Σημείο δίχως επιστροφή δύναται, και κατά γενική ομολογία θα έπρεπε, να αποτελέσει το ντιμπέιτ για την εκστρατεία επανεκλογής του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο πλατό του CNN επιβεβαιώθηκαν οι χειρότεροι φόβοι, όμως τώρα -μόλις τέσσερις μήνες πριν την κάλπη και κυρίως δίχως ένα καθαρό φαβορί για να παραλάβει σκυτάλη- μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά για τους Δημοκρατικούς να ανακόψουν την πορεία του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Λευκό Οίκο.
Ένα κράμα θλίψης, φόβου και απογοήτευσης άφησε πίσω του το ντιμπέιτ στην Ατλάντα. Θλίψη για την εικόνα ενός προέδρου που του πιστώνεται ότι καθ’ όλη την πολιτική του διαδρομή υπηρέτησε τη χώρα και τη Δημοκρατία, αλλά είναι πια σαφές ότι δεν μπορεί. Φόβο για έναν διχαστικό Τραμπ που επιστρέφει για να πάρει «εκδίκηση», προοπτική που ταράζει τους προοδευτικούς πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών και τους συμμάχους στην Ευρώπη.
Και απογοήτευση γιατί τα σημάδια ήταν εκεί, και ο μηχανισμός του Δημοκρατικού Κόμματος δεν κατάφερε να κινηθεί συντεταγμένα, να πιέσει και να πείσει τον Τζο Μπάιντεν να μην δώσει στα 81 του χρόνια αυτή τη μάχη. Και μπορεί να μην το καταφέρει ούτε και τώρα.
Σαφώς, κατά παράδοση ο νυν πρόεδρος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο όσον αφορά τη διεκδίκηση δεύτερης θητείας. Απέναντί τους όμως οι Δημοκρατικοί είχαν τον Ντόναλντ Τραμπ και όχι έναν υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών με τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές που ανέκαθεν χώριζαν τα δύο μεγάλα κόμματα πριν έλθει ο τραμπισμός να διαβρώσει πλήρως την ταυτότητα του GOP.
O Τραμπ αποτελεί απειλή για τη Δημοκρατία και το διακύβευμα αυτών των εκλογών είναι τεράστιο. Είναι πρωτοφανείς οι περιστάσεις και ίσως θα απαιτούσαν πρωτοφανείς κινήσεις εκ μέρους των Δημοκρατικών. Ο αντίλογος λέει ότι παρά το γηραιό της ηλικίας Μπάιντεν, «ζυγίστηκε» ότι πράγματι εκείνος θα είχε τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει του Τραμπ ελλείψει άλλων πολιτικών ισχυρού βεληνεκούς.
Η εικόνα ενός αδύναμου Μπάιντεν, σε σύγχυση και δίχως ειρμό έφερε όμως τώρα επιτακτικά στο προσκήνιο το ζήτημα της αντικατάστασης. Το ντιμπέιτ, στο οποίο είχε επενδύσει για να αποδείξει πως έχει τη δύναμη και πνευματική διαύγεια να ηγηθεί της Αμερικής για άλλα τέσσερα χρόνια, ανέδειξε ακριβώς το αντίθετο. Για το επιτελείο, τους συμμάχους του και τη δημοκρατική βάση ήταν επώδυνο να το παρακολουθήσουν.
«Ήταν ένα σοκ», δήλωσε ο «γκουρού» στη χάραξη της πολιτικής στρατηγικής και επικοινωνίας του Δημοκρατικού Κόμματος Ντέιβιντ Άξελροντ. «Τον αγαπώ, αλλά ήταν οδυνηρό να τον βλέπω έτσι» ανέφερε μετά τη λήξη του ντιμπέιτ εμφανώς συναισθηματικά φορτισμένος ο πολιτικός σχολιαστής του CNN Βανς Τζόουνς. «Ο Τζο Μπάιντεν είναι ένας καλός άνθρωπος και ένας καλός πρόεδρος. Πρέπει να αποσυρθεί από την κούρσα» έγραφε λίγο αργότερα στους New York Times ο Τόμας Φρίντμαν.
«Δεν μπορώ να θυμηθώ μια πιο οδυνηρή στιγμή σε αμερικανική πολιτική προεκλογική εκστρατεία σε ολόκληρη τη ζωή μου -ακριβώς εξαιτίας αυτού που αποκάλυψε: Ο Τζο Μπάιντεν, ένας καλός άνθρωπος και ένας καλός πρόεδρος, δεν έχει καμία δουλειά να διεκδικήσει την επανεκλογή του. Και ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας κακόβουλος άνθρωπος και ένας μικροπρεπής πρόεδρος, δεν έχει μάθει τίποτα και δεν έχει ξεχάσει τίποτα» αναφέρει ο Φρίντμαν, σημειώνοντας πως «η οικογένεια Μπάιντεν και μια πολιτική ομάδα πρέπει να κάνουν γρήγορα μία συζήτηση με αγάπη, σαφήνεια και αποφασιστικότητα με τον πρόεδρο» για να έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες «τη μεγαλύτερη δυνατή ευκαιρία να αποτρέψουν την απειλή Τραμπ το Νοέμβριο».
Διά στόματος του πρώην συμβούλου των Ρεπουμπλικανών και συνιδρυτή του αντι-τραμπικού Lincoln Project, Στιβ Σμιντ, ήλθε επίσης η ακόλουθη δήλωση: «Ο Τζο Μπάιντεν έχασε τη χώρα απόψε και δεν θα την ξανακερδίσει. Αν ο Τραμπ αποτελεί απειλή και η Δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο, τότε ο Μπάιντεν πρέπει να κάνει στην άκρη. Το καθήκον του, ο όρκος και η κληρονομιά του απαιτούν μια πράξη ταπεινότητας και ανιδιοτέλειας».
Είναι ώρες αμηχανίας, αν όχι πανικού, για την εκστρατεία Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα. Αφού ο Ντέιβιντ Άξελροντ (ο οποίος οδήγησε σε δύο εκλογικές νίκες τον Μπαράκ Ομπάμα) μίλησε για τη «νύχτα που επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας», έσπευσε να διευκρινίσει-προειδοποιήσει: «Δεν είμαστε πλέον στη δεκαετία του 1960, όταν ένα κομματικό συνέδριο μπορούσε να αποφασίσει τα πάντα: Ο Μπάιντεν προτάθηκε από τον δημοκρατικό λαό στις προκριματικές εκλογές και μόνο αυτός μπορεί να αποφασίσει να κάνει πίσω».
Θα κάνει όμως ο Αμερικανός πρόεδρος πίσω; Κανένας εν ενεργεία πρόεδρος δεν έχει εγκαταλείψει την κούρσα τόσο αργά στην εκστρατεία. Υπάρχουν σενάρια να ζητηθεί η παρέμβαση των γηραιότερων του κόμματος, όπως ο γερουσιαστής Τσακ Σούμερ της Νέας Υόρκης, η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι και ο βουλευτής της Νότιας Καρολίνας Τζέιμς Ε. Κλάιμπερν, προκειμένου να πείσουν τον Μπάιντεν να αποσυρθεί.
Πάντως, δεν έχουν υπάρξει ενδείξεις ότι κάποιος εξ αυτών θα συμφωνούσε να το πράξει, ενώ άλλοι Δημοκρατικοί φοβούνται πως είναι πολύ αργά, σημειώνοντας επίσης ότι ο Μπάιντεν είναι ένας περήφανος, πεισματάρης άνθρωπος που επιμένει ότι είναι ο καταλληλότερος για να νικήσει τον Τραμπ. Οι Δημοκρατικοί ανησυχούν εδώ και καιρό ότι δεν υπάρχει προφανής διάδοχος. Η Κάμαλα Χάρις είναι βαθιά αντιδημοφιλής, και πολλοί αμφιβάλλουν εάν ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια Γκάβιν Νιούσομ ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην πρόκληση.
Ο Τζο Μπάιντεν θα έπρεπε να «αποδεσμεύσει» τους εκλέκτορες που κέρδισε κατά τον κύκλο των προκριματικών, δηλαδή να απαλλάξει τους συνέδρους από την υποχρεωτική ψήφο στο πρόσωπό του και το Δημοκρατικό Κόμμα να επιλέγει στο συνέδριο του Αυγούστου διαφορετικό υποψήφιο. Πέραν του Γκάβιν Νιούσομ, η λίστα πιθανών υποψηφίων περιλαμβάνει τους κυβερνήτες της Πενσιλβάνια Τζος Σαπίρο, Μίσιγκαν Γκρέτσεν Ουίτμερ, Κολοράντο Τζάρεντ Πόλις και Ιλινόι Τζ. Μπ. Πρίτσκερ. Σύμβουλος του Μπέρνι Σάντερς είχε επίσης διαρρεύσει ότι δεν αποκλείει να θέσει υποψηφιότητα σε περίπτωση απόσυρσης του Τζο Μπάιντεν.
Το στοίχημα για τους Δημοκρατικούς σε μία τέτοια περίπτωση θα ήταν να κινηθούν κατά το δυνατόν συντεταγμένα αποφεύγοντας να δώσουν μία εικόνα χάους και διχασμού, μία ανάσα πριν την κάλπη της 5ης Νοεμβρίου.
Τις πρώτες στιγμές σύγχυσης Μπάιντεν στο ντιμπέιτ, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ειρωνική έκφραση αλλά δεν σχολίασε τίποτα. Στην τρίτη δυσνόητη αναφορά του Αμερικανού προέδρου, δήλωσε: «Δεν κατάλαβα τι είπε και δεν νομίζω ότι κατάλαβε ούτε εκείνος». Αυτή η φράση του Τραμπ από το ντιμπέιτ αντικατοπτρίζει δυστυχώς την πραγματικότητα. Στη συνέχεια δεν είπε τίποτε άλλο, γνωρίζοντας ότι δεν χρειάζεται.
Όσον αφορά τη δική του εμφάνιση, ουδείς περίμενε ότι ο υπόδικος για την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου πρώην πρόεδρος δεν θα επιδοθεί σε ανακρίβειες και ψεύδη, όπως και έκανε. Παρόλα αυτά εμφανίστηκε «πειθαρχημένος» και μετρημένος για τα δεδομένα του. Είχε «ζυγίσει» την κατάσταση καλά. Όταν ο Τζο Μπάιντεν πέρασε στην αντεπίθεση ήταν πλέον αργά.