Για τους Αμερικανούς πολίτες το διακύβευμα των εξηκοστών προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου 2024, είναι πιθανότατα όχι μόνο η ποιότητα ή ο χαρακτήρας, αλλά το ίδιο το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα τους. Στις προηγούμενες εκλογές του 2020, η εκλογή του Τζο Μπάιντεν είχε αποτελέσει το ανάχωμα απέναντι στον οδοστρωτήρα Ντόναλντ Τραμπ, ο οπoίος κατά τη διάρκεια της προηγούμενης προεδρίας του είχε καταπατήσει όλους τους κανόνες και όλους τους ελέγχους εξουσίας που διαθέτει το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Δηλαδή τα λεγόμενα «checks and balances». Τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες που προστατεύουν την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος των ΗΠΑ.
Και ως προς αυτό, ο Τζο Μπάιντεν επέτυχε. Ωστόσο, η απογοητευτική εμφάνιση του στο πρόσφατο «debate», γεννά μια σειρά από ερωτηματικά. Τι έπρεπε να κάνει στην τηλεοπτική αντιπαράθεση του με τον υποψήφιο πρόεδρο των Ρεπουμπλικάνων; Ένα απλό πράγμα. Να πείσει τους αμερικανικούς πολίτες ότι παραμένει ικανός, αποφασιστικός και αντάξιος των απαιτήσεων του αξιώματος του. Και σε αυτό απέτυχε παταγωδώς.
Δεν έχει σημασία, εάν έδωσε σωστές ή λανθασμένες απαντήσεις. Εάν αποκάλυψε τα ψεύδη τα οποία χρησιμοποιούσε ο αντίπαλος του. Εάν περιέγραψε τους δικούς του στόχους για τη δεύτερη θητεία του. Εάν αντέκρουσε τα σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ για την επόμενη τετραετία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πρόεδρος Μπάιντεν, εμφανίστηκε ανεπαρκής και ουσιαστικά ανίκανος να ηγηθεί των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Και συνεπακόλουθα ανεπαρκής και ανίκανος για να ηγηθεί ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Ειδικά, σε μια τόσο δύσκολη, σύνθετη και επικίνδυνη τροχιά της ιστορίας. Σε μια στιγμή κατά την οποία οι συντελούμενες παγκόσμιες τεκτονικές γεωπολιτικές μετακινήσεις έχουν προκαλέσει ήδη προσεισμούς.
Επομένως, το 2025 θα ξημερώσει για τη Δύση είτε με έναν ηγέτη ο οποίος είναι αδύναμος και ανεπαρκής, είτε με έναν ηγέτη ο οποίος είναι τουλάχιστον επικίνδυνος και απρόβλεπτος. Με μια ατζέντα γεμάτη ψέματα, που υπονομεύει τις πολιτικές ελευθερίες στην ίδια του τη χώρα, ωθώντας τους πολίτες στο διχόνοια, στο μίσος και στην τοξικότητα. Το γεγονός ότι αρνήθηκε κατά τη διάρκεια του debate να υποσχεθεί ότι θα αποδεχόταν την ενδεχόμενη ήττα, υιοθετώντας μάλιστα στην ουσία τη ρητορική που είχε υποκινήσει και το μοτίβο που είχε οδηγήσει στην επίθεση της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο, εξουδετερώνει ακόμα και τις πιο καλοπροαίρετους παρατηρητές.
Είναι σίγουρο ότι θα νικήσει ο Ντόναλντ Τραμπ; Η αλήθεια είναι πλέον ότι οι Αμερικανοί ψηφοφόροι θα πρέπει «τρομάξουν» πολύ από την απειλή που αποτελεί ο υποψήφιος πρόεδρος των Ρεπουμπλικάνων για να στηρίξουν τον πρόεδρο Μπάιντεν ή τον αντικαταστάτη του, μια που το προχθεσινό editorial των "New York Times", έδωσε το σχετικό σύνθημα.
Ο κόσμος του 2025 ξεκινάει λοιπόν είτε με μια αδύναμη Δύση, είτε με μια Δύση εντελώς διαφορετική. Και το ερώτημα που τίθεται είναι εάν έφτασε η αρχή της δύσης για τον Δυτικό Κόσμο, όπως τον γνωρίζουμε μετά από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι σήμερα.
Ποιοι είναι οι φόβοι που κάνουν την εμφάνιση τους; Οι φόβοι αφορούν τόσο το εσωτερικό των οικονομικών και αμυντικών συμμαχιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα, όσο και τις σχέσεις με άλλες χώρες. Ειδικά με την Κίνα που αποτελεί τον ισχυρότερο αντίπαλο των ΗΠΑ στον πλανήτη, με τη Ρωσία με την οποία υπάρχει το ανοικτό στρατιωτικό μέτωπο στην Ευρώπη μετά την εισβολή στην Ουκρανία, με τις χώρες της Αραβικής χερσονήσου, με την Ινδία που αποτελεί τη νέα παραγωγική μηχανή του πλανήτη και με τις υπόλοιπες χώρες που συγκροτούν με μεθοδικό τρόπο ένα αρραγές αντιδυτικό μέτωπο στα ευρύτερα πλαίσια των BRICS.
Ήδη από την προηγούμενη θητεία του ο Ντόναλντ Τραμπ είχε απαιτήσει την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών όλων των συμμαχικών χωρών των ΗΠΑ, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και στα πλαίσια των συμμαχιών του Ειρηνικού Ωκεανού. Παράλληλα κατά τη διάρκεια της προεδρίας του είχε προκαλέσει φθορά στις σχέσεις του με τις δυτικές χώρες, σε θέματα οικονομικών και εμπορικών πολιτικών. Με αποτέλεσμα να υπάρχει η ανησυχία για την επανεμφάνιση ενός κλίματος δυσπιστίας εντός του Δυτικού κόσμου.
Με την Κίνα είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσει τον εμπορικό και τεχνολογικό πόλεμο που είχε ξεκινήσει ήδη από το 2020. Έναν «πόλεμο» που συνέχισε και κλιμάκωσε σε ορισμένα σημεία και η προεδρία Τζο Μπάιντεν. Ο Ντόναλντ Τραμπ, έχει εξαγγείλει αύξηση των δασμών των κινεζικών προϊόντων της τάξεως του 60%.
Αδιευκρίνιστες παραμένουν οι προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ σε σχέση με τη Ρωσία. Δεν θα πρέπει να αποκλείεται πλήρης ανατροπή της κατάστασης στην Ουκρανία. Οι θέσεις των Ρεπουμπλικάνων όπως εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των ψηφοφοριών για τα νέα προγράμματα αμυντικής βοήθειας προς το Κίεβο, δίνουν μια πρώτη εικόνα για τις αλλαγές που πιθανότατα θα ακολουθήσουν. Επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να βρεθεί προ εκπλήξεων, αν υπάρξει επαναπροσέγγιση Τραμπ – Πούτιν.
«Μαύρο κουτί» αποτελεί και το κεφάλαιο Τραμπ - Ερντογάν.
Αμετάβλητη θα παραμείνει η στάση των ΗΠΑ απέναντι στο Ισραήλ. Η πολιτική και αμυντική υποστήριξη προς την κυβέρνηση Νετανιάχου αναμένεται να αναβαθμιστεί. Και πιθανότατα θα συνεχιστεί η προσπάθεια επαναπροσέγγισης ανάμεσα στο Ισραήλ, στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Με δυο λόγια οι εμπορικοί, οικονομικοί και αμυντικοί τριγμοί εντός του ευρύτερου Δυτικού κόσμου, η μεταβολή της ισορροπίας με τη Ρωσία και οι τριβές με το περιβάλλον των BRICS, δεν υπόσχονται μια κατάσταση «business as usual». Μένει να αποδειχθεί εάν αυτές οι εξελίξεις θα σημάνουν και την αρχή της δύσης για τον Δυτικό κόσμο όπως τον γνωρίζουμε.