Πρόσφυγες και μετανάστες, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός. Οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση. Μία κυβέρνηση συνασπισμού στα χρώματα του «φωτεινού σηματοδότη» που ίσως αποπροσανατολίζει αντί να πείθει τους πολίτες για την αναγκαιότητα των πολιτικών της. Μία συντηρητική αντιπολίτευση σε κρίση ταυτότητας. Και ένα επικίνδυνο εθνολαϊκιστικό κόμμα που τρέφεται από την απογοήτευση, το θυμό και το φόβο έχει φθάσει σήμερα στο απόγειο της δημοτικότητάς του και προαναγγέλλει «πολιτικό σεισμό» στις επερχόμενες κρίσιμες αναμετρήσεις του 2024 όχι σε μία οποιαδήποτε χώρα, αλλά τη Γερμανία.
«Ψαρεύοντας» στη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για τις κυβερνητικές πολιτικές κυρίως στα πεδία της μεταναστευτικής και οικονομικής πολιτικής, τροφοδοτώντας η ίδια την οργή και την πόλωση, προωθώντας θεωρίες συνωμοσίες και εκμεταλλευόμενη τα κενά και τις αδυναμίες του πολιτικού κατεστημένου, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) βρίσκεται σε μετεωρική άνοδο που θορυβεί δημοκρατικούς πολιτικούς, πολίτες και κόμματα εντός και εκτός της χώρας.
Ένας στους πέντε ψηφοφόρους απαντά στους δημοσκόπους ότι εάν διεξάγονταν σήμερα βουλευτικές εκλογές η ψήφος τους θα κατευθυνόταν στην Εναλλακτική για τη Γερμανία. Η παράταξη, που ξεκίνησε αρχικά ως αντιευρωπαϊκό «όχημα», μετεξελίχθηκε στα δέκα χρόνια της πολιτικής διαδρομής της σε ακραίο αντι-ισλαμικό και αντιμεταναστευτικό κόμμα, σπέρνοντας μίσος για τους ξένους, τους Εβραίους, τους μουσουλμάνους, την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ και οτιδήποτε ή οποιονδήποτε η ίδια και μόνον θεωρεί «διαφορετικό». Εν μέσω όλων, απροκάλυπτος είναι ο θαυμασμός των ηγετών της AfD για τον Βλαντιμίρ Πούτιν και κατ’ επέκταση την απολυταρχία.
Έχοντας ήδη βγει μπροστά με διαδηλώσεις κατά της πολιτικής ανοιχτών θυρών της τότε καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ κατά την προσφυγική κρίση του 2015, η Εναλλακτική για τη Γερμανία ήλθε κυρίως στο προσκήνιο εν μέσω της πανδημίας της Covid-19 με «σημαία» την εναντίωση στα περιοριστικά μέτρα προς ανάσχεση της μετάδοσης του κορωνοϊού και επωφελήθηκε ακόμη περισσότερο από την ενεργειακή κρίση που ήλθε ως επακόλουθο του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία, ενώ καινούριο «αγαπημένο» θέμα αποτελεί η απόρριψη των πολιτικών για το Κλίμα.
Η AfD διατηρεί σταθερά ποσοστό της τάξεως του 20% στις δημοσκοπήσεις -ξεπερνώντας από δύο έως τέσσερις μονάδες το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) υπό τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς, ο οποίος ηγείται κυβέρνησης συνασπισμού με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Η κεντροδεξιά Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) του Φρίντριχ Μερτς παραμένει πρώτη σε ομοσπονδιακό επίπεδο στις δημοσκοπήσεις, όμως δυσκολεύεται κατά πολύ να προσφέρει η ίδια μία εναλλακτική για να αποτρέψει τις εκροές ψηφοφόρων προς την Εναλλακτική για τη Γερμανία.
Στην πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου πολλοί νιώθουν ότι είναι οι χαμένοι από την Επανένωση του 1990 και όπου η AfD είχε ανέκαθεν περισσότερο ερείσματα, σήμερα αποτελεί το ισχυρότερο κόμμα, όπως καταγράφηκε σε πρόσφατη έρευνα του ινστιτούτου Forsa. Η τάση εγείρει τεράστια ανησυχία με φόντο τις κάλπες που θα στηθούν φέτος στη Βαυαρία και την Έσση και το 2024 σε Θουριγγία, Σαξονία και Βρανδεμβούργο. Και το 2024 είναι και έτος ευρωεκλογών. Τελευταίες μετρήσεις ενδεικτικά «δίνουν» στην AfD έως και 34% στη Θουριγγία, ποσοστό που «μεταφράζεται» σε τριπλάσιους υποστηρικτές συγκριτικά με τους Σοσιαλδημοκράτες. Στην περιφέρεια Ζόνενμπεργκ κατέκτησε ήδη πρωτιά τον Ιούλιο με τη νίκη του υποψηφίου Ρόμπερτ Ζέσελμαν για να ακολουθήσει η πρώτη εκλογή δημάρχου κωμόπολης στο κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ.
Το μείγμα ύφεσης, πληθωρισμού, η κόπωση των ψηφοφόρων μπροστά σε ένα πόλεμο δίχως ορατό τέλος που μαίνεται στην Ουκρανία και οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις που έχουν οι δυτικές κυρώσεις τελικά και στη ζωή των πολιτών, είναι βούτυρο στο ψωμί της ακροδεξιάς. Οι τιμές της ενέργειας εκτινάχθηκαν πέρυσι όταν η Γερμανία σταμάτησε τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, ενώ ο πληθωρισμός έφθασε να καταγράψει ρεκόρ 71 ετών. Σε αυτό το πλαίσιο, και ενώ φυσικά ζητά να τερματιστούν οι παραδόσεις όπλων και συνολικά οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η AfD έχει φθάσει σήμερα να θέτει δημοσίως στόχο να συγκυβερνήσει -αρχής γενομένης από τα ανατολικά κρατίδια- μιλώντας περί «πολιτικού σεισμού» που έρχεται.
Και καθώς η Γερμανία έχει γίνει και πάλι ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης, οι προοπτικές γίνονται ακόμη πιο… ευοίωνες για την AfD, όπως σημειώνει ο έγκριτος οικονομολόγος Χανς-Βερνερ Σιν μιλώντας στο δίκτυο CNBC. H μεταποιητική παραγωγή εξακολουθεί να μην βελτιώνεται στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η χώρα παλεύει με υψηλές τιμές ενέργειες και το φαινόμενο δεν θα είναι βραχυπρόθεσμο, το επιχειρηματικό συναίσθημα έχει κάνει «βουτιά», ενώ παράλληλα πληθαίνουν οι ενδείξεις απογοήτευσης της κοινής γνώμης από τη στροφή προς μία πιο «πράσινη» Ευρώπη καθώς το κόστος έχει αρχίσει να αγγίζει τους πολίτες.
Υπό αυτό το συνολικό πρίσμα, προβάλλει ξανά ένα ερώτημα που δεν εξαντλείται πάντως στην AfD δεδομένου ότι ακροδεξιές παρατάξεις βρίσκονται συνολικά όχι μόνο σε άνοδο, αλλά και εντός κυβερνήσεων, ανά την Ευρώπη. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ένα κόμμα που διαρκώς ενισχύεται στις δημοσκοπήσεις και του οποίου η άνοδος θα μπορούσε να διαβρώσει τη Δημοκρατία στη Γερμανία;
Ο Ματίας Ντόπφνερ, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου μέσων ενημέρωσης Axel Springer, σχολιάζει επ' αυτού: «Είναι η απαγόρευση ο σωστός τρόπος; Είναι πάντα δύσκολο να αντιμετωπιστούν [σ.σ. ανάλογα κόμματα], και δεν αποτελεί καν επιλογή σε αυτό το στάδιο. Όσο για το να ενταχθεί η AfD σε ένα συνασπισμό για να ‘τιθασευτεί’; Αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο, καθώς είναι παράλογο να υποστηρίζεται ότι η AfD πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως τα άλλα κόμματα. Οι Ναζί και ο Αδόλφος Χίτλερ είχαν επίσης εκλεγεί δημοκρατικά όταν κατέλαβαν την εξουσία το 1933».
Πολιτικοί και δημοσιογράφοι αναφέρουν ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί η AfD με καίρια επιχειρήματα, επισημαίνει ο Ματίας Ντόπφνερ για να προσθέσει ότι «ακούγεται καλό εκ πρώτης όψεως, όμως αυτό γίνεται εδώ και μία δεκαετία με ελάχιστη επιτυχία». Εξ ου και θεωρεί ότι η μόνη επιλογή που απομένει είναι να επιχειρηθεί αυτό που ούτε η AfD, ούτε πολλοί πολιτικοί από τα καθιερωμένα κόμματα, έχουν καταφέρει να κάνουν: Να αρχίσουν να παίρνουν στα σοβαρά τις πιο σημαντικές ανησυχίες και τα ζητήματα των ψηφοφόρων και να προσπαθήσουν να βρουν λύσεις με τόλμη και ειλικρίνεια προς τους πολίτες.
Οι φόβοι που επέτρεψαν στην AfD να γιγαντωθεί δεν είναι κρυφοί. Στο ερώτημα πρόσφατης έρευνας της Infratest Dimap «ποια θέματα επηρεάζουν περισσότερο την απόφασή σας να ψηφίσετε την AfD αυτή τη στιγμή;», το η απάντηση ήταν η μετανάστευση, η ενεργειακή πολιτική και η οικονομία.
«Τα μέλη της γερμανικής κυβέρνησης περνούν το χρόνο τους καυγαδίζοντας […] ενώ η AfD έχει αφήσει πίσω της τις έριδες που μέχρι σήμερα φόβιζαν τους υποστηρικτές της», δηλώνει η Άντρια Ρόμελ, καθηγήτρια στο Hertie School of Governance. Κοιτώντας στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, οι New York Times έρχονται επίσης να υπογραμμίσουν πως η άνοδος της ακροδεξιάς έχει κλονίσει μεν σύσσωμο το πολιτικό κατεστημένο στη Γερμανία, όμως ειδικά η συντηρητική παράταξη έχει έλθει αντιμέτωπη με πρωτοφανή πρόκληση που έχει μετουσιωθεί και σε κρίση ταυτότητας.
«Βρισκόμαστε σε σημείο καμπής. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εάν δεν είμαστε και δεν παρουσιαστούμε ως η πραγματική αντιπολίτευση στη Γερμανία, οι ψηφοφόροι θα ‘αποστατήσουν’ στην Εναλλακτική για τη Γερμανία» προειδοποίησε πρόσφατα Μάριο Βόιτ, εκ των ηγετικών στελεχών των Χριστιανοδημοκρατών. Μήπως θα πρέπει να στραφούν οι ίδιοι πιο δεξιά και να διακινδυνεύσουν την κεντρώα ταυτότητά τους; Θα πρέπει να συνεχίσουν να προσπαθούν να απομονώσουν την AfD; Ή, καθώς αυτό καθίσταται όλο και πιο δύσκολο, θα πρέπει να σπάσουν κάθε ταμπού και αντίθετα να συνεργαστούν ενδεχομένως με την Εναλλακτική για τη Γερμανία; Είναι ένας διάλογος που πλέον διεξάγεται δημόσια.
Ένα άκρως αμφιλεγόμενο «άνοιγμα» για ενδεχόμενη συνεργασία με την AfD σε τοπικό επίπεδο (στα πρότυπα του Λαϊκού Κόμματος με το Vox στην Ισπανία) επιχείρησε τον Ιούλιο ο Φρίντριχ Μέρτς για να του γυρίσει «μπούμερανγκ» και να δεχθεί ομοβροντία επικρίσεων εντός και εκτός της παράταξής του, και να αναγκαστεί τελικώς να ανακαλέσει. Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση είχε ορκιστεί να μην συνεργαστεί ποτέ και σε κανένα επίπεδο με την AfD, την οποία η γερμανική Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος παρακολουθεί μαζί με τη νεολαία του κόμματος, καθώς έχουν ταξινομηθεί ως «ύποπτες» εξτρεμιστικές οργανώσεις που δύνανται να στοχεύουν στην ανατροπή της συνταγματικής τάξης.