Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Από την έναρξη της θητείας του, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προσπαθεί να επιτύχει τρεις μεταξύ τους ασυμβίβαστους στόχους: Τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, τη μαζική προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και μια σχετικά χαμηλή ισοτιμία του δολαρίου που θα εξασφαλίζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών εξαγωγών.
Γιατί, όμως, αυτοί οι τρεις στόχοι είναι ανέφικτο να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα; Πρώτον, γιατί η οικονομική θεωρία μας υποδεικνύει ότι οι χώρες που καταφέρνουν να μειώσουν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους, τείνουν να παρατηρούν την ανατίμηση του εθνικού τους νομίσματος. Δεύτερον, γιατί οι χώρες που προσελκύουν ξένα επενδυτικά κεφάλαια, επίσης γνωρίζουν ανατίμηση στο εθνικό τους νόμισμα. Τρίτον, γιατί η υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος προκαλεί συνήθως εκροές επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά και ταυτόχρονα ασκεί αυξητικές πιέσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ιδιαίτερα αν οι εισαγωγές προϊόντων της χώρας είναι υψηλότερες από τις εξαγωγές της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ΗΠΑ.
Ο Πρόεδρος Τραμπ στην προσπάθειά του να δώσει λύση σ' ένα δομικό πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας, όπως είναι αυτό του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επιχειρεί να διαμορφώσει μια χαμηλή ισοτιμία του δολαρίου έναντι του γουαν ώστε να καταστήσει πιο ακριβές τις αμερικανικές εισαγωγές από την Κίνα (οι οποίες αντιπροσωπεύουν μόνο το 20% των συνολικών κινεζικών εξαγωγών). Για να το επιτύχει αυτό, πίεσε και κατάφερε να πείσει την Fed όχι μόνο να μην αυξήσει το βασικό επιτόκιο, αλλά και να το μειώσει κατά 0,25% για πρώτη φορά μετά το 2008. Η Κίνα απάντησε στην κίνηση αυτή αφήνοντας το γουάν να υποτιμηθεί περαιτέρω έναντι του δολαρίου.
Οι συγκεκριμένες εξελίξεις αναγκάζουν την ΕΚΤ να λάβει μέρος στον νομισματικό «πόλεμο», υπό τον φόβο της ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου που θα προκαλούσε τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων. Ήδη υπήρξαν δηλώσεις για επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης και μείωση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη, σε μια περίοδο όπου οι κακές ειδήσεις στην Γηραιά Ήπειρο συσσωρεύονται ραγδαία (χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σ' ολόκληρη την Ευρωζώνη και ιδιαίτερα στη Γερμανία, δυσμενής επίδραση προστατευτικών μέτρων από τις ΗΠΑ, πολιτική αστάθεια στην Ιταλία, αβεβαιότητα που προκαλείται από το ζήτημα του Brexit, καθυστερήσεις στην επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων στον ευρωπαϊκό Νότο).
Η εφαρμογή της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, αν και αύξησε τη ρευστότητα στην αγορά των ομολόγων και στήριξε τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα κατά την περίοδο της κρίσης, αποτελεί ένα φάρμακο τόσο αποτελεσματικό, όσο είναι η ασπιρίνη για τον καρκίνο. Στο βαθμό που η ρευστότητα που δημιουργεί δεν διοχετεύεται μέσω των τραπεζών στην πραγματική οικονομία ώστε να μετατραπεί σε επενδύσεις, σε αύξηση της παραγωγής και σε νέες θέσεις εργασίας, αποτελεί απλώς ένα μέσο αναβολής της επίλυσης των δομικών οικονομικών προβλημάτων της Ευρωζώνης. Οι οικονομικοί ιθύνοντες τοσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, οφείλουν να αντιληφθούν μια απλή πραγματικότητα: ότι η ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου και επενδύσεων, δεν εξασφαλίζεται τόσο από τα χαμηλά επιτόκια όπως θα προέβλεπε η συμβατική οικονομική θεωρία, όσο από τις θετικές προσδοκίες κέρδους που αυτές οι επενδύσεις δημιουργούν για το μέλλον. Κανένας επιχειρηματίας δεν πρόκειται να δανειστεί έστω και με 1% επιτόκιο αν δεν πιστεύει ότι θα μπορέσει να αποκομίσει ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.
Η σοβαρότερη συνέπεια της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης που έχει εφαρμόσει η ΕΚΤ, είναι η αποδιάρθρωση της αγοράς ομολόγων. Αυτό έχει συμβεί μέσα από διαφορετικές οδούς: Η καθιέρωση αρνητικών επιτοκίων από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, σημαίνει ουσιαστικά ότι κάποιος που καταθέτει τα χρήματά του στην τράπεζα ή αγοράζει ένα κρατικό ομόλογο όπως π.χ. της Γερμανίας, πρέπει να πληρώσει χρήματα για την επιλογή του αυτή αντί να αποκομίσει κέρδος. Η συγκεκριμένη κατάσταση αποτελεί αντικίνητρο για την αποταμίευση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ρευστότητα των τραπεζών και κατ' επέκταση ο δανεισμός των επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα τα χρήματα των αποταμιευτών δεν κατευθύνονται προς καταναλωτικούς σκοπούς, αλλά κυρίως αποθησαυρίζονται (εξαιτίας και των κινδύνων που αναδύονται από το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης) ή επενδύονται σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα υψηλού ρίσκου.
Επιπλέον, η καμπύλη απόδοσης των ομολόγων έχει αντιστραφεί, με αποτέλεσμα οι βραχυπρόθεσμες αποδόσεις τους να ξεπερνούν τις μακροπρόθεσμες, γεγονός δηλωτικό επερχόμενης ύφεσης που δημιουργεί σύγχυση στους επενδυτές, αναβολή των επενδυτικών σχεδίων και διαταράσσει την ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος βασίζεται στο να δανείζεται φθηνά βραχυχρόνια και να δανείζει ακριβότερα μακροχρόνια. Τέλος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τα πολύ χαμηλά και αρνητικά επιτόκια είναι η πρόκληση πτωχεύσεων στα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία που μάταια αναζητούν σταθερές επενδύσεις μειωμένου ρίσκου (χρειάζονται μια απόδοση τουλάχιστον 7-8% ετησίως για να είναι βιώσιμα, έχουμε αναφερθεί στο ζήτημα αυτό και σε προηγούμενο άρθρο). Η εναλλακτική για τα ταμεία αυτά αλλά και για άλλους μεγάλους επενδυτές, είναι η στροφή προς χρηματοπιστωτικά προϊόντα αυξημένου κινδύνου, προκαλώντας μια συμπεριφορά παρόμοια μ' εκείνη που οδήγησε τελικά στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Η απάντηση στα προβλήματα αυτά είναι η αντικατάσταση (ή ακόμη και συμπόρευση) της νομισματικής χαλάρωσης με μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και η διεθνής συνεννόηση για τα εμπορικά ζητήματα με την ταυτόχρονη άρση των προστατευτικών οικονομικών μέτρων, ώστε να αποφύγουμε μια οδυνηρή επανάληψη της δεκαετίας του 1930. Η επέκταση των επενδύσεων σε δημόσιες υποδομές, στην εκπαίδευση και στις νέες τεχνολογίες στις ΗΠΑ, η αναδιανομή των πλεονασμάτων εντός Ευρωζώνης με καθιέρωση ενός ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και οι διαπραγματεύσεις μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ανάμεσα σε Κίνα και ΗΠΑ, θα ήταν μια καλή αρχή. Εντούτοις, όλα αυτά προϋποθέτουν πολιτική βούληση που θα εκτείνεται πέραν του εκλογικού κύκλου και συνεπάγεται βραχυπρόθεσμα κόστη τόσο για ορισμένα κράτη όσο και για συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα εντός αυτών των κρατών. Δυστυχώς, η σημερινή πραγματικότητα και ο στυγνός και ταυτόχρονα μυωπικός ρεαλισμός των πολιτικών και οικονομικών δρώντων σε διεθνές επίπεδο, προδιαγράφουν ένα περισσότερο δυστοπικό παρά αισιόδοξο μέλλον.
* Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος, με μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις, συντονιστής έρευνας στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ.) του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και επιστημονικός συνεργάτης του Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας.