Χειραψία Μακρόν-Ρούτε στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπό το βλέμμα της Κάγια Κάλας
Δασμοί και κοινή Άμυνα: Η ΕΕ απέναντι στην «καταιγίδα» Τραμπ
AP Photo/Geert Vanden Wijngaert, Pool
AP Photo/Geert Vanden Wijngaert, Pool
Χειραψία Μακρόν-Ρούτε στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπό το βλέμμα της Κάγια Κάλας

Δασμοί και κοινή Άμυνα: Η ΕΕ απέναντι στην «καταιγίδα» Τραμπ

Η προοπτική ενός εμπορικού πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήλθε να επισκιάσει την πρώτη ευρωπαϊκή Σύνοδο αφιερωμένη αποκλειστικά στην ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας, με τους «27» να βρίσκονται μπροστά στην αντίφαση ενός Ντόναλντ Τραμπ που απειλεί τους Ευρωπαίους και την οικονομία τους με δασμούς την ίδια στιγμή που απαιτεί, έστω και ως διαπραγματευτική τακτική, ένα ανέφικτο «άλμα» στο 5% του ΑΕΠ στους αμυντικούς προϋπολογισμούς των χωρών μελών του ΝΑΤΟ.

Σε ένα αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον, με το μέτωπο του πολέμου στην Ουκρανία ανοιχτό και άγνωστο πώς θα κλείσει, τη ρωσική απειλή «παρούσα» για την Ευρώπη και τις διατλαντικές σχέσεις να τίθενται επί νέας βάσης, η επείγουσα ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δυνατοτήτων της ΕΕ -και κυρίως η επίτευξη συναίνεσης ως προς τη χρηματοδότηση της κοινής Άμυνας- έρχεται τώρα να «διακλαδωθεί» με το κεφάλαιο δασμοί που έχει ανοίξει ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκινώντας από τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα.

«Δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα, αλλά θα συμβεί αρκετά σύντομα» δήλωνε ο Τραμπ δείχνοντας την ΕΕ ως επόμενη στη λίστα, μόλις λίγες ώρες πριν από την έναρξη των εργασιών της χθεσινής άτυπης Συνόδου Κορυφής. Στις Βρυξέλλες ακολούθησε μπαράζ δηλώσεων από πλευράς εκπροσώπων των κοινοτικών θεσμών και αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στο πνεύμα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προτάσσει το διάλογο και τη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες -σύμμαχο χώρα, όπως υπογραμμίζουν ή καλύτερα υπενθυμίζουν στον Τραμπ- αλλά θα είναι έτοιμη για αντίμετρα.

Κοινοτικές πηγές ανέφεραν στον ευρωπαϊκό Τύπο ότι οι «27» προετοιμάζουν ήδη πιθανές απαντήσεις, αλλά αναμένουν την επόμενη κίνηση του Ντόναλντ Τραμπ προτού οριστικοποιήσουν οτιδήποτε και το ζητούμενο προς το παρόν είναι να μην ρίξουν λάδι στη φωτιά. Ανάλογη είναι και η τακτική που τηρείται έναντι των επεκτατικών βλέψεων του Αμερικανού προέδρου για τη Γροιλανδία. Στέλνουν οι «27» σαφές μήνυμα υποστήριξης της Δανίας, αλλά αποφεύγουν μία ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Τραμπ.

Στο ζήτημα των δασμών, η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Κάγια Κάλας, επισήμανε πως η ΕΕ «ακούει πολύ προσεκτικά» τις δηλώσεις Τραμπ και αναλόγως προετοιμάζεται, ενώ έστειλε το μήνυμα προς την Ουάσινγκτον πως δεν υπάρχουν νικητές στους εμπορικούς πολέμους και «αυτός που θα γελάσει περισσότερο είναι η Κίνα» σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. «Είμαστε πολύ διασυνδεδεμένοι. Χρειαζόμαστε την Αμερική και εκείνη μας χρειάζεται επίσης» υπογράμμισε.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της και πρέπει να γίνει σεβαστή, τόνισε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, λέγοντας ότι επιβάλλεται μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ανεξαρτησία και στρατηγική αυτονομία για να σημειώσει πως ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία και η νέα διακυβέρνηση Τραμπ «ωθούν τους Ευρωπαίους να είναι πιο ενωμένοι».

Σε ψυχραιμία και ενότητα κάλεσε με τη σειρά του ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, επισημαίνοντας ότι η ΕΕ θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει «εντελώς περιττούς και ανόητους δασμολογικούς ή εμπορικούς πολέμους» και προσθέτοντας ότι θα ήταν «παράδοξο» και «περίεργο» εάν το μπλοκ υποχρεωνόταν σε έναν εμπορικό πόλεμο με έναν μακροχρόνιο σύμμαχο τη στιγμή που καλείται να αντιμετωπίσει την άμεση ρωσική απειλή και τις κινεζικές επεκτατικές βλέψεις.

Η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρεντέρισκεν, η οποία έχει βρεθεί στην πρωτοφανή θέση να πρέπει να διαμηνύει στις ΗΠΑ πως η Γροιλανδία «δεν πωλείται», δήλωσε ότι ενώ τυπικά «δεν θα υποστήριζε ποτέ την αντιπαράθεση με συμμάχους, αν οι ΗΠΑ επιβάλλουν σκληρούς δασμούς στην Ευρώπη, τότε χρειαζόμαστε μια συλλογική και ισχυρή απάντηση». Στο ίδιο πνεύμα ήλθαν και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Λου Φρίντεν. 

Ο απερχόμενος Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, από την πλευρά του επιχείρησε ένα πιο «συμφιλιωτικό» τόνο, λέγοντας ότι τυχόν δασμοί θα ήταν «κακοί για τις ΗΠΑ και κακοί για την Ευρώπη» και τόνισε την ανάγκη συνεργασίας για την επίλυση αυτής της κατάστασης. Με άνω του 30% των ευρωπαϊκών εξαγωγών στις ΗΠΑ να προέρχονται από τη Γερμανία, εκείνη θα δεχθεί και το βαρύτερο πλήγμα στην περίπτωση επιβολής δασμών. Ανάλογα μέτρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση, κατά τους αναλυτές, με βασικούς τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, τα είδη πολυτελείας, οι βιομηχανικές δραστηριότητες και η γεωργία να είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι.

Προκλήσεις για την ευρωπαϊκή άμυνα 

Το στοίχημα για την ΕΕ είναι η ενότητα τόσο ως προς την απάντηση στη νέα αμερικανική διακυβέρνηση ενώπιον της επιθετικής γραμμής που χαράσσει για τους δασμούς, όσο και στο ζήτημα της ενίσχυσης των αμυντικών δυνατοτήτων της ΕΕ, το οποίο βρισκόταν στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης της χθεσινής άτυπης Συνόδου Κορυφής που είχε χαρακτήρα ζύμωσης, δίχως την πίεση ενός κοινού ανακοινωθέντος. Στόχος να καταγραφούν οι θέσεις των κρατών-μελών εκ μέρους της Κομισιόν, εν όψει της παρουσίασης της «Λευκής Βίβλου» για την ευρωπαϊκή άμυνα στα τέλη Μαΐου, -προκειμένου να ληφθούν συγκεκριμένες αποφάσεις εντός του εξαμήνου και κατά το δυνατόν στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου.

Σε ποιες πτυχές της ευρωπαϊκής άμυνας πρέπει να επενδύσει κατά προτεραιότητα η ΕΕ; Αεράμυνα, ασφάλεια ναυσιπλοΐας, στρατιωτική κινητικότητα, κυβερνοάμυνα και μη επανδρωμένα αεροσκάφη είναι οι κύριοι τομείς. Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η απαραίτητη χρηματοδότηση; Και πώς μπορούν να ενισχυθούν οι υφιστάμενες συνεργασίες; Αυτά είναι τα κύρια βασικά ερωτήματα που αναζητούν απάντηση -και συναίνεση- στους κόλπους της Ένωσης, καθώς με τον Τραμπ κλυδωνίζεται η αμερικανική δέσμευση στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και οι εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών θέλουν τη Ρωσία να συνιστά άμεση απειλή για κράτη-μέλη της ΕΕ έως το 2030.

Σήμερα, το πιεστικό ζήτημα για τους Ευρωπαίους ηγέτες είναι το μέλλον της Ουκρανίας. Ο άμεσος κίνδυνος είναι να διεξαχθεί ένας διμερής διάλογος μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας χωρίς τις κατάλληλες διαβουλεύσεις σε επίπεδο ΝΑΤΟ, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με την ίδια την Ουκρανία. Μια τέτοια εξέλιξη θα ανέτρεπε ολόκληρη την πολιτική αρχιτεκτονική του ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, η προδιάθεση του Τραμπ προς έναν διάλογο πρόσωπο με πρόσωπο με τον Βλαντιμίρ Πούτιν πιθανότατα θα γίνει αποδεκτή από τον Ρώσο πρόεδρο και μπορεί κάλλιστα να αφήσει τους δυτικοευρωπαίους ηγέτες εκτός. «Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ θα πρέπει να δώσουν μέγιστη προσοχή σε αυτόν τον κίνδυνο, δεδομένου ότι η Ουάσινγκτον είναι σαφές ότι δεν υπολογίζει πλέον την ΕΕ, αλλά προτιμά διμερείς διαλόγους με Ευρωπαίους ηγέτες της επιλογής της» είναι το σχόλιο-καμπανάκι κινδύνου του ανώτερου ερευνητή Μαρκ Πιερίνι του Carnegie Europe.

Υπό αυτό το πρίσμα, και αναγνωρίζοντας την ανάγκη για εμβάθυνση της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ και χώρες εκτός του μπλοκ των «27», η ΕΕ απηύθυνε πρόσκληση στον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, καθώς και στον Βρετανό πρωθυπουργό, Κιρ Στάρμερ, να παραστούν χθες στις Βρυξέλλες. Ήταν η πρώτη φορά που πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου παρέστη σε ευρωπαϊκή Σύνοδο μετά το Brexit.

«Σήμερα, είναι η στιγμή να έρθουμε και πάλι όσο το δυνατόν πιο κοντά» δήλωσε κατόπιν συνομιλιών με τον Κιρ Στάρμερ ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, η οποία ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ το τρέχον εξάμηνο. «Είμαι πραγματικά πρόθυμος, ανεξάρτητα από το Brexit και τις συνέπειές του, να έχουμε το Ηνωμένο Βασίλειο όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ΕΕ όσον αφορά τα θέματα ασφαλείας, την αμυντική βιομηχανία και να βρούμε τρόπους να εξαλείψουμε ή να μειώσουμε τα εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρώπης» τόνισε ο Ντόναλντ Τουσκ.

Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, χαιρέτισε τις προσπάθειες της ΕΕ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και σημείωσε πως η Ένωση μπορεί να βοηθήσει την αποτροπή και την άμυνα του ΝΑΤΟ να παραμείνει αξιόπιστη με την αύξηση των επενδύσεων, τη χαλάρωση των κανονισμών, την αντιμετώπιση του βιομηχανικού κατακερματισμού και τη διευκόλυνση της στρατιωτικής κινητικότητας, ενώ επανέλαβε πως η στόχευση για τις δαπάνες του ΝΑΤΟ θα πρέπει να είναι «σημαντικά υψηλότερη από το 2%». Χαρακτήρισε το, διατλαντικό δεσμό θεμέλιο της ευρωπαϊκής ασφάλειας, επισημαίνοντας ότι για να είναι επιτυχημένοι στην προστασία της Ευρώπης, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ πρέπει να είναι δρουν συνεκτικά, συμπληρωματικά και διαλειτουργικά. Υπογράμμισε επίσης πως «πρέπει όχι μόνο να διατηρήσουμε, αλλά και να εντείνουμε την υποστήριξή μας, ώστε όταν έρθει η ώρα, η Ουκρανία να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε θέση ισχύος». Για την απειλή Τραμπ περί δασμών απέφυγε, ερωτηθείς σχετικά, να κάνει κάποιο σχόλιο.

Ο Κιρ Στάρμερ από πλευράς του τόνισε ότι «πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να στηρίξουμε την άμυνα της Ουκρανίας», προσθέτοντας ότι «η ειρήνη θα έρθει μέσα από τη δύναμη» και τονίζοντας την ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών, με δέσμευση να αυξηθεί ο στόχος του Ηνωμένου Βασιλείου από 2,3% σε 2,5% του ΑΕΠ.

Δασμοί και οι αμυντικές δαπάνες «διακλαδώνονται» 

Η συζήτηση παντως γύρω από τους δασμούς διακλαδώνεται με τις αμυντικές δαπάνες. Η απιβάρυνση των εθνικών προϋπολογιμών από τους δασμούς, σαφώς δεν βοηθάει στη διάθεση πόρων για την άμυνα. Καθώς η κυβέρνηση Τραμπ πιέζει για υψηλότερες αμυντικές δαπάνες από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ -ζητώντας δέσμευση 5% του ΑΕΠ- τα ευρωπαϊκά κράτη αντιμετωπίζουν πιέσεις για ανακατανομή των προϋπολογισμών που διαφορετικά θα μπορούσαν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη ή τα κοινωνικά προγράμματα.

Αυτό δημιουργεί ένα σύνθετο σενάριο όπου οι χώρες πρέπει να σταθμίσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα έναντι των επιταγών εθνικής ασφάλειας. Για παράδειγμα, οι χώρες που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές μπορεί να αντισταθούν σε αυξήσεις δασμών που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα χρειάζεται να επενδύσουν σε εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες για να μειώσουν την εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές.

Παρά την κοινή κατανόηση της ανάγκης να καταστεί η Ευρώπη πιο αυτόνομη στην άμυνά της, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαιρέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο επίτευξης αυτών των στόχων. Οι διαφωνίες σχετικά με τις πηγές χρηματοδότησης -είτε μέσω συλλογικής έκδοσης χρέους είτε μέσω προσαρμογών στους υφιστάμενους προϋπολογισμούς- αναδεικνύουν τις διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες και δημοσιονομικές φιλοσοφίες εντός του μπλοκ.

Ορισμένες χώρες υποστηρίζουν κάποια ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης, ώστε να επιτραπεί στα κράτη-μέλη να εξαιρούν τις αμυντικές δαπάνες από το αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσο, άλλες προκρίνουν την έκδοση ευρωομόλογων, ενώ άλλες προωθούν την επαναχρησιμοποίηση αδιάθετων κονδυλίων από άλλα προγράμματα της ΕΕ και τη διεύρυνση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Ένας πιθανός συμβιβασμός ίσως αναδυθεί γύρω από την προοπτική να χρηματοδοτηθούν  προγράμματα με συμμετοχή της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας σε ποσοστό 65% και άνω -μια κίνηση που αποσκοπεί στην ενίσχυση των Ευρωπαίαων κατασκευαστών αμυντικού υλικού, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι επενδύσεις θα παραμείνουν εντός της ΕΕ.

Ως προς την ελληνική θέση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσήλθε στις Βρυξέλλες με μια πρόταση δύο σημείων για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και τη χρηματοδότησή της πέρα από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και εισηγήθηκε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού εργαλείου ύψους 100 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορεί να χρηματοδοτήσει ένα τέτοιο εγχείρημα, στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όπως γράφει στο Liberal η Λίδα Μπόλα.