ένα αόρατο ιστό εξουσιαστικών σχέσεων. Μέσω αυτών αναδεικνύονται μηδενικά και αναγορεύονται σε παράγοντες διαφόρων πεδίων της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Επιβάλλονται πρόσωπα και συμπεριφορές, καθιερώνονται «κανόνες» και αποσυνάγωγοι, προωθούνται ιερατεία και παραδίδονται στο ανάθεμα οι μη αρεστοί.
Η κυρία Μενδώνη, έπραξε το αυτονόητο, εφαρμόζοντας τον νόμο, αγνοώντας τις υστερικές κραυγές, τις υποκριτικές δηλώσεις «συμπαράστασης» διαφόρων, την «οργή» συνδικαλιστών και τις ειρωνείες των κολαούζων τους.
Κοντολογίς, έδωσε ένα άλλο παράδειγμα άσκησης πολιτικής, η οποία δεν σταματάει μπροστά στον μπαμπούλα του «πολιτικού κόστους», τον οποίο κραδαίνουν όλοι εκείνοι που θεωρούν ως «πρόοδο» την στασιμότητα και την αποτελμάτωση.
Το παράδειγμα αυτό έχει πολλές πλευρές.
Πρώτη είναι η ηθική πλευρά, δηλαδή η τήρηση του νόμου. Βέβαια, βρέθηκαν ορισμένοι, οι οποίοι μίλησαν για «άσκηση επιβολής». Το ερώτημα είναι: από πότε η εφαρμογή του νόμου είναι κάτι κατακριτέο; Απορία ψάλτου, βηξ, που έλεγαν και οι παλιοί.
Δεύτερη, είναι η πολιτική πλευρά, δηλαδή η άσκηση των αρμοδιοτήτων προς όφελος του συνόλου και η τήρηση της νομιμότητας.
Τρίτη, η παιδευτική πλευρά, δηλαδή η εκπαίδευση των πολιτών, ώστε η συμπεριφορά τους, ατομική ή συλλογική, να συνάδει με τους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης.
Υπ’ αυτή την έννοια, το παράδειγμα της Μενδώνη, θα πρέπει να προβληματίσει την κυβέρνηση, αλλά και την αντιπολίτευση. Την κυβέρνηση γιατί θα πρέπει να κατανοήσει πως η πολιτική του κατευνασμού ή της ανοχής, δεν εγκρίνεται από την πλειονότητα των πολιτών, οι οποίοι βλέπουν διάφορα άντρα, άβατα και γκέτο να διασαλεύουν την καθημερινότητά τους∙ την αντιπολίτευση γιατί θα πρέπει κι αυτή κάποια στιγμή να καταλάβει πως η εποχή υποστήριξης κάθε παλαβού αιτήματος, κάθε αντικοινωνικής συμπεριφοράς εν ονόματι κάποιου «αντισυστημισμού», έχει κουράσει τους ανθρώπους και πως αυτός είναι ο κύριος λόγος που την αποστρέφονται.
Ας επανέλθουμε στο θέμα μας. Είμαι σίγουρος πως ο σύλλογος των δημοσίων υπαλλήλων αρχαιολόγων, αξιοποιώντας τις συνδρομές των μελών του, αλλά και την εμπειρία που απέκτησε υπενοικιάζοντας το χώρο που τους είχε παραχωρηθεί δωρεάν από το κράτος για τη διοργάνωση γάμων, γενεθλίων, βαπτίσεων, πάρτι, αγορών κ.λπ. θα βρει τους πόρους για να νοικιάσει ένα κατάλληλο κτίριο και να συνεχίσει τις δραστηριότητές του. Και έτσι το θέμα να λήξει, χωρίς υψιπετείς δηλώσεις περί «λογοκρισίας», ιδιαίτερα όταν ακούγονται από εκείνους που έχουν διακριθεί στην άσκηση αυτής, στοχοποιώντας κάθε ένα που έχει διαφορετική γνώμη, αισθητική πρόταση, πολιτικές απόψεις ή θρησκευτική πίστη.
Όσο για το παράδειγμα που στάθηκε η αφορμή για το σημερινό σημείωμα, θα δούμε εν καιρώ αν θα βρει μιμητές. Μέχρι τότε υπομονή.