Η Αυστραλία εγκατέλειψε το στόχο που είχε για τον εμβολιασμό σχεδόν του συνόλου των 26 εκατομμυρίων κατοίκων της μέχρι το τέλος του 2021, μετά τη σύσταση οι άνθρωποι ηλικίας κάτω των 50 ετών να κάνουν το εμβόλιο της Pfizer κατά της Covid-19 αντί του εμβολίου της AstraZeneca.
Η Αυστραλία, που είχε βασιστεί κυρίως στο εμβόλιο της AstraZeneca για να εμβολιάσει τον πληθυσμό της, δεν έχει σχέδια για τον καθορισμό νέων στόχων σχετικά με την ολοκλήρωση του προγράμματος εμβολιασμού της, ανέφερε ο πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον με ανάρτησή του στο Facebook χθες, Κυριακή, το απόγευμα.
«Ενώ θα θέλαμε να ολοκληρωθούν αυτές οι δόσεις πριν από το τέλος του χρόνου, δεν είναι δυνατόν να θέσουμε τέτοιους στόχους με δεδομένες τις πολλές αβεβαιότητες που υπάρχουν», δήλωσε ο Μόρισον.
Οι αρχές στην Καμπέρα άλλαξαν τη σύστασή τους για τις δόσεις του εμβολίου της Pfizer για τους ανθρώπους ηλικίας κάτω των 50 ετών την Πέμπτη, αφού η ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή (ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων -ΕΜΑ) επανέλαβε πως είναι ενδεχόμενο να συνδέεται το εμβόλιο της AstraZeneca με τις αναφορές για σπάνιες περιπτώσεις θρομβώσεων στο αίμα.
Η Αυστραλία, η οποία έσπευσε να διπλασιάσει την παραγγελία του εμβολίου της Pfizer την προηγούμενη εβδομάδα, σχεδίαζε αρχικά να έχει εμβολιάσει το σύνολο του πληθυσμού της μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου.
Η σκληροπυρηνική αντίδραση της Αυστραλίας κατά του κορονοϊού σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό τη μετάδοσή του στην κοινότητα, αλλά η προώθηση των εμβολιασμών έγινε ένα θερμό πολιτικό ζήτημα, αλλά και μία εστία πολιτικής τριβής μεταξύ του Μόρισον και πολιτειακών και περιφερειακών ηγετών, καθώς η χώρα εμβολίασε μόλις ένα κλάσμα από το στόχο των τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων, που είχε θέσει μέχρι το τέλος Μαρτίου.
Περίπου 1,16 εκατομμύριο δόσεις εμβολίου κατά της COVID-19 έχουν μέχρι τώρα διατεθεί, πρόσθεσε ο Μόρισον, τονίζοντας ότι η ταχύτητα εξέλιξης του προγράμματος εμβολιασμού στην Αυστραλία, ευθυγραμμίζεται με αυτή άλλων χωρών, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ενώ βρίσκεται μπροστά από τον Καναδά και την Ιαπωνία.
Η Αυστραλία άρχισε τους εμβολιασμούς πολύ αργότερα από άλλες χώρες, εν μέρει εξαιτίας του χαμηλού αριθμού των περιστατικών μόλυνσης που είχε, τα οποία βρίσκονται κάτω από τα 29.400 με 909 θανάτους από την έναρξη της πανδημίας.