Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ή να υποτιμήσει τον ρόλο του γελωτοποιού της αυλής κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στη Δύση. Το ίδιο ισχύει για τους Δια Χριστόν Σαλούς τόσο στο Βυζάντιο, όταν στηλίτευαν την εκκλησιαστική ιστορία, όσο και στη Ρωσία, όταν στηλίτευαν την κοσμική εξουσία, αμφότεροι με ιδιαίτερα καυστικό, μα αυστηρό τρόπο.
Η σάτιρα ως άσκηση πολιτικής κριτικής, έχει βαθιές ρίζες στους αιώνες του ανθρώπινου πολιτισμού και φτάνει μέχρι την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας και τον πατέρα της, τον Αριστοφάνη.
Στη δική μας εποχή, ωστόσο, βλέπουμε τις προσπάθειες ορισμένων με πλάκα γυμνασιακής ηλικίας, πλασαρισμένη ως σάτιρα στους μεταμεσονύχτιους τηλεοπτικούς δέκτες, να μετατραπούν σε ταγούς της κοινωνίας, αλλά και τελευταία, στους κύκλους εκείνους της λεγόμενης διανόησης που διακρίνονται για την προπέτειά τους.
Το φαινόμενο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά την περίοδο του «αντιμνημονιακού αγώνα την αξιοπρέπεια», όταν τέτοιοι «διασκεδαστές» ανέλαβαν τον ρόλο του ιδεολογικού καθοδηγητή του χύδην τηλεοπτικού κοινού που διψούσε για αίμα στο πολιτικό Κολοσσαίο. Καβάλησαν το κύμα της «αγανάκτησης» εκφυλίστηκαν και ξεφτιλίστηκαν στο πανελλήνιο και εξαφανίστηκαν, αφού πρώτα εισέπραξαν την περιφρόνηση ακόμη κι εκείνων που τους χρησιμοποίησαν για να ανέλθουν στην εξουσία.
Τι απέμεινε;
Απέμεινε η σχολή της χυδαιότητας και της αλαζονείας, η οποία υιοθετήθηκε αυθωρεί και παραχρήμα από ένα τσούρμο αγράμματων και εμπαθών, οι οποίοι είτε τα πρωινά είτε τα μεσημεριανά της εθνικής τηλοψίας, ασχολούνται πότε με το αβυσσαλέο ντεκολτέ μιας αοιδού και τη σχέση του με την απόδοση των φωνητικών της χορδών, πότε με τα κερατώματα κάποιου παίκτη reality, πότε με το μέγεθος του στηθόδεσμου εφήμερης περσόνας που διαπρέπει στα νυχτομάγαζα των επαρχιακών οδών.
Φτηνό τηλεοπτικό προϊόν, το οποίο γεμίζει το πρόγραμμα, αλλά και τις τσέπες των ιδιοκτητών των τηλεοπτικών καναλιών. Όσο πιο χυδαίο το περιεχόμενο, τόσο περισσότεροι οι θεατές, τόσο μεγαλύτερα τα κέρδη από τις διαφημίσεις. Διαγωνισμός χυδαιότητας και ευτέλειας.
Όλο αυτό το τσούρμο τηλεοπτικών σχολιαστών, γνωστών ως πανελίστες και πανελίστριες, άξαφνα μεταμορφώθηκε σε αρχιερείς και ηγερίες της «κάθαρσης του παλιού και διεφθαρμένου». Ξαφνικά, σε χρόνο dt απέκτησαν γνώσεις βαθιές σε ζητήματα, τις οποίες άλλες αποκτούν σε δεκαετίες σκληρής μελέτης και δουλειάς. Σήκωσαν τον τηλεοπτικό τους δείκτη για να καυτηριάσουν τα κακώς κείμενα, σε κακά ελληνικά και με το μάτι θολό από την προσπάθεια να δουν τους πίνακες της τηλεθέασης, ώστε στον πρωινό τους καφέ να αλληλοσυγχαίρονται για την επιτυχία.
Παράγωγο μιας τηλεοπτικής νοοτροπίας που διαμορφώθηκε στα χρόνια της λεγόμενης ελεύθερης τηλεόρασης, επιστρατεύει κάθε φορά που η κοινωνία παρακολουθεί παγωμένη κάποια καταστροφή, ότι ευτελέστερο έχει να δείξει το ανθρώπινο γένος. Καραδοκεί έξω από τα σπίτια χαροκαμένων ανθρώπων, παρουσιάζει δηλώσεις άσχετων, οι οποίοι το μόνο που λένε συνήθως είναι «δεν είχε δώσει δικαιώματα», σχολιάζουν με απρέπεια και έλλειψη σεβασμού τραγικά γεγονότα και πρόσωπα. Ίζημα που μπαίνει στα σπίτια των ανθρώπων μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες.
Αναπόσπαστο κομμάτι της «απολιτικής» στάσης, οι εν λόγω, υπονομεύουν το δημόσιο διάλογο με τις υποκριτικές τους κραυγές και τους τεχνητούς αναστεναγμούς αγανάκτησης. Είναι, όμως, η εμπροσθοφυλακή και το εκκολαπτήριο επικίνδυνων για την κοινωνία και το δημόσιο βίο ιδεολογιών και στάσεων που αντιστρατεύονται τις αξίες μιας ανοιχτής κοινωνίας και επιθυμούν τη μονοτονία και την ομοιομορφία της φτήνιας, ιδίως όταν φοράει «δημιουργήματα» υψηλής ραπτικής και ψηλοτάκουνες γόβες, υποστηρίζοντας τους «στιβαρούς» ηγέτες.
Αποθρασυνόμενοι, μετράνε το μπόι τους από τη σκιά τους και νομίζουν πως θα κατακτήσουν μία θέση στο πάνθεον των ηρώων της ενημέρωσης, χωρίς καν να βγουν από το τηλεοπτικό στούντιο. Εκ του μακρόθεν «πολεμούν» το σύστημα, όντας οι ίδιοι δουλικοί υπηρέτες του, ζώντας με την αγωνία των μετρήσεων της τηλεοπτικής ευτέλειας. Γνωρίζουν πως έχουν ημερομηνία λήξεως, όπως οι κονσέρβες, ξέρουν πως θα καταναλωθούν από το αδηφάγο τηλεοπτικό κοινό που ολοένα διψάει για νέα πρόσωπα.
Αντί να μείνουν σ’ αυτά που ξέρουν, θέλουν να γίνουν κάτι άλλο από αυτό που είναι. Δεν έχουν ούτε τα προσόντα, ούτε το ήθος. Εκπροσωπούν ένα κόσμο γεμάτο φανταχτερά ψεύδη, φτήνια και τοξικότητα. Αναρωτιέται κανείς πού βρίσκουν όλη αυτή την αυθάδεια να παρουσιάζονται ως τιμητές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, εκείνοι που ξεκίνησαν ως διασκεδαστές παιδιών σε κατασκηνώσεις για να καταλήξουν μεταμεσονύχτιοι συνδαιτυμόνες ανθρώπων που εξέθεταν τις συντρόφους τους στο διαδίκτυο.
Δικαίως ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αγανάκτησε με τη σκύλευση των αδικοχαμένων νεκρών και την άγρια εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου, από ανθρώπους που έκαναν καριέρα με φτηνά βίντεο μονταρισμένα κατά το δοκούν του άθλιου χιούμορ τους.
Η μεγαλύτερη τιμωρία όλων αυτών που από το πρωί μέχρι το βράδυ βυσσοδομούν στις τηλεοπτικές εικόνες, είναι η βαθιά περιφρόνηση του θεατή, του πολίτη. Η απαξία που εκπέμπουν, ίσως θα έπρεπε να προβληματίσει και τις εταιρείες που διαφημίζονται στις εκπομπές τους, αν θέλουν να είναι σύμφωνες με τις διακηρύξεις τους περί χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης. Ο πολίτης - καταναλωτής, έχει μνήμη και θυμάται.
Υ.Γ. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι δεκάρικοι λόγοι τέτοιων «παρουσιαστών» αγκαλιάστηκαν ασμένως από εκείνους, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια μας βομβάρδιζαν για το «ηθικό τους πλεονέκτημα». Όμοιως ομοίω αεί πελάζει.