Του Γιώργου Παυλόπουλου
Χθες, η Ουάσινγκτον έδωσε εντολή για εκκένωση των αμερικανικών διπλωματικών αποστολών στο Ιράκ από «το μη αναγκαίο προσωπικό» – ενώ λίγο αργότερα, Γερμανία και Ολλανδία ανακοίνωσαν ότι διακόπτουν προσωρινά την εκπαίδευση των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων. Οι εξελίξεις αυτές ερμηνεύθηκαν ως αποτέλεσμα της ανησυχίας που υπάρχει για θερμό επεισόδιο» στον Περσικό Κόλπο, ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν, με πιθανή εμπλοκή της Ρωσίας και του Ισραήλ.
Την ίδια στιγμή, το κλίμα παραμένει βαρύ στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, μετά την πρόσφατη εκατέρωθεν επιβολή δασμών, αλλά και τις απειλές που αντάλλαξαν οι δύο πλευρές. Παρά δε τις διαβεβαιώσεις ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν, το φάντασμα του γενικευμένου εμπορικού πολέμου πλανάται πάνω όχι μόνο πάνω από τις δύο χώρες, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Χτυπήματα κάτω από το τραπέζι
Θα πρέπει, ωστόσο, να είναι κανείς αφελής για να πιστεύει ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυνάμεις όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία εξαντλείται στα επιχειρήματα που προβάλει η κάθε πλευρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς και τα μέτρα και αντίμετρα που προκύπτουν άμεσα από αυτές. Διότι παράλληλα με ό,τι συμβαίνει φανερά, πάνω από το τραπέζι δηλαδή, εκδηλώνονται και χτυπήματα κάτω αυτό – τα οποία, μάλιστα, ενίοτε αποδεικνύονται πιο ισχυρά και καθορίζουν το τι θα συμβεί τελικά.
Μια ματιά σε δύο από τα πολλά που συνέβησαν χθες στην Ουάσινγκτον πείθει για το λόγου το αληθές: Αφενός, το προεδρικό διάταγμα που αναμενόταν να υπογράψει (σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Reuters) ο Ντόναλντ Τραμπ, απαγορεύοντας στις αμερικανικές εταιρείες προμηθεύονται τεχνολογία και προϊόντα που αφορούν τις τηλεπικοινωνίες από ξένους ομίλους που εκτιμάται ότι αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ – «φωτογραφίζοντας», πρακτικά, την κινεζική Huawei. Και αφετέρου, το νομοσχέδιο που κατέθεσαν στη Γερουσία τρεις Ρεπουμπλικάνοι και ένας Δημοκρατικός, το οποίο προβλέπει την επιβολή κυρώσεων στις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες που εμπλέκονται στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream II, μεγαλομέτοχος του οποίου είναι ο ρωσικός γίγαντας της Gazprom.
Φόβος μαζικών υποκλοπών
Συγκεκριμένα, όσον αφορά στη Huawei – τον τρίτο όμιλο παγκοσμίως στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών – το διάταγμα Τραμπ αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα των πιέσεων που ασκεί εδώ και μήνες η αμερικανική κυβέρνηση, τόσο προς τις εγχώριες εταιρίες όσο και προς τις συμμάχους των ΗΠΑ (κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία), με σκοπό να αποκλείσουν τους Κινέζους από την κατασκευή των δικτύων πέμπτης γενιάς 5G. Η διαρροή δε της πληροφορίας περί άμεσης υπογραφής του προκάλεσε νέο γύρο αντιδράσεων στο Πεκίνο, όπου ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών έκανε λόγο για μια απόφαση «μη έντιμη και μη δίκαιη». Σε κάθε περίπτωση δε, η εξέλιξη αυτή βαραίνει περαιτέρω το κλίμα που έχει διαμορφωθεί μετά την πρόσφατη εκατέρωθεν επιβολή δασμών.
Ενεργειακή εξάρτηση
Σε σχέση σε με τον Nord Stream II, ένα έργο προϋπολογισμού 11 δισ. ευρώ για το οποίο ο Τραμπ και οι συνεργάτες του δεν έχουν κρύψει την επιθυμία τους να ακυρωθεί, το κατατεθέν νομοσχέδιο έρχεται σε συνέχεια των προκλητικών και ανοιχτά απειλητικών δηλώσεων που έχει κάνει το τελευταίο διάστημα ο Αμερικανός πρέσβης στο Βερολίνο. Εφόσον εγκριθεί, τότε οι εταιρίες που μετέχουν στην κοινοπραξία – όπως οι γερμανικές Uniper και Wintershall (θυγατρική της BASF), η αγγλοολλανδική Shell, η αυστριακή OMV και η γαλλική Engie – απειλούνται με κυρώσεις και πρόστιμα.
Υπενθυμίζεται ότι η Ουάσινγκτον έχει κατηγορήσει τη Γερμανία ότι μετατρέπεται εκουσίως σε «όμηρο» της Μόσχας και του Πούτιν, αυξάνοντας την ενεργειακή της εξάρτηση από αυτούς – με το Βερολίνο να απαντά ότι η κατασκευή του διασφαλίζει στους Γερμανούς καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αέριο σαφώς πιο φτηνό σε σύγκριση με το LNG που μπορούν να τους προμηθεύσουν οι ΗΠΑ.
Το μπρα-ντε-φερ του Τραμπ με Κινέζους και Ρώσους, φυσικά, δεν θα τελειώσει εδώ. Θα συνεχιστεί δε και πάνω και κάτω από το τραπέζι.