Στην επίδειξη σκληρής γραμμής και στο Κυπριακό με κάθε ευκαιρία προβαίνει η Άγκυρα, επιχειρώντας μάλιστα να διαστρεβλώσει κατάφωρα ιστορικές πραγματικότητες και γεγονότα. Εμφανίζοντας λίγο πολύ τον «τουρκοκυπριακό λαό» ως θύμα του «ελληνοκυπριακού» εθνικισμού, επιχειρείται να γίνει σύγκριση των «δεινών που υπέστησαν» οι Τουρκοκύπριοί του, με τις επιθέσεις που δέχονται οι άμαχοι στην Ουκρανία, αποφεύγοντας φυσικά ακόμη και να κατονομάσει τη Ρωσία.
Στην επιστολή του λεγόμενου εκπροσώπου του ψευδοκράτους στη Νέα Υόρκη, η οποία επισυνάπτεται σε επιστολή του Τούρκου Μόνιμου Αντιπροσώπου, η τουρκοκυπριακή πλευρά, προβάλει τους Τουρκοκυπρίους ως θύμα «πολιτικής εθνοκάθαρσης» εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων και με μια σειρά αναφορές προσπαθεί να δώσει εντελώς διαφορετική εικόνα για την πραγματικότητα στην Κύπρο και στο πως έχουμε οδηγηθεί στον διαχωρισμό με τη Γραμμή Αττίλα.
Η τουρκική πλευρά δηλώνει αναληθώς ότι οι Τουρκοκύπριοι εκδιώχθηκαν το 1964, όταν είναι γνωστό ότι μετά τις διακοινοτικές ταραχές υπήρξε «οδηγία» για απόσυρση σε θύλακες που θα μπορούσαν να εκλεχθούν καλύτερα και να αποτελέσουν το πρόπλασμα ενός διχοτομικού σχεδίου. Επίσης στην τουρκική επιστολή γίνεται αναφορά σε ελληνοκυπριακές «τρομοκρατικές» οργανώσεις και παραλείπεται εντέχνως η κάθε αναφορά στην πραγματικά τρομοκρατική οργάνωση του Ντενκτάς τη γνωστή ΤΜΤ η οποία σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε και τη σύγκρουση με την ΕΟΚΑ Β’.
Η επιστολή έχει επίσης έναν ακόμη ανιστόρητο ισχυρισμό ότι ο εκτοπισμός ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έγινε λόγω του…πραξικοπήματος και όχι λόγω της τουρκικής εισβολής και συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά προβάλει επίσης τη θέση ότι η σοβαρότερη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο νησί είναι η… «απομόνωση του τουρκοκυπριακού λαού» εννοώντας βεβαίως το ότι το ψευδοκράτος δεν αναγνωρίζεται από καμιά χώρα του κόσμου εκτός της Τουρκίας και συνεπώς οι Τουρκοκύπριοι είναι θύματα της ίδιας της αποσχιστικής και διχοτομικής πολιτικής που ακολούθησε η ηγεσία τους με τις εντολές των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων.
Όπως σε κάθε κείμενο το τελευταίο διάστημα η τουρκοκυπριακή πλευρά προβάλει τη θέση ότι η μόνη λύση στο νησί θα είναι αυτή που θα αποδεχθεί την «κυρίαρχη ισότητα» και το «ισότιμο διεθνές καθεστώς» των Τουρκοκυπρίων, δηλαδή την αναγνώριση δυο κρατών στο νησί.
Η επιστολή με ημερομηνία 21 Ιουνίου 2022 και την υπογραφή του Μεχμέτ Ντανά (A/76/870-S/2022/507) είναι η εξής:
«…Παράρτημα της επιστολής της 22ας Ιουνίου 2022 του Μόνιμου Εκπρόσωπου της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη, απευθυνόμενος στον Γενικό Γραμματέα. Ενόψει της συνεχιζόμενης εκμετάλλευσης από την ελληνοκυπριακή πλευρά εν τη απουσία της τουρκοκυπριακής πλευράς ενώπιον διεθνών πλατφορμών, αισθάνομαι υποχρεωμένος να γράψω εις απάντηση στη δήλωση του Ελληνοκύπριου εκπροσώπου στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 25 Μαΐου 2022 σχετικά με την τελευταία σας έκθεση για την προστασία των αμάχων σε ένοπλη σύρραξη (S/2022/381), κατά τη διάρκεια της οποίας τα νομικά και ιστορικά γεγονότα σχετικά με την Κύπρο διαστρεβλώθηκαν για άλλη μια φορά κατάφωρα.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία μας υπενθύμισε για άλλη μια φορά τη ζοφερή πραγματικότητα ότι οι άμαχοι είναι εκείνοι που επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος των ένοπλων συγκρούσεων. Ο τουρκοκυπριακός λαός γνωρίζει καλά τις συνέπειες της επιθετικότητας εναντίον των αμάχων, καθώς οι ίδιοι υποβλήθηκαν σε εκστρατεία εθνοκάθαρσης (σχέδιο Ακρίτας) στα χέρια Ελληνοκυπρίων ενόπλων στοιχείων μεταξύ 1963 και 1974 με απώτερο στόχο την επίτευξη της προσάρτησης του νησιού στην Ελλάδα (Ένωσις).
Στην πραγματικότητα, ήταν αυτή η μεγάλης κλίμακας βία και οι επακόλουθες κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατέστησαν αναγκαία την ανάπτυξη από το Συμβούλιο Ασφαλείας της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο το 1964, προκειμένου να σταματήσουν οι αιματοχυσίες και οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν εναντίον του τουρκοκυπριακού λαού.
Όσον αφορά το σχόλιο που έκανε ο Ελληνοκύπριος εκπρόσωπος για τον «εκτοπισμό» ανθρώπων σε σχέση με την Κύπρο, επιλέγει βολικά να αγνοήσει το γεγονός ότι το ζήτημα αυτό χρονολογείται από το 1963, όταν οι Τουρκοκύπριοι σε όλο το νησί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους φοβούμενοι τη ζωή τους μπροστά στην ελληνοκυπριακή επίθεση, που διήρκεσε 11 χρόνια.
Επιπλέον, παρόλο που πολλοί Τουρκοκύπριοι, καθώς και Ελληνοκύπριοι, εκτοπίστηκαν το 1974 ως αποτέλεσμα του ελληνοκυπριακού πραξικοπήματος και των συνεπειών του, το ζήτημα των εκτοπισμένων διευθετήθηκε μέσω της εθελοντικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών που επιτεύχθηκε μεταξύ των δύο πλευρών στην Κύπρο κατά τον τρίτο γύρο συνομιλιών, που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη το 1975.
Η συμφωνία εφαρμόστηκε υπό την επίβλεψη της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο και τόσο η συμφωνία όσο και η εφαρμογή της καταγράφονται καλά στα σχετικά έγγραφα των Ηνωμένων Εθνών (S/11789 της 5ης Αυγούστου 1975, S/11789/Add.1 της 10ης Σεπτεμβρίου 1975). Όσον αφορά τις παρατηρήσεις του σε σχέση με το ζήτημα των αγνοουμένων, θα ήθελα να επαναλάβω ότι πρόκειται για ένα ζήτημα που επηρεάζει τόσο τους Τουρκοκύπριους όσο και τους Ελληνοκύπριους.
Ως τουρκοκυπριακή πλευρά, καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτό το ανθρωπιστικό ζήτημα συμμετέχοντας εποικοδομητικά και συμβάλλοντας στο έργο της Επιτροπής Αγνοουμένων, ώστε η Επιτροπή να μπορέσει να εκπληρώσει επιτυχώς την εντολή της. Παρά την ανθρωπιστική αυτή στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς, ο μοναδικός στόχος της ελληνοκυπριακής πλευράς, δυστυχώς, είναι να πολιτικοποιήσει αυτό το ανθρωπιστικό ζήτημα για σκοπούς πολιτικής προπαγάνδας ενώπιον διεθνών πλατφορμών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών, και όχι να συνεργαστεί θετικά με την τουρκοκυπριακή πλευρά στο έργο της Επιτροπής.
Ο Ελληνοκύπριος εκπρόσωπος, ο οποίος επιχειρεί να παρουσιάσει την ελληνοκυπριακή πλευρά ως υπέρμαχο των ατομικών και συλλογικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, αγνοεί βολικά τη σοβαρότερη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο νησί, δηλαδή την άδικη και απάνθρωπη απομόνωση που επιβλήθηκε στον τουρκοκυπριακό λαό με την υποκίνηση της ελληνοκυπριακής διοίκησης. Αυτοί οι περιεκτικοί περιορισμοί κυμαίνονται από την άρνηση του τουρκοκυπριακού λαού του δικαιώματος εκπροσώπησης στη διεθνή σκηνή, ακόμη και σε πολιτιστικές, ακαδημαϊκές και αθλητικές εκδηλώσεις, έως την παρεμπόδιση και τον περιορισμό των ταξιδιών του στο εξωτερικό και της επικοινωνίας του με τον έξω κόσμο, καθώς και τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων με άλλες χώρες.
Δράττομαι της ευκαιρίας για να τονίσω ότι η άδικη απομόνωση που επιβλήθηκε στον τουρκοκυπριακό λαό είναι το σημαντικότερο στοιχείο που δηλητηριάζει τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών και τους λαούς τους, υπονομεύοντας έτσι τις προοπτικές μιας διευθέτησης μέσω διαπραγματεύσεων στο νησί.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι οι παραπλανητικές παρατηρήσεις του Ελληνοκύπριου εκπροσώπου δεν επιβεβαιώνονται από νομικά και ιστορικά γεγονότα που αφορούν το νησί. Στο ίδιο πνεύμα, καλούμε την ελληνοκυπριακή πλευρά να διακόψει την εχθρική της ρητορική και να επιλέξει τον δρόμο της συμφιλίωσης και της ειρηνικής συνύπαρξης με τον τουρκοκυπριακό λαό, αξιοποιώντας τη νέα μας πρόταση με στόχο την εξεύρεση μιας ελεύθερης διαπραγμάτευσης και αμοιβαία αποδεκτής συμφωνίας συνεργασίας στην Κύπρο με βάση την κυρίαρχη ισότητα και το ισότιμο διεθνές καθεστώς των δύο κρατών του νησιού.
Θα ήμουν ευγνώμων αν η παρούσα επιστολή μπορούσε να διανεμηθεί ως έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης, στο σημείο 44 της ημερήσιας διάταξης, και του Συμβουλίου Ασφαλείας.
(Υπογραφή) Μεχμέτ Ντάνα».