Το περιοδικό Economist, αναφέρεται στο γεγονός ότι η Τουρκία αποτελεί την εξαίρεση μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ, καθώς αποφεύγει να επικρίνει τη Μόσχα για τον χειρισμό του ηγέτη της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι – κι αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι, καθώς δείχνει τη σχέση μεταξύ των προέδρων της Ρωσίας και της Τουρκίας, Βλαντιμίρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το άρθρο του Economist κάνει λόγο για ένα παράδοξο ζευγάρι που βασίζεται όχι στον όγκο της στρατιωτικής ισχύος αλλά στην ετοιμότητα χρήσης της, σε αντιδιαστολή προς τη Δύση.
«Οι δύο άνδρες έχουν ένα κοινό δέσιμο με τη σκληρή εξουσία, πράγμα που αναμορφώνει την περιφερειακή στρατηγική και προξενεί απροσδόκητα προβλήματα στους δυτικούς συμμάχους της Τουρκίας», επισημαίνει το άρθρο.
Παρά τις ιστορικές διάφορες των άλλοτε δυο αυτοκρατοριών και το γεγονός ότι οι πλευρές βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα σε μια σειρά από στρατιωτικές συγκρούσεις, Ρωσία και Τουρκία έχουν ανοικτό κανάλι επικοινωνίας και συνεργασίας. Παρότι τα Τουρκικά drones κατέστρεφαν τα ρωσικά τανκς των Αρμενίων τον Οκτώβριο, ο Πούτιν είπε για τον Τούρκο ομόλογό του, «η συνεργασία με τέτοιον εταίρο είναι όχι μόνο ευχάριστη, αλλά και ασφαλής».
Η συμφωνία άλλωστε για την αγορά του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S400 από την Τουρκία συνιστά μία από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές αλλαγές από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Πριν από δύο χρόνια, ο Ερντογάν χαρακτήρισε την αγορά «την πιο σημαντική συμφωνία στην ιστορία της χώρας». Το κόστος όμως είναι μεγάλο. Η τιμή που κατέβαλε η Τουρκία έφτασε αφενός τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια και αφετέρου αποκλείστηκε από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των μαχητικών F-35 της Αμερικής. Τον Δεκέμβριο, άλλωστε η Ουάσινγκτον επέβαλε πρόσθετες κυρώσεις εναντίον του οργανισμού προμηθειών άμυνας της Τουρκίας.
«Αμφότεροι κατανοούν πως δεν έχει τόση σημασία η ισορροπία της ισχύος αλλά η ετοιμότητα χρήσης της», παρατηρεί ο Αντρέι Κορτούνοφ, επικεφαλής του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων, υποδεικνύοντας το παράδειγμα της διστακτικότητας των υπέρτερων αμερικανικών δυνάμεων να παρέμβουν δυναμικά στη Συρία, όπως έκαναν Μόσχα και Άγκυρα.
Το εμπόριο και οι επενδύσεις διαδραματίζουν επίσης ρόλο στη σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία. Οι εξαγωγές ενέργειας αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των μεταξύ τους συναλλαγών, με την Τουρκία να έχει έλλειμμα 13,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τη Ρωσία. «Δεν πρέπει να υποτιμούμε τους επιχειρηματικούς δεσμούς», λέει ο Μπεχλούλ Οζκάν του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά. [Οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες κοντά στο AK (το κόμμα του Ερντογάν) λαμβάνουν μεγάλα συμβολαια». Μεταξύ του 2010 και του 2019, η Ρωσία ήταν μακράν η κορυφαία αγορά για τους Τούρκους εργολάβους, με πάνω από 40 δισ. δολάρια σε ολοκληρωμένα έργα.
Το άρθρο κάνει επίσης μια ιστορική αναδρομή σε προηγούμενες συνεργασίες της Μόσχας με την Άγκυρα, αναφέροντας και τον εξοπλισμό του Κεμάλ Ατατούρκ από τον Λένιν εναντίον Ελλήνων και Βρετανών στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Μετά την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους από τουρκικές δυνάμεις στα συροτουρκικά σύνορα το 2015, υπήρξε μια πρόσκαιρη ένταση μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Ωστόσο, η απροθυμία της Δύσης να στηρίξει τότε την Άγκυρα και η σύσφιξη των σχέσεων Πούτιν-Ερντογάν κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 στην Τουρκία άλλαξαν εντελώς την εικόνα, τονίζει το άρθρο. Προσθέτει μάλιστα τις φήμες περί προειδοποίησης του Τούρκου προέδρου για το επιχειρηθέν πραξικόπημα από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, για το οποίο πλέον η Άγκυρα κατηγορεί ανοικτά τις ΗΠΑ.
«Όταν το ΝΑΤΟ δεν έσπευσε σε βοήθεια της Τουρκίας, οι Τούρκοι κατανόησαν ότι ο μόνος τρόπος να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στη Συρία ήταν μέσω συμφωνίας με τη Ρωσία, και η συμφωνία αυτή αντέχει ακόμη», σχολιάζει στο περιοδικό ο Εμρέ Ερσέν, ειδικός περί Ρωσίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, στην Κωνσταντινούπολη.
Ακολούθησε πληθώρα προσωπικών επαφών Πούτιν-Ερντογάν, η αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων κι η ανταλλαγή απόψεων και ειδήσεων μεταξύ των δύο φαινομενικά μη συμβατών εθνών σε ηλεκτρονικές και συμβατικές πλατφόρμες πληροφοριών. «Δεν πρέπει επίσης να υποτιμούμε τις επιχειρηματικές σχέσεις», προσθέτει ο Μπελούλ Οζκάν, καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη.
Τονίζεται, επίσης, η κοινή νοσταλγία των δύο ηγετών για το αυτοκρατορικό παρελθόν των χωρών τους, επισημαίνοντας ότι «ο Ερντογάν έχει θέσει το Οθωμανικό παρελθόν της χώρας του στην υπηρεσία μιας πιο επιθετικής εξωτερικής πολιτικής, υπονοώντας την αποκατάσταση [όπως αναφέρει το άρθρο επί λέξει] της τουρκικής εξουσίας στα ελληνικά νησιά που αγκαλιάζουν τις ακτές της στο Αιγαίο και αντιπαρατιθέμενος με την Ελλάδα, την Κύπρο και τη Γαλλία στην πλούσια σε κοιτάσματα φυσικού αερίου ανατολική Μεσόγειο».
Τέλος, η Ρωσία και η Τουρκία απέχουν ακόμη και δεν μπορούν ποτέ να έχουν μια πραγματική συμμαχία. «Δεν μιλάμε για μια στρατηγική συνεργασία», λέει ο Ονούρ Ισχί, επικεφαλής του Κέντρου Ρωσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπιλκέντ. «Δεν πιστεύω ότι η Τουρκία έχει την πολυτέλεια να διακινδυνεύσει την κατάρρευση ολόκληρης της θεσμικής σχέσης της με τη Δύση».