Δεν γνωρίζω αν ο πρόεδρος Τραμπ πιστεύει ότι θα ηττηθεί τον Νοέμβριο –δεν το νομίζω - ούτε αν σκέφτεται τι θα αφήσει η προεδρία του στο πολιτικό σύστημα της χώρας του. Ωστόσο, αν η προσπάθειά του να ολοκληρώσει τον διορισμό της Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας πριν τις εκλογές πετύχει, είναι βέβαιο ότι η σπουδαιότερη κληρονομιά του Τραμπ στην χώρα θα είναι ένα ριζικά διαφορετικό Ανώτατο Δικαστήριο – κάτι που ο ίδιος, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχε στο μυαλό του όταν εξελέγη.
Η Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ που ο πρόεδρος Τραμπ όρισε στη θέση του μέλους του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι, κατά κοινή ομολογία, εξαιρετική νομικός, ευπροσήγορος άνθρωπος, ικανή καθηγήτρια με μεγάλη ικανότητα να αναλύει τα ζητήματα, να προετοιμάζει τις θέσεις της και να τεκμηριώνει τις αποφάσεις της. Παράλληλα δεν κρύβει τις θέσεις της: έχει αποκαλέσει την άμβλωση "ανήθικη" και έχει γράψει ότι οι δικαστές δεν δεσμεύονται πάντα από νομολογιακά προηγούμενα. Εκφράζει, όπως ο Αντονιν Σκάλια στον οποίο υπηρέτησε ως βοηθός, τη σχολή των originalists, των νομικών δηλαδή που θεωρούν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να επιστρέψει στην ερμηνεία του συντάγματος βάσει της αρχικής (original) πρόθεσης των συντακτών του, χωρίς να ερμηνεύει εκτατικά τις διατάξεις του υπό το πρίσμα της σημερινής πραγματικότητας.
Η θέση αυτή δεν είναι μια απλή σχολή νομικής σκέψης: η κατίσχυσή της θα σημαίνει, για παράδειγμα, ότι το δικαίωμα στην άμβλωση δεν μπορεί πλέον να θεωρείται προστατευμένο προσωπικό δικαίωμα επειδή η 14η Τροποποίηση του Συντάγματος δεν μπορεί να ερμηνεύεται ότι προστατεύει την ιδιωτική σφαίρα του ατόμου (και άρα το δικαίωμα της γυναίκας στο σώμα της). Θα σημαίνει επίσης ότι η επιβολή στις πολιτείες από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της υποχρέωσης να παρέχουν ασφάλιση υγείας στους εργαζόμενους είναι αντισυνταγματική γιατί επεμβαίνει στις εξουσίες των πολιτειών.
Η 48χρονη Κόνεϊ Μπάρετ εφόσον ο διορισμός της εγκριθεί από τη Γερουσία, θα μπορεί, για τουλάχιστον μια εικοσαετία, να επηρεάσει αποφασιστικά την κατεύθυνση της νομολογίας του Δικαστηρίου: ένα δικαστήριο με μια πλειοψηφία συντηρητικών 6-3 και την ικανότητα να συντάσσει στέρεες νομικά αποφάσεις μπορεί να αποτελέσει βασικό πολιτικό παράγοντα, ιδίως σε ένα διαιρεμένο – και εν τέλει παράλυτο - πολιτικό σύστημα όπως το αμερικανικό. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την βούληση και την ικανότητα να παρεμβαίνει σε πολιτικά ζητήματα - από την ελευθερία των αμβλώσεων, το μέλλον του Obamacare, τις θετικές διακρίσεις υπέρ των μειονοτήτων έως τους περιορισμούς στην οπλοκατοχή και τον έλεγχο της χειραγώγησης των εκλογικών περιφερειών - θα έχει καθοριστικές συνέπειες για τη χώρα.
Είναι γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην ιστορία του υπήρξε, για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ο εκφραστής – και ο προστάτης – του status quo και των ελίτ, των εύπορων γαιοκτημόνων, των τραπεζιτών, του περιορισμένου κράτους. Στην υπόθεση Dred Scott το 1857, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι σκλάβοι αποτελούσαν νόμιμη περιουσία των ιδιοκτητών τους και δεν μπορούσαν να απελευθερωθούν χωρίς την συναίνεση των τελευταίων. To 1895 έκρινε αντισυνταγματική την ομοσπονδιακή φορολογία ενώ το 1934 απέρριψε διάφορα μέτρα του New Deal του προέδρου Ρούζβελτ. Μόνο όταν ο τελευταίος απείλησε με αύξηση του αριθμού των μελών του Δικαστηρίου, το τελευταίο ενέδωσε και δέχθηκε την συνταγματικότητα του κατώτατου μισθού. Το προοδευτικό Ανώτατο Δικαστήριο που γνωρίζουμε είναι μια παρέκβαση 30 ετών που ξεκίνησε από τον Ρούζβελτ και τελείωσε με τον Νίξον. Η Κόνεϊ Μπάρετ φαίνεται ότι συμβάλλει στην επαναφορά του Δικαστηρίου στην παραδοσιακή του θέση, αυτή της τροχοπέδης. Και ένας (υποθετικός) πρόεδρος Μπάιντεν ακόμα και με μία (υποθετική) πλειοψηφία στο Κογκρέσο δεν φαίνεται να φέρει μαζί του μια ευρεία νομιμοποίηση για παραμερισμό ή εξουδετέρωση του Δικαστηρίου, όπως είχε πετύχει ο Ρούζβελτ.
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο θα επιλέξει την ευθεία σύγκρουση με την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, και ιδίως με την πλειοψηφία των Αμερικανών. Το τίμημα για μια συντηρητική πλειοψηφία, με κέντρο την Barrett, μπορεί να είναι η νομιμοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι δικαστές – ιδίως ο πρόεδρός του John Roberts- έχουν επίγνωση της ανάγκης για αποδοχή των αποφάσεών τους από τους πολίτες και γνωρίζουν τις συνέπειες των αποφάσεών τους (η υπόθεση Dred Scott κατηγορείται πως επιτάχυνε τον αμερικανικό Εμφύλιο). Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον ο Τζο Μπάιντεν κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κερδίσει τη λαϊκή ψήφο (όπως και η Κλίντον το 2016). Μια ευθεία αντιπαράθεση των συντηρητικών δικαστών με τις πολιτικές που προτιμούν οι ψηφοφόροι μπορεί να οδηγήσει σε μια λαϊκή αντίδραση που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική κρίση που ενδέχεται να επιβαρύνει το δικαστήριο πολύ μετά την αποχώρηση Τραμπ.
Οι εκλογές του 2020 τελικά θα κρίνουν πολλά. Μεταξύ αυτών ίσως και την μοίρα της νομιμότητας του δικαστικού κλάδου.
*Ο κ. Γιάννης Παπαγεωργίου είναι Αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ.