Υπνοβάτες ενός φαντασιακού κόσμου

Κοιτάζω τα πρόσωπά τους στις φωτογραφίες που δημοσιεύονται στον Τύπο. Σφιγμένα πρόσωπα, τεντωμένα λαρύγγια, το κλασικό στειλιάρι στον ώμο, απ’ όπου κρέμεται μια υποψία κόκκινης σημαίας, ακριβά αθλητικά παπούτσια και γενικά, περιβολή και εξοπλισμός για οδομαχίες σε αστικά κέντρα. Περπατούν φωνάζοντας ρυθμικά και μηχανικά ό,τι λέει η ντουντούκα του καθοδηγητή (οι παλαιότεροι θα θυμούνται το σύνθημα: μία η ντουντούκα, τέσσερις εμείς), θεωρώντας πως εκπληρώνουν το επαναστατικό τους καθήκον και ταυτόχρονα σώζουν την ανθρωπότητα.

«Το κίνημα δεν εφησυχάζει ποτέ», λένε πολλοί, ακόμη και κατακτήσει κάποιους από τους στόχους, είναι σίγουρο πως η καθοδήγηση θα βρει άλλους, προκειμένου να κρατάει σε επαγρύπνηση τους μαχητές – επαναστάτες, αλλά και να τους βοηθήσει να απαλλαγούν από το περίσσευμα της ενέργειας που κυριαρχεί στα νεανικά τους κορμιά. 

Αυτές τις ημέρες, διαβάζω συνέχεια «για πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια» κατά της πρόθεσης της κυβέρνησης για θεσμοθετήσει την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων σε συνεργασία με διάφορα ιδρύματα του εξωτερικού. Δεν θέλω να μπω στην ουσία της πρότασης σήμερα, αν και είναι πρόδηλο πως η συζήτηση αυτή θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τόσο το πολιτικό σύστημα, όσο και την κοινωνία. Είμαι σίγουρος πως αν γίνει μια ουσιαστική και σε βάθος συζήτηση, η πρόταση αυτή μπορεί να αποδειχτεί επωφελής για τη χώρα. 

Εκείνο που με κάνει να απορώ, όμως, είναι η ευκολία με την οποία ορισμένοι λένε «όχι» διαρκώς, ακόμη για τα πιο ετερόκλητα και αντιφατικά μεταξύ τους πράγματα. Η ευκολία με την οποία σηκώνουν μπαϊράκι και υψώνουν τα λάβαρα μιας φαντασιακής εξέγερσης, την οποία αγνοεί επιδεικτικά η υπόλοιπη κοινωνία. 

Επαγγελματίες αρνητές, ιδανικοί υπονομευτές κάθε προσπάθειας εκσυγχρονισμού, ιεροφάντες της οπισθοδρόμησης, προσπαθούν με κάθε ευκαιρία να διαταράξουν την κοινωνική συμβίωση, κάνοντας την παρουσία τους αισθητή για χάρη μερικών ολιγόλεπτων τηλεοπτικών πλάνων στα αντίστοιχα δελτία ειδήσεων. 

Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από την ενανθρώπιση των δεσμών και των δεινών μίας ιδεολογίας, η οποία μπορεί να καταδικάστηκε από την ανθρωπότητα, ωστόσο ευδοκιμεί σε τούτη εδώ τη γωνιά της βαλκανικής χερσονήσου, ως ένα ιδιότυπο, πολιτικό Jurassic park. 

Είναι μάλιστα τέτοια η έπαρση τους που θεωρούν πως όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι τίποτα άλλο από κατάλοιπα ενός κόσμου που στο μυαλό τους έχει πεθάνει, ενώ οι ίδιοι είναι οι αρχάγγελοι ενός κόσμου που έρχεται, άσχετα από το γεγονός ότι όπου κατάφερε πρόσκαιρα να πάρει την εξουσία δεν έφερε τίποτα άλλο από δεινά, δυστυχία και ανθρωπιστικές καταστροφές. 

Φασαρία μπορεί να κάνουν, να ταλαιπωρούν με τις «κινητοποιήσεις» τους εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, να προβαίνουν σε οργισμένες δηλώσεις μπροστά στις τηλεοπτικές κάμαρες, στην ουσία όμως, γνωρίζουν πολύ καλά πως όλα αυτά είμαι χαρακτηριστικά του ρόλου που έχουν αναλάβει να παίξουν. 

Δεν τους ενδιαφέρει η διαπάλη των ιδεών, γιατί γνωρίζουν πως οι δικές τους έχουν χρεοκοπήσει. Δείχνουν, ωστόσο, αυξημένο ενδιαφέρον για την κρατική επιχορήγηση, χωρίς, παρόλα αυτά, να επιτρέπουν έλεγχο στα οικονομικά τους, παραβιάζοντας κατάφορα την ισχύουσα νομοθεσία. 

Η επιμονή στο «όχι σε όλα» ως βασική πολιτική γραμμή, είναι και η απόδειξη της χρεοκοπημένης ιδεολογίας, οι οπαδοί της οποίας προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον 21ο αιώνα με εργαλεία του 19ου. Συνάμα, η περιχαράκωση σε ένα φαντασιακό, περίκλειστο κόσμο, η συμβίωση με τα φαντάσματα του παρελθόντος, η αγωνία να πλασαριστούν στην πολιτική αγορά ως οι μοναδικοί, αυθεντικοί, διάδοχοι και συνεχιστές των πιο μαύρων σελίδων της νεότερης πολιτικής ιστορίας, καθορίζει και τα όρια της πραγματικής (όχι της δημοσκοπικής, ούτε της εκλογικής) επιρροής που ασκούν στην ελληνική κοινωνία. Μπορεί να την ταλαιπωρούν με τις «κινητοποιήσεις» τους, επ’ ουδενί, όμως, δεν μπορούν όχι να καθορίσουν την εξέλιξη, μα ούτε καν να υπαγορεύσουν κάτι αξιόπιστο για τον δημόσιο διάλογο. 

Το «κίνημα» θα συνεχίσει να ψάχνει αφορμές, σκοπούς και στόχους, γιατί πρόκειται για υπαρξιακό ζήτημα για το ίδιο. Αντί να κάτσει και να σκεφτεί τι θετικό έχει να προτείνει στην κοινωνία, μηρυκάζει θεωρίες και συνθήματα περασμένων δεκαετιών και αιώνων. 

Έτσι, σιγά – σιγά θα αποξενώνεται ολοένα και πιο πολύ από την υπόλοιπη κοινωνία, η οποία θα το αντιμετωπίζει αρχικά ως κάτι το εξωτικό, μα στην πραγματικότητα πολύ μακρινό από την ίδια και τα προβλήματά της.