Λευκές κόλλες χαρτιού στα χέρια των Κινέζων πολιτών έγιναν τον Νοέμβριο του 2022 σύμβολο σιωπηρής ανυπακοής απέναντι στο καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ. Ήταν το μεγαλύτερο κύμα αμφισβήτησης όχι μόνο κατά της στρατηγικής μηδενικής Covid, που μετέτρεψε την Κίνα στην απόλυτη δυστοπία, αλλά και της ίδιας της εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος φέρνοντας στη μνήμη τις ημέρες της εξέγερσης στην πλατεία Τιενανμέν το 1989.
Έναν χρόνο μετά, το καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ επιδιώκει με λογοκρισία και καταστολή της διαφωνίας να περάσει στη λήθη η αποκαλούμενη «εξέγερση του λευκού χαρτιού» ή «επανάσταση Α4». Όπως και η Τιεναμέν, «πρέπει» να ξεχαστεί. Στην Κίνα, όπου δεν επιτρέπεται να θυμάσαι, κάθε εκδήλωση αναφορικά με την επέτειο των διαδηλώσεων απαγορεύτηκε και κάθε σχετική αναφορά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λογοκρίθηκε. Η απειλή της σύλληψης παραμονεύει ανά πάσα στιγμή και παντού.
Οι διαδηλωτές του 2022 διασκορπίστηκαν. Άλλοι σιώπησαν. Άλλοι εξακολουθούν να αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη σπίθα και την ελπίδα για δημοκρατική αλλαγή, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο η σπάνια μαζική έκφραση διαφωνίας να ξεχαστεί εν τέλει από την κινεζική κοινή γνώμη εν μέσω συστηματικού κρατικού εκφοβισμού και λογοκρισίας.
Για πολλούς από όσους μετείχαν στις διαδηλώσεις, η παρακαταθήκη της «εξέγερσης του λευκού χαρτιού» είναι ότι συνέβαλε στη συνειδητοποίηση ότι ο κινεζικός λαός έχει δύναμη στα χέρια του και πρέπει να διεκδικήσει και να προστατεύσει τα δικαιώματά του. Αυτό πιστεύει και γι' αυτό παλεύει ο Κινέζος καλλιτέχνης και μπλόγκερ με έδρα την Ιταλία, γνωστός ως «καθηγητής Λι» που μιλά στο πρακτορείο Reuters. Ο λογαριασμός του στο Twitter αποτελούσε κεντρική πηγή πληροφόρησης καθώς πλήθη νέων ξεχύνονταν πέρυσι στους δρόμους στο Πεκίνο, τη Σαγκάη και άλλες πόλεις, ακόμη και στην Γιουχάν όπου είχαν καταγραφεί τα πρώτα κρούσματα της νόσου Covid-19.
Ένα μείγμα ελπίδας και αμφιθυμίας δείχνουν να έχουν αφήσει πίσω τους τα γεγονότα του 2022 καθώς από τη μία συνέβαλαν στο να τερματιστούν οι περιορισμοί για την Covid-19, αλλά απέτυχαν να επιτύχουν μία μόνιμη πολιτική αλλαγή.
«Πολλοί διαδηλωτές βίωσαν για πρώτη φορά την εμπειρία του να είναι μέρος μιας συλλογικότητας πολιτών» λέει στο Associated Press o μεταπτυχιακός φοιτητής Γιτσέν Χουάνγκ, ο οποίος διέφυγε στη Γερμανία τον Μάρτιο. «Για τους Κινέζους, αυτό είναι σαν την πρώτη αγάπη» ανέφερε μιλώντας ανωνύμως στο Associated Press.
O ίδιος είχε γλιτώσει οριακά τη σύλληψη κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στη Σαγκάη -εκεί όπου κατά τη διάρκεια της πανδημίας επί δύο μήνες οι κάτοικοι είχαν μείνει παγιδευμένοι με κρατική εντολή στα σπίτια τους· κάποιοι πεινούσαν, άλλους τους άρπαζε η αστυνομία και τους οδηγούσε σε κέντρα απομόνωσης μαζί με χιλιάδες άλλους.
Έπειτα από προηγούμενη συνέντευξή του οι κινεζικές Αρχές είχαν συλλάβει τη μητέρα του για ανάκριση. Ο ίδιος φοβάται, αλλά μιλάει θέλοντας να κρατήσει ζωντανό το πνεύμα της περυσινής εξέγερσης σε μία Κίνα όπου υπό το καθεστώς Σι δεν υπάρχει χώρος για την κοινωνία των πολιτών.
Από την άλλη, καταγράφεται όμως και μία γενική απροθυμία μεταξύ συμμετεχόντων στις διαδηλώσεις να συζητήσουν ακόμη και μεταξύ φίλων για τα όσα έζησαν ένα χρόνο πριν φοβούμενοι για την ασφάλειά τους, καθώς και να ανακαλέσουν συνολικά μνήμες από την πανδημία. Κάποιοι δέχθηκαν προειδοποιήσεις από τις Αρχές να μην λάβουν μέρος σε καμία δράση που να σχετίζεται με την επέτειο. Αυτές οι προειδοποιήσεις σε συνδυασμό με την πραγματικότητα της ζωής στην Κίνα μπορεί να μετριάσουν τις ελπίδες για ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές, θεωρεί 28χρονη εργαζόμενη σε τεχνολογική εταιρεία του Πεκίνου.
«Ακόμα και αν ορισμένοι νέοι που διαδήλωσαν για πρώτη φορά είχαν μια πολιτική αφύπνιση, αυτό πιθανώς σύντομα ξεπεράστηκε από πεζές ανησυχίες όπως η κακή οικονομία, η αγορά ακινήτων και η υψηλή ανεργία», αναφέρει.
Καταλύτης για το ξέσπασμα της δημόσιας οργής στην Κίνα στάθηκε ο θάνατος δέκα ανθρώπων σε πυρκαγιά στο Ουρούμτσι της επαρχίας Σιντζιάνγκ. Πολλοί αναρωτιούνταν αν εκείνοι που κάηκαν ζωντανοί δεν κατάφεραν να διαφύγουν επειδή ήταν κλειδωμένοι στα σπίτια τους -μία από τις αδιανόητες τακτικές που χρησιμοποίησαν οι αρχές για να ανακόψουν την εξάπλωση του κορωνοιού-, ενώ πλάνα από βίντεο υποδήλωναν ότι τα μέτρα της καραντίνας μπορεί να καθυστέρησαν την άφιξη των πυροσβεστικών δυνάμεων.
Οι διαδηλωτές ζητούσαν να μπει τέλος στους υποχρεωτικούς διαγνωστικούς ελέγχους και τα μέτρα της καραντίνας. Αλλά όχι μόνο. Για πρώτη φορά στα χρόνια της ηγεσίας του ο Σι Τζινπίνγκ αμφισβητήθηκε ευθέως από χιλιάδες ανθρώπους που ζήτησαν ελευθερία έκφρασης, δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, ακόμη και την παραίτησή του.
Σύμβολο της ανυπακοής έγιναν οι λευκές κόλλες που είχαν τις «ρίζες» τους στις διαδηλώσεις του 2020 στο Χονγκ Κονγκ, όπου οι πολίτες -κινδυνεύοντας με σύλληψη εάν φώναζαν πολιτικά συνθήματα- «κατέφυγαν» σε φύλλα λευκού χαρτιού για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στους δρακόντειους νόμους για την εθνική ασφάλεια που στόχο είχαν να καταπνίξουν τη διαφωνία. Δεν είναι σπάνιο ένα αντικείμενο να φθάνει να συμβολίσει ένα ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας· είχαν προηγηθεί στο Χονγκ Κονγκ οι κίτρινες ομπρέλες, οι λαστιχένιες πάπιες στην Ταϊλάνδη, αλλά και η διαμαρτυρία των λουλουδιών στη Λευκορωσία.
Λίγες ημέρες αφότου είχαν ξεσπάσει οι διαδηλώσεις η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε αιφνιδίως την άρση πολλών εκ των περιοριστικών μέτρων. Ήταν μία προδιαγεγραμμένη εξέλιξη με φόντο την οικονομία που ασφυκτιούσε κάτω από τα περιοριστικά μέτρα, όμως επιταχύνθηκε από τις εξελίξεις. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού -και το ιατρικό σύστημα- ήταν απροετοίμαστο για την ξαφνική δράση της κυβέρνησης- και οι λοιμώξεις Covid-19, οι νοσηλείες και οι θάνατοι αυξήθηκαν ραγδαία. Η άρση των μέτρων ήταν πάντως σε κάθε περίπτωση μία νίκη των διαδηλωτών. Μετά ήρθε η καταστολή.
Σε όλη τη χώρα, η αστυνομία ξεκίνησε έρευνες για όσους είχαν συμμετάσχει στις συγκεντρώσεις. Διαδηλωτές προσήχθησαν για ανάκριση, η αστυνομία χτυπούσε τις πόρτες συγγενών και ορισμένοι συνελήφθησαν εβδομάδες ή μήνες μετά το κύμα διαμαρτυρίας. Κάποιοι βρίσκονται στη φυλακή έως και σήμερα και πολλοί εκ των αποφυλακισθέντων τελούν υπό συνεχή παρακολούθηση.
Στην πρώτη επέτειο των διαδηλώσεων πόλεις με μεγάλες κινεζικές κοινότητες στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων Νέας Υόρκης, Λονδίνου και Ουάσινγκτον, διοργάνωσαν επετειακές εκδηλώσεις. Στο Πεκίνο ή τη Σαγκάη δεν υπήρξαν διαδηλώσεις, ενώ έντονη ήταν η αστυνομική παρουσίας σε κεντρικά σημεία.
Πρόσφατο άρθρο του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων Xinhua δεν έκανε καμία αναφορά στις διαδηλώσεις, αλλά σημείωνε ότι η «κόπωση, το άγχος και η ένταση» της κοινής γνώμης αυξάνονταν και αυτό βοήθησε να αλλάξουν γνώμη οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Το κόμμα αρέσκεται να ισχυρίζεται ότι ανταποκρίνεται στις διαθέσεις της κοινής γνώμης, σημειώνει ο Economist.