Οκτώ χρόνια μετά την προσφυγική κρίση του 2015, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να σκοντάφτει στο ζήτημα της μεταρρύθμισης του συστήματος ασύλου της, σε μια περίοδο που οι αφίξεις μεταναστών αυξάνονται και πάλι στην ήπειρο.
Επίσης, η ισχύς της άκρας δεξιάς σε ευρωπαϊκές χώρες περιπλέκει ακόμη περισσότερο τις προοπτικές να υπάρξει συναίνεση πάνω στο ζήτημα ενός καλύτερου καταμερισμού των ευθυνών στους κόλπους της Ένωσης όσον αφορά την υποδοχή των αιτούντων άσυλο.
Το μεταναστευτικό ζήτημα, πιο συγκεκριμένα αυτό των επιστροφών παράτυπων μεταναστών στη χώρα προέλευσής τους, θα βρεθεί αύριο, Πέμπτη, στο μενού μιας συνεδρίασης των Ευρωπαίων υπουργών Εσωτερικών στη Σουηδία, η οποία ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ κατά το τρέχον εξάμηνο και διεξάγει συνεπώς τις διαπραγματεύσεις για τα ευρωπαϊκά ζητήματα μέχρι το τέλος Ιουνίου.
Σ' αυτή τη σκανδιναβική χώρα, η οποία είχε μέχρι το 2015-2016 μια από τις πιο γενναιόδωρες πολιτικές ασύλου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η κυβέρνηση βασίζεται από τον Οκτώβριο σε μια άνευ προηγουμένου συμμαχία με το ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών (SD).
Η συμφωνία για τη συγκρότηση πλειοψηφίας που συνήφθη ανάμεσα στα τρία κυβερνητικά κόμματα και το SD «καθιστά ακόμη πιο αυστηρή την περιοριστική προσέγγιση» στη μετανάστευση που είχε υιοθετηθεί από την προηγούμενη, σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, υπογραμμίζει ο Μπερντ Πάρουσελ του Σουηδικού Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Μελετών, που ερωτήθηκε από το Γαλλικό Πρακτορείο.
Έχει στόχο «να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η μετανάστευση» και η κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της «δεν θα θελήσουν σίγουρα έναν (ευρωπαϊκό) συμβιβασμό που θα μπορούσε να αυξήσει τον αριθμό των αιτούντων άσυλο στη Σουηδία», συνεχίζει.
«Όχι υποχρεωτική υποδοχή»
Ο Λούντβιχ Άσπλινγκ, βουλευτής του SD και εκπρόσωπος του κόμματος αυτού στα θέματα της μετανάστευσης, το επιβεβαιώνει: «Δεν έχουμε πρόβλημα με συνεργασίες για τον έλεγχο στα σύνορα ή για τη μάχη κατά της παράτυπης μετανάστευσης στην εγγύς περιφέρειά μας, όμως είναι σαφές ότι δεν θέλουμε καμιά υποχρεωτική υποδοχή μεταναστών», εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Η σουηδική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ θέλει να εργασθεί άμεσα για την αύξηση των επαναπατρισμών παράτυπων μεταναστών, καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο υλοποιείται μόνο το 20% των αποφάσεων για επαναπατρισμό.
Ορισμένες πτυχές του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, που παρουσιάσθηκε το Σεπτέμβριο 2020 από την Επιτροπή, προχωρούν, ιδιαίτερα η διεύρυνση του πεδίου της Eurodac, της ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων που περιέχει τα ψηφιακά αποτυπώματα παράτυπων μεταναστών και αιτούντων άσυλο. Ή η εφαρμογή ενός νέου υποχρεωτικού «φιλτραρίσματος» πριν από την είσοδο ενός μετανάστη στην ΕΕ.
Όμως η προοπτική να καταλήξουν στην υιοθέτηση του συνόλου του συμφώνου πριν από της ευρωεκλογές του 2024, όπως έχουν δεσμευθεί το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ, είναι τουλάχιστον αβέβαιη.
Διότι το πιο ακανθώδες σημείο, η μεταρρύθμιση του συστήματος του Δουβλίνου και η ανακατανομή των αιτούντων άσυλο ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, παραμένει μπλοκαρισμένο.
«Σ' αυτό το σημείο βλέπουμε πως εξακολουθεί να υπάρχει βαθιά ασυμφωνία μεταξύ των κρατών μελών», σχολιάζει η Ελένα Χαν, ειδική στα μεταναστευτικά ζητήματα στο European Policy Center (EPC).
Από τη μια πλευρά είναι οι μεσογειακές χώρες, οι οποίες διαμαρτύρονται για την επιβάρυνση που υφίστανται εξαιτίας του κανονισμού του Δουβλίνου, βάσει του οποίου η χώρα στην οποία φθάνει ένας μετανάστης στην ΕΕ είναι υπεύθυνη για να χειριστεί το αίτημα ασύλου του. Ζητούν «μετεγκαταστάσεις» αυτών των αιτούντων σε άλλες χώρες της ΕΕ.
«Συστήματα υπό πίεση»
Οι χώρες της βόρειας Ευρώπης εκφράζουν από την πλευρά τους ανησυχίες για τις δευτερεύουσες μετακινήσεις, δηλαδή για το γεγονός ότι βλέπουν να φθάνουν στο έδαφός τους πολυάριθμοι αιτούντες άσυλο που έχουν ήδη καταγραφεί σε άλλη χώρα ή των οποίων το αίτημα έχει απορριφθεί. Και κράτη όπως κυρίως η Πολωνία και η Ουγγαρία δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για μετεγκαταστάσεις.
Ο Μπερντ Παρουσέλ λέει πως είναι «όλο και πιο επιφυλακτικός» σχετικά με τη δυνατότητα να καταλήξει η ΕΕ σ΄ένα «αληθινά νέο σύστημα καταμερισμού των ευθυνών» και περιμένει μάλλον ένα «συμβιβασμό περιορισμένης εμβέλειας».
Όμως η ανάγκη για μια μεταρρύθμιση είναι πιεστική, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει αύξηση των αφίξεων: 330.000 «παράτυπες είσοδοι» το 2022, το υψηλότερο επίπεδο από το 2016, σύμφωνα με τον οργανισμό Frontex.
Περίπου 924.000 αιτήσεις ασύλου καταγράφηκαν το 2022, αριθμός αυξημένος κατά 50% σε ένα χρόνο, σύμφωνα με την Ευρωπαία επίτροπο Εσωτερικών Υποθέσεων Ίλβα Γιόχανσον, η οποία υπογράμμισε πως η ΕΕ έχει εξάλλου υποδεχθεί τέσσερα εκατομμύρια Ουκρανούς πρόσφυγες.
«Το γεγονός αυτό θέτει τα συστήματα μας υπό ισχυρή πίεση», παραδέχθηκε η Σουηδή επίτροπος.