Αυξανόμενη πολιτική κινητικότητα καταγράφεται στις σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας το τελευταίο διάστημα. Η χθεσινή επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου, Όλαφ Σολτς, στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκε μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, ο Ερντογάν ανέφερε ότι η Άγκυρα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε ενέργειες αμοιβαίου οφέλους, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Για την πολιτική τάξη του Βερολίνου -και αυτό ισχύει σε γενικές γραμμές για όλα τα πολιτικά κόμματα- η Τουρκία αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς στρατηγικούς εταίρους. Η σημασία της Άγκυρας έχει αυξηθεί σημαντικά εν μέσω των πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Παρά τις βαθιές διαφορές στις θέσεις τους σχετικά με τις συγκρούσεις αυτές -με τις διαφωνίες για τη Μέση Ανατολή να είναι ιδιαίτερα έντονες- αυτό δεν αποτρέπει τις δύο κυβερνήσεις από το να επιδιώκουν τη βελτίωση της συνεργασίας τους.
Οι εποχές της διπλωματικής ψυχρότητας, ακόμη και της ανοιχτής εχθρότητας στις διμερείς σχέσεις, αποτελούν πλέον παρελθόν. Πριν μεταβεί ο πρόεδρος Ερντογάν στο Βερολίνο, το περασμένο φθινόπωρο, είχε προηγηθεί συζήτηση στη Γερμανία για ενδεχόμενη ακύρωση της επίσκεψης, εξαιτίας των ριζοσπαστικών φιλοπαλαιστινιακών του θέσεων.
Κατά τη συνάντησή τους στην Κωνσταντινούπολη, ο Ερντογάν και ο Σολτς εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να δώσουν έμφαση στις θετικές πτυχές των διμερών σχέσεων. Η οικονομία βρίσκεται στο πλευρό τους: Το διμερές εμπόριο ανέρχεται φέτος στα 50 δισ. ευρώ και, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο Ερντογάν κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου, αναμένεται να αυξηθεί στα 60 δισ. ευρώ το επόμενο έτος.
Η κοινή γνώμη παρακολουθούσε με ανυπομονησία τις δηλώσεις των δύο ηγετών σχετικά με ένα ζήτημα που κυριάρχησε στην ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών: τι θα γίνει με την πώληση των μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες -ή καλύτερα φήμες- από ανώνυμους τουρκικούς κύκλους, το Βερολίνο φέρεται να έχει εγκαταλείψει την αρχική του άρνηση να προμηθεύσει το υπερσύγχρονο μαχητικό αεροσκάφος στην Άγκυρα.
Μία κοινοπραξία εταιρειών από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Γερμανία κατασκευάζει το μαχητικό αεροσκάφος που επιθυμεί διακαώς η τουρκική πολεμική αεροπορία. Με εξαίρεση τη Γερμανία, όλες οι υπόλοιπες χώρες έχουν δώσει το «πράσινο φως» για την πώληση. Αξιοσημείωτο είναι ότι ούτε ο Ερντογάν, ούτε ο Γερμανός καλεσμένος του Όλαφ Σολτς, ανέφεραν τη λέξη Eurofighter κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου. Ο Ερντογάν αρκέστηκε να δηλώσει ότι είναι ευγνώμων που ο Σολτς συνέβαλε στην άρση των εμποδίων στις γερμανικές προμήθειες όπλων προς την Τουρκία.
Η γενική αυτή δήλωση ενδέχεται να αναφέρεται και σε πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, σύμφωνα με τις οποίες το Βερολίνο έδωσε πρόσφατα άδεια για την παράδοση εξοπλισμών αξίας άνω των 300 εκατ. ευρώ, κυρίως για το τουρκικό ναυτικό. Παρόλο που αυτές οι άδειες συνιστούν σημαντική στροφή στην πολιτική εξαγωγών όπλων της Γερμανίας, το ποσό αυτό είναι σχετικά μικρό σε σύγκριση με μία ενδεχόμενη συμφωνία για τα μαχητικά Eurofighter.
Η μετατόπιση ευθυνών είναι μια παλιά τακτική που χρησιμοποιείται συχνά και στην πολιτική. Στην Κωνσταντινούπολη, ο Όλαφ Σολτς, αναφερόμενος στη συμφωνία για τα Eurofighter, δήλωσε ότι πρόκειται για «ένα ζήτημα που θα συνεχίσει να εξελίσσεται». Παράλληλα, τόνισε πως η ευθύνη σε αυτόν τον τομέα ανήκει στους Βρετανούς.
Αυτό που απέφυγε να αναφέρει ο Όλαφ Σολτς, για λόγους διπλωματικής σκοπιμότητας, είναι ότι οι Γερμανοί -όπως προκύπτει από δημοσιογραφικές πηγές- επιδιώκουν να συνδέσουν την πιθανή προμήθεια των ευρωπαϊκών μαχητικών αεροσκαφών με μια έγγραφη δέσμευση από την Άγκυρα. Συγκεκριμένα, ζητούν οι Τούρκοι να δεσμευτούν ότι δεν θα χρησιμοποιήσουν τα αεροσκάφη για πτήσεις στον ελληνικό εναέριο χώρο στο Αιγαίο. Πρόκειται για έναν όρο που η Τουρκία απορρίπτει κατηγορηματικά.
Οι δηλώσεις που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με τη συμφωνία για την αγορά 40 αεροσκαφών, αξίας περίπου πέντε δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν προσέφεραν μεγάλη σαφήνεια. Ωστόσο, φρόντισαν να μην δοθεί η εντύπωση ότι οι πόρτες είναι οριστικά κλειστές.
Όχι μόνο ο Ερντογάν, αλλά και η κυβέρνηση στην Αθήνα, σίγουρα παρατήρησαν το γεγονός ότι ο Όλαφ Σολτς υπογράμμισε τις θετικές εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Γερμανός καγκελάριος εξέφρασε την ελπίδα ότι αυτές οι εξελίξεις θα αποτελέσουν το θεμέλιο για μόνιμες φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών.
Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανυθεί. Ο Γερμανός καγκελάριος το γνωρίζει καλά, καθώς οι διπλωμάτες του εργάστηκαν παρασκηνιακά στα τέλη του 2022 για να συμβάλουν στην επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Οι συναντήσεις μεταξύ Ερντογάν και Σολτς συχνά έχουν τον χαρακτήρα πολιτικού παζαριού. Καθώς ο Σολτς δεν φαίνεται πρόθυμος να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στο ζήτημα των Eurofighter, δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόθεση από τον Ερντογάν να προβεί σε ουσιαστικές παραχωρήσεις στο μεταναστευτικό. Και τα δύο αυτά θέματα, που συνδέονται με το πλαίσιο του δούναι και λαβείν, θα απασχολήσουν τους διπλωμάτες τους επόμενους μήνες. Στο πλαίσιο αυτό, η δήλωση του Ερντογάν ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να διατηρεί ανοιχτά τα σύνορά της για πρόσφυγες από τη Συρία και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής έχει ιδιαίτερη σημασία.
Όσο αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν στην Τουρκία και δεν επιχειρούν να μετακινηθούν προς την Ευρώπη, όπως συνέβη το 2015, το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί προτεραιότητα για το Βερολίνο.
* Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.