Το γεγονός ότι η Ανγκελα Μέρκελ αισθάνθηκε την ανάγκη να παρέμβει στη διαμάχη την οποία έχει ανοίξει το Βερολίνο με τη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες δείχνει ότι η υπόθεση είναι σοβαρή και έχει πολλές προεκτάσεις. Πολύ περισσότερο καθώς η επίμαχη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, η οποία αμφισβητεί ευθέως την ανεξαρτησία της ΕΚΤ και τη δυνατότητά της να αγοράζει τα ομόλογα των κρατών της ευρωζώνης, έχει προκαλέσει έναν άτυπο «εμφύλιο» και στις τάξεις του κόμματός της, των Χριστιανοδημοκρατών.
Κι αυτό, ενώ ήδη οι συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες επέκριναν δημοσίως την απόφαση, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία την υποδέχθηκε ενθουσιωδώς, ενώ αντιδράσεις – προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση – έχουν προκληθεί και σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η καγκελάριος, λοιπόν, κατά τη διάρκεια της συνάντησης της ηγεσίας της CDU, κάλεσε τους παρευρισκόμενους να δώσουν μια «σοφή» απάντηση στην εν εξελίξει κρίση, ενώ χαρακτήρισε «επιλύσιμη» την υπόθεση που έχει δημιουργηθεί, εφόσον φυσικά η διοίκηση της ΕΚΤ εξηγήσει επαρκώς και πειστικά το σχέδιό της. Ωστόσο, καθώς αυτό ακριβώς το τελευταίο είναι που ζητούν και τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, είναι φανερό ότι πρακτικά η Μέρκελ τους «έκλεισε το μάτι» – ενώ όχι απλώς δεν αποδοκίμασε την ετυμηγορία τους, αλλά αντιθέτως, έσπευσε να τη χαρακτηρίσει ιδιαιτέρως σημαντική.
Βεβαίως, την ίδια στιγμή, φρόντισε να τηρήσει χαμηλούς τόνους και να εκπέμψει ένα μήνυμα συναίνεσης. Σημείωσε ότι «κατανοεί» την ανάγκη της Κομισιόν να διαμηνύσει πως οι εθνικές δικαστικές αρχές δεν μπορούν να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (το οποίο έχει χαρακτηρίσει σύννομο το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης), ενώ πρόσθεσε ότι θεωρεί προβληματικό το γεγονός ότι κάποιες κυβερνήσεις των «27» – ενδεικτικά, ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ματέους Μοραβιέτσκι, έκανε λόγο για «μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις στην ιστορία της ΕΕ», ενώ ανάλογες δηλώσεις έκανε ο Ούγγρος συνάδελφός του, Βίκτορ Όρμπαν – έσπευσαν να επικροτήσουν απολύτως το σκεπτικό των Γερμανών δικαστών.
Θα προκληθεί ντόμινο;
Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι πως δεν έχουν όλα τα κορυφαία στελέχη της CDU την ίδια άποψη ούτε τηρούν ανάλογη στάση. Για του λόγου το αληθές, η νυν πρόεδρος της Κομισιόν και μέχρι σχετικά πρόσφατα δεξί χέρι της Μέρκελ, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, άφησε ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο νομικής προσφυγής σε βάρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας της. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, Μάνφρεντ Βέμπερ, ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για «σοβαρό σφάλμα».
Ακόμη και ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν πρόεδρος της γερμανικής Βουλής, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – αν και φρόντισε να χαρακτηρίσει «αναπόφευκτη» την ετυμηγορία των συμπατριωτών του δικαστών, τηρώντας ίσες αποστάσεις – διέγνωσε ένα σοβαρό κίνδυνο: «Μπορεί και τα ανάλογα δικαστήρια άλλων κρατών-μελών να επικαλεστούν το δικό μας συνταγματικό δικαστήριο και να μην ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου». Δεν απέκλεισε, μάλιστα, ούτε το σενάριο «κυβερνήσεις κρατών-μελών της ΕΕ να θέσουν σε αμφισβήτηση το ευρώ».
Πού θα οδηγήσει, άραγε, αυτό το νέο «πολεμικό μέτωπο» που έχει ανοίξει στην Ευρώπη από την περασμένη εβδομάδα και μάλιστα σε μια στιγμή που εκκρεμεί να δούμε το σχέδιο για την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης;
Το πιθανότερο είναι ότι, σε αυτή τη φάση, το Βερολίνο δεν θα δώσει συνέχεια στην αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ και της Κριστίν Λαγκάρντ. Αναμφίβολα, ωστόσο, πέτυχε τον στόχο του, ρίχνοντας ένα «σπόρο» διχόνοιας τον οποίο, αναλόγως των εξελίξεων, μπορεί είτε να τον αφήσει να ξεραθεί είτε να τον ποτίσει για να ανθίσει.