Το επικίνδυνο «comfort zone» της Ευρώπης
Shutterstock
Shutterstock
Ανάλυση Carnegie Europe

Το επικίνδυνο «comfort zone» της Ευρώπης

«Απρόθυμη να αλλάξει το status quo, η ΕΕ απέτυχε να προσαρμοστεί στον σημερινό ασταθή κόσμο. Το 2024, πρέπει να απαντήσει σε σκληρά ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια και τον παγκόσμιο ρόλο της», επισημαίνει σε ανάλυσή της η Carnegie Europe, η οποία δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο.  

Ο διετής πλέον πόλεμος στην Ουκρανία, η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή έπειτα από την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου, αλλά και η συζήτηση στην Ευρώπη για τη διεύρυνση της Ένωσης, «ταρακούνησαν» τα θεμέλια στα οποία βασίζεται το status quo στη Γηραιά Ήπειρο.

«Η Ευρώπη βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο», γράφει η Τζούντι Ντέμπσι. «Επικρατεί η αίσθηση ότι το status quo στην Ευρώπη μπορεί να συνεχιστεί. Αυτό το status quo βασίζεται στην προϋπόθεση ότι οι πόλεμοι δίπλα της δεν θα επηρεάσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον τρόπο λειτουργίας της, τη ζωή των πολιτών της».

Υπάρχει επίσης η πεποίθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες - όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου - θα συνεχίσουν να παρέχουν μια «ομπρέλα ασφαλείας» στην Ευρώπη. «Υπάρχει και η πεποίθηση, η οποία τροφοδοτείται από την παραπληροφόρηση, ότι η Ουκρανία χάνει τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Ίσως, για ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες αυτό να σημαίνει σύντομα ότι θα επιστρέψουν στις συνήθεις συναλλαγές με το Κρεμλίνο», αναφέρει.

Όλες αυτές οι υποθετικές ερμηνείες των γεωπολιτικών τεκταινόμενων, καταδεικνύουν την αδυναμία της ΕΕ να εστιάσει στον τρόπο που αυτές οι συγκρούσεις θα επηρεάσουν βαθιά τη μελλοντική της σταθερότητα, αλλά και το γεγονός ότι το status quo «δεν είναι πλέον βιώσιμο».

«Σε περιόδους αναταραχής, οι ηγέτες της ΕΕ αρέσκονται πάντα να καταφεύγουν στο mantra : Η κρίση κάνει το μπλοκ ισχυρότερο»

Ωστόσο, φαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει. Αντιμέτωποι με την κρίση, οι Ευρωπαίοι έχουν αντιδράσει, «άλλοτε με λάθος τρόπο - όπως στην περίπτωση της αιματηρής και βίαιης διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας - και άλλοτε αξιοθαύμαστα - μέχρι τώρα - στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας». Ο απολογισμός δεν είναι πάντα ο ίδιος, και η Ευρώπη δεν βγήκε πάντα ισχυρότερη από τις κρίσεις που καλέστηκε να αντιμετωπίσει.

Η Ευρώπη καλείται τώρα να αντιμετωπίσει κι άλλες προκλήσεις: Τα πυρηνικά του Ιράν, το εμπόριο, ο πόλεμος στην καρδιά της, στην Ουκρανία, άλλα και στα ανατολικά της, στη Γάζα.

Ουκρανοί στρατιώτες (AP Photo)

Ιράν

Η ανάλυση αναφέρει ότι εάν η Τεχεράνη - μέσω του πυρηνικού προγράμματος που αναπτύσσει το Ιράν - καταφέρει να διαθέτει πυρηνικά όπλα, αυτό θα αλλάξει βαθιά την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή αλλά και τον αντίκτυπο στο καθεστώς μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων. «Παρεμπιπτόντως, η ΕΕ υπήρξε σχεδόν αδιάφορη απέναντι στις εκτεταμένες διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος στο Ιράν», γράφει.

Εμπόριο

«Η ΕΕ αποτελεί εδώ και καιρό "μαγνήτη" για τις χώρες που θέλουν να συνάψουν εμπορική συμφωνία με το μπλοκ, δεδομένου του μεγέθους της και των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η εξαγωγή και η εισαγωγή με μειωμένους δασμούς». Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο. Καμία από τις χώρες της ΕΕ δεν διαθέτει τις κρίσιμες πρώτες ύλες που απαιτούνται για την υλοποίηση των στόχων τους για την επιτάχυνση της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Επίσης, ΕΕ δεν έχει προσαρμόσει τις πολιτικές της ώστε να λάβει υπόψη της την επιρροή που έχουν οι τρίτες χώρες όταν πρόκειται για τη διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών.

Το συμπέρασμα είναι ότι είτε πρόκειται για στρατιωτικές συγκρούσεις, είτε για εμπορικές συμφωνίες, είτε για θέματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή, η Ένωση πιστεύει ότι μπορεί να διατηρήσει το status quo, εμμένοντας στην πεποίθηση ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα, αντί να αναγνωρίσει την ανάγκη για ολοκληρωμένες δημοσιονομικές, εξωτερικές, αμυντικές πολιτικές και πολιτικές ασφαλείας.

Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα θα έπρεπε να έχουν ωθήσει την Ευρώπη να βγει από το «comfort zone» της, επιβεβαιώνοντας παράλληλα την ανάγκη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. «Κανένα από τα δύο δεν συνέβη», αναφέρει η συντάκτρια.

Το 2023, πολλά κράτη μέλη της ΕΕ προσπάθησαν - μέσω του «comfort zone» - να προωθήσουν τα δικά τους σχέδια. 

«Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, είτε υποκινούμενος από την αναζήτηση εξουσίας είτε από τις μυστηριώδεις σχέσεις του με το Κρεμλίνο, έχει μέχρι στιγμής καθυστερήσει ένα μεγάλο οικονομικό πακέτο προς την Ουκρανία» αναφέρει η Carnegie Europe, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν και άλλα παραδείγματα κρατών μελών που κάνουν επίδειξη ισχύος κατά της διεύρυνσης, κατά της επίτευξης μιας συνεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής ή εμπορικών συμφωνιών.

Βίκτορ Όρμπαν (Shutterstock)

Όταν πρόκειται για τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κατάσταση της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης, με κυβερνήσεις να λένε ότι δεν επαρκούν οι στρατιωτικές δυνατότητές τους για να στείλουν αμυντική βοήθεια στην Ουκρανία, δείχνει μια «στρατηγική τύφλωση σε σχέση με το τι διακυβεύεται». Οι εξαγωγές όπλων από αρκετές μεγάλες χώρες της ΕΕ δείχνουν τη διαθεσιμότητα στρατιωτικού υλικού που θα μπορούσε να σταλεί στην Ουκρανία. «Αναρωτιέται κανείς αν τα εθνικά συμφέροντα υπερισχύουν της επιθυμίας για μια ουκρανική νίκη», γράφει η Ντέμπσι.

Η ΕΕ χρειάζεται μια «δόση ειλικρίνειας»

«Πρέπει να προβληματιστεί για ουσιώδη ερωτήματα: Μπορεί πραγματικά να είναι περιφερειακός ή παγκόσμιος παίκτης χωρίς να έχει μια συνεκτική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας; Μπορεί να αντιδράσει στα γεγονότα εάν οι βασικές αποφάσεις απαιτούν ομοφωνία μεταξύ των είκοσι επτά κρατών μελών της; Μπορεί πραγματικά να κάνει τη διαφορά αν δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει την ευθύνη για την ασφάλειά της;

«Τα ερωτήματα αυτά υπάρχουν εδώ και αρκετό καιρό. Επιβεβαιώνουν έναν εφησυχασμό ή και πνευματική ανεντιμότητα, σύμφωνα με την οποία οι ηγέτες δεν λένε δυνατά τι χρειάζεται η Ευρώπη για να έχει επιρροή, σταθερότητα και ασφάλεια.

Τοιχογραφία στο Κίεβο (AP Photo)

«Η Ουκρανία παραλίγο να σπάσει αυτό το status quo. Σε μια εκλογική χρονιά για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, δεν είναι βέβαιο ότι το 2024 οι Ευρωπαίοι θα βγουν από αυτό το επικίνδυνο «comfort zone». Αυτό είναι κάτι που θα βόλευε πολύ τη Ρωσία και την Κίνα».