Η Ρωσία, εάν το επιλέξει, θα μπορούσε να είναι έτοιμη στρατιωτικά ώστε να επιτεθεί σε χώρες του ΝΑΤΟ σε πέντε έως οκτώ χρόνια, δήλωσε ο κορυφαίος στρατιωτικός αξιωματούχος της Γερμανίας.
Επίσης, τόνισε πως αυτό θα μπορεί να γίνει «μόλις ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της που έχουν πληγεί από τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία».
«Μέχρι τότε, με βάση την ανάλυσή μας, η Ρωσία θα έχει ανασυγκροτήσει τις δικές της δυνάμεις σε βαθμό που θα μπορούσε να είναι δυνατή μια επίθεση εναντίον του εδάφους του ΝΑΤΟ», δήλωσε ο αντιστράτηγος Κάρστεν Μπρέουερ στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην Πολωνία.
«Δεν λέω ότι θα γίνει, αλλά ότι θα μπορούσε να είναι δυνατό», υπογράμμισε
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 έχει προκαλέσει τη βαθύτερη κρίση στις σχέσεις της Μόσχας με τη Δύση από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962.
Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επανέλαβε τον περασμένο μήνα ότι η Ρωσία δεν έχει σχέδια επίθεσης για καμία χώρα του ΝΑΤΟ, αν και δήλωσε ότι θα καταρρίψει τυχόν μαχητικά F-16 που θα προμηθεύσει η Δύση στην Ουκρανία.
Από τα 32 μέλη του ΝΑΤΟ, έξι ευρωπαϊκά έθνη έχουν κοινά σύνορα με τη Ρωσία: Η Νορβηγία, η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία.
Η Ρωσία εμφανίζεται τώρα όλο και περισσότερο σε υπεροχή στην Ουκρανία. Η Μόσχα ελέγχει πλέον σχεδόν το ένα πέμπτο του ουκρανικού εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της χερσονήσου της Κριμαίας που προσάρτησε το 2014.
«Βλέπουμε ότι η Ρωσία παράγει πολύ πολεμικό υλικό και δεν χρησιμοποιεί όλο αυτό το υλικό στην πρώτη γραμμή στην Ουκρανία... Οπότε το 2029 πρέπει να είμαστε έτοιμοι», δήλωσε ο Μπρέουερ, επικεφαλής του γερμανικού υπουργείου Άμυνας.
«Αυτό που βλέπουμε είναι μια απειλή σε πέντε έως οκτώ χρόνια», διευκρίνισε.
Ουκρανοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι οι ένοπλες δυνάμεις τους αριθμούν περίπου 800.000, ενώ τον Δεκέμβριο ο Πούτιν διέταξε την αύξηση των ρωσικών δυνάμεων κατά 170.000 στρατιώτες σε 1,3 εκατομμύρια.
Πέρα από το προσωπικό, οι αμυντικές δαπάνες της Μόσχας επισκιάζουν αυτές της Ουκρανίας. Το 2024 διέθεσε 109 δισεκατομμύρια δολάρια για τον τομέα, υπερδιπλάσια από τον αντίστοιχο στόχο της Ουκρανίας που είναι 43,8 δισεκατομμύρια δολάρια.