«Προβληματικός σύμμαχος» η Τουρκία και με την ιδιότητα ακριβώς της συμμάχου επί 21 ολόκληρους μήνες μπλόκαρε την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ έως ότου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έκρινε ότι η εκβιαστική τακτική έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών για τα F-16 προσέφερε ό,τι μπορούσε να προσφέρει, ή τουλάχιστον δεν πήγαινε παραπέρα, και πήρε το πολιτικό ρίσκο να κατευθύνει την Εθνοσυνέλευση να ανάψει το «πράσινο φως» κάνοντας το πρώτο βήμα, εμπιστευόμενος τον λόγο του Αμερικανού προέδρου ότι στηρίζει το τουρκικό αίτημα, χωρίς όμως να προεξοφλείται και η στάση του Κογκρέσου στη συνέχεια.
Σε μία κίνηση που παραπέμπει σε προηγηθείσα συμφωνία, προτού συμπληρωθεί ένα εικοσιτετράωρο από την ψήφο της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, η κυβέρνηση Μπάιντεν έστειλε επιστολή στα μέλη του Κογκρέσου ζητώντας έγκριση της πώλησης στην Τουρκία 40 αεροσκαφών F-16 και των κιτ εκσυγχρονισμού για τον υφιστάμενο πεπαλαιωμένο στόλο της, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το πρακτορείο Reuters.
Το αξιοσημείωτο σε αυτή την εξέλιξη είναι το γεγονός ότι η πρόκειται για επιστολή και όχι για το επίσημο αίτημα της κυβέρνησης. Προφανώς, η Ουάσινγκτον αναμένει το επόμενο βήμα του Ερντογάν, να βάλει την τελική υπογραφή του στην απόφαση της Εθνοσυνέλευση και να στείλει το εγκριθέν πρωτόκολλο προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκειμένου και εκείνη να κάνει το επόμενο βήμα, στέλνοντας στο Κογκρέσο το επίσημο αίτημα. Μια διαδικασία, που μάλλον επιβεβαιώνει προηγούμενη δήλωση του Ερντογάν για ταυτόχρονες κινήσεις. Αν μη τι άλλο, αν αυτή είναι η διαδικασία που θα ακολουθηθεί θα είναι δηλωτική της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών.
Η δήλωση, πάντως, του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιβεβαίωνε αυτή την εκτίμηση: «Αυτό είναι ένα απίστευτα ευπρόσδεκτο βήμα από το τουρκικό Κοινοβούλιο, να επικυρώσει το πρωτόκολλο προσχώρησης, και ανυπομονούμε να λάβουμε το έγγραφο επικύρωσης της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον. Μόλις ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία από τουρκικής πλευράς»... Ο ίδιος απέφυγε να δεσμευτεί για την εξέλιξη της υπόθεσης των F-16 στο Κογκρέσο, λέγοντας πως «δεν πρόκειται να υπεισέλθω ή να σχολιάσω τις προτάσεις έως ότου κοινοποιηθούν επίσημα. Σε γενικές γραμμές, όμως, το Κογκρέσο έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει και συνεργαζόμαστε μαζί του σε μια σειρά από ζητήματα που βρίσκονται ενώπιον του Στέιτ Ντιπάρτμεντ».
Ο Άντονι Μπλίνκεν -ο οποίος και κόμισε στον Ερντογάν τον Δεκέμβριο στην Κωνσταντινούπολη την υπόσχεση ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα προωθήσει το αίτημα για τα F-16 στο Κογκρέσο, χωρίς πάντως να μπορεί να εγγυηθεί και ότι θα γίνει δεκτό- επικρότησε την έγκριση του Πρωτοκόλλου προσχώρησης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ από την τουρκική Εθνοσυνέλευση, λέγοντας ότι η Συμμαχία θα καταστεί πιο ισχυρή και ενωμένη από ποτέ. Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Άγκυρα, Τζέφρι Φλέικ, είπε από πλευράς του ότι «η προσχώρηση της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ είναι ένα κρίσιμο βήμα για την ενίσχυση της Συμμαχίας, η οποία σήμερα είναι πιο σημαντική από ποτέ». Και συμπλήρωσε: «Η αφοσίωση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ αποδεικνύει ξεκάθαρα τη διαρκή εταιρική μας σχέση».
Ο Ραϊσί στην Άγκυρα και έπεται ο Πούτιν
Η Τουρκία, πάντως, σε λιγότερο από ένα 24ωρο αφότου έβαλε θεωρητικά τέλος σε ένα σκληρό παζάρι, που δοκίμασε επικίνδυνα τη σχέση Ουάσινγκτον-Άγκυρας, αντήλλασσε χειραψία στην Άγκυρα με τον Εμπραχίμ Ραϊσί, ορκισμένο εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ, ενώ ετοιμάζεται επίσης να υποδεχθεί τον κατηγορούμενο για εγκλήματα πολέμου Βλαντιμίρ Πούτιν, λίγο πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια από την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία.
Μιλώντας για το σήμερα, πάντως, δύο είναι τα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα που καλείται να αντιμετωπίσει διεθνώς η κυβέρνηση Μπάιντεν. Ο πόλεμος στη Γάζα που κινδυνεύει να διαχυθεί στη Μέση Ανατολή με ανυπολόγιστες συνέπειες και ο πόλεμος στην Ουκρανία, στον οποίο μάλιστα η Ρωσία τείνει να βρεθεί πλέον σε πλεονεκτική θέση. Και ο Τούρκος πρόεδρος συνδιαλέγεται και συσφίγγει σχέσεις με αμφότερους τους αντιπάλους Ηνωμένων Πολιτειών, Δύσης και ΝΑΤΟ.
Όλα τα ιρανικά πιόνια στη «σκακιέρα» της Μέσης Ανατολής κινούνται στις εφιαλτικές αυτές εβδομάδες μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου. Οι Χούθι στην Υεμένη, πολιτοφυλακές σε Ιράκ και Συρία, και φυσικά η Χεζμπολάχ του Λιβάνου. Μαζί με τη Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ είναι οι αποκαλούμενες δυνάμεις του «άξονα της αντίστασης» του θεοκρατικού καθεστώτος του Ιράν, το οποίο επί της ουσίας βρίσκεται σε σκιώδη πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Χούθι απειλούν με βαλλιστικούς πυραύλους και drone την παγκόσμια ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο του Άντεν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμπλακεί πλέον ενεργά σε χαμηλής έντασης σύγκρουση με τους πληρεξουσίους της Τεχεράνης -τους οποίους και επανέφεραν στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων- βομβαρδίζοντας από κοινού με τη Βρετανία θέσεις τους στην Υεμένη. Ιρακινές πολιτοφυλακές που συνδέονται στενά με το Ιράν έχουν εξαπολύσει εκατοντάδες επιθέσεις κατά βάσεων των ΗΠΑ στο Ιράκ και τη Συρία και οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν στοχεύσει προσκείμενες στο Ιράν ένοπλες οργανώσεις, περιλαμβανομένης της Καταέμπ Χεζμπολάχ.
Η Τουρκία, από την άλλη, είναι πιο σύνθετη στον τρόπο με τον οποίο υποστηρίζει τη Χαμάς, ενώ συχνά πραγματοποιεί αεροπορικές επιδρομές και στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της ελεγχόμενης από τις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής στη βόρεια Συρία, που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ. Η ίδια πολιτοφυλακή των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) αποτελούν στόχο επιθέσεων από υποστηριζόμενες από το Ιράν οργανώσεις, γεγονός που σημαίνει ότι στην ουσία η Τουρκία και το Ιράν συνεργάζονται εναντίον των ΗΠΑ.
Πρόκειται για μία ιδιάζουσα σχέση «αγάπης και μίσους που διατηρεί η Τουρκία με το Ιράν, και στο εύφλεκτο σκηνικό που επικρατεί σήμερα στη Μέσης Ανατολής, η ανέκαθεν πολύπλοκη και πολυδιάστατη σχέση τους δείχνει να εμβαθύνεται. Ενώ στο Παλαιστινιακό και οι δύο συμφωνούν και επαυξάνουν ότι η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση, στη Συρία το Ιράν στηρίζει το καθεστώς Άσαντ, έχοντας ρίξει στη μάχη στη Χεζμπολάχ του Λιβάνου για να το κρατήσει «όρθιο» εν μέσω του εμφυλίου, η Τουρκία βρίσκεται στην άλλη πλευρά. Και πάλι όμως τους ενώνει στη Συρία η σύγκρουσή τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως τους ενώνει και η οργή για την ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου.
Άγκυρα και Τεχεράνη ανησυχούν ότι μια ισχυρότερη αμερικανική παρουσία στη Μέση Ανατολή είναι επιζήμια για τα περιφερειακά τους συμφέροντα. Και ο πόλεμος στη Λωρίδα της Γάζας θα μπορούσε, ανάλογα με τη διάρκειά του, να οδηγήσει στο να κλείσει ακόμα περισσότερο η απόσταση μεταξύ τους, δεδομένης της κοινής εναντίωσης σε μια περιφερειακή και παγκόσμια τάξη υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην προσπάθειά της να σφυρηλατήσει νέες συμμαχίες για να ελαφρύνει το βάρος των εξουθενωτικών δυτικών κυρώσεων, η Τεχεράνη είχε ήδη βρει στην Άγκυρα έναν από τους πέντε σημαντικότερους οικονομικούς εταίρους της. Ο Ενρτογάν έθεσε μάλιστα στόχο ο όγκος συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών να φτάσει στα 30 δισ. δολάρια ετησίως. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν εξοργίζει την Τεχεράνη το γεγονός ότι η κυβέρνηση Ερντογάν, παρά την εμπρηστική ρητορική, διατηρεί τους εμπορικούς δεσμούς με το Ισραήλ.
Κοινή απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας και του Ιράν αποτελεί επίσης η δράση των κουρδικών οργανώσεων που αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ).
Κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν από κοινού οι Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Εμπραχίμ Ραΐσί μετά τις συνομιλίες τους, ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε, μεταξύ άλλων, πως συμφώνησαν στην ανάγκη να αποφευχθούν ενέργειες που μπορεί να απειλήσουν περαιτέρω την ασφάλεια και τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή. Μόνο που είναι το Ιράν που απειλεί διά των πληρεξουσίων του την ειρήνη και τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, και εκείνο που είχε συμφέρον να υπονομεύσει τη διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ.
Ήταν η πρώτη επίσκεψη του Ιρανού προέδρου στην Τουρκία αφότου εξελέγη το 2021 και θα τον διαδεχθεί προσεχώς ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Το Κρεμλίνο έχει επιβεβαιώσει, διά του εκπροσώπου του Ντμίτρι Πεσκόφ, ότι βρίσκεται σε εξέλιξη προετοιμασία της επίσκεψης Πούτιν, την οποία δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου τοποθετούν στις 12 Φεβρουαρίου. Εάν η Τουρκία είχε υπογράψει το Καταστατικό της Ρώμης και υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC) θα όφειλε να συλλάβει τον Πούτιν στο έδαφός της, και όχι να τον φιλοξενήσει. Αλλά αυτή θα ήταν μία διαφορετική Τουρκία.