Η παροιμία «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» ταιριάζει απόλυτα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται η γερμανική κυβέρνηση και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Bundesbank) της χώρας μετά το δίλημμα που τους έχει δημιουργήσει η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας ως προς την νομιμότητα της απόφασης της ΕΚΤ για την έγκριση του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων (PSPP), γνωστού και ως ποσοτική χαλάρωση (Quantative Easing – QE).
Κι αυτό γιατί σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης έχουν προθεσμία 3 μηνών για να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα ούτως ώστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να προβεί σε αιτιολόγηση του προγράμματος, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, όπως την ερμήνευσε το ΓΟΣΔ. Το πρόγραμμα αυτό στηρίζεται σε απόφαση του ΔΣ της ΕΚΤ, η οποία κρίθηκε από το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) ως συμβατή με το Δίκαιο της ΕΕ.
Η υποχρέωση αυτή που πηγάζει στο εσωτερικό της Γερμανίας από τον θεμελιώδη νόμο (Γερμανικό Σύνταγμα) και τον Ομοσπονδιακό νόμο περί ΓΟΣΔ έρχεται σε αντίθεση με άλλη υποχρέωση από το Δίκαιο της ΕΕ, που υποχρεώνει τα κράτη μέλη να σέβονται και να εφαρμόζουν στο εσωτερικό τους τις αποφάσεις των ενωσιακών οργάνων και ιδίως αυτών του ΔΕΕ. Σε διαφορετική περίπτωση καθίστανται υπόλογοι παραβίασης του ενωσιακού Δικαίου και μπορούν να παραπεμφθούν από τη Επιτροπή ενώπιον του ΔΕΕ με την διαδικασία της προσφυγής επί παραβάσει του άρθρου 258 Συνθήκης για την Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ).
Μπορεί, όμως, ένα κράτος μέλος να παραπεμφθεί ενώπιον του ΔΕΕ για παραβίαση υποχρέωσής του εκ των Συνθηκών όπως ορίζει η ως άνω διάταξη λόγω απόφασης οργάνου της δικαστικής του εξουσίας; Δεν ισχύει για την Επιτροπή και το ΔΕΕ η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και κυρίως της δικαστικής ανεξαρτησίας από τις άλλες δύο πολιτικές εξουσίες; Κι αν υπάρχει η δυνατότητα παραπομπής σε αυτήν την περίπτωση πώς θα μπορούσε να παραπεμφθεί η Γερμανία με βάση της διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ και τι πολιτικές συνέπειες θα είχε μία παραπομπή ή ακόμα και καταδίκη της από το ΔΕΕ ή αντίθετα ποιες πολιτικές και θεσμικές συνέπειες θα είχε μία μη παραπομπή της για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ;
Καταρχάς γίνεται δεκτό τόσο στο Διεθνές όσο και στο Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο ότι η διεθνής ευθύνη μίας χώρας ή η ευθύνη ενός κράτους μέλους έναντι της ΕΕ μπορεί να υπάρξει και με απόφαση οργάνων της δικαστικής εξουσίας. Τα παραδείγματα στο Διεθνές Δίκαιο είναι πολλά και με αποφάσεις διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Η αλήθεια είναι όμως, ότι στην ΕΕ μέχρι τώρα το παραπάνω σχήμα της ευθύνης γινόταν δεκτό μόνο θεωρητικά, καθότι πράγματι η Επιτροπή σεβόμενη την δικαστική ανεξαρτησία στα κράτη μέλη ουδέποτε παρέπεμψε μέχρι τώρα κράτος-μέλος για παραβίαση των Συνθηκών με απόφαση εθνικού δικαστηρίου.
Βέβαια μέχρι τώρα κανένα κράτος- μέλος, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης, δεν περιφρόνησε με απόφαση Δικαστηρίου του απόφαση του ΔΕΕ και μάλιστα κατόπιν προδικαστικής παραπομπής κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, όπως έπραξε το ΓΟΣΔ με την απόφαση του ΔΕΕ που εξεδόθη για το πρόγραμμα των ομολόγων PSPP το 2018 κατόπιν προδικαστικής παραπομπής του ίδιου του ΓΟΣΔ. Κατά συνέπεια βρισκόμαστε ενώπιον ενός novum για το Δίκαιο της ΕΕ και την ενωσιακή πραγματικότητα.
Η Πρόεδρος της Επιτροπής Γερμανίδα Ursula von der Leien δήλωσε απαντώντας σε ερώτηση Γερμανού Ευρωβουλευτή της ομάδας των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι η Επιτροπή εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο παραπομπής της Γερμανίας στο ΔΕΕ. Νομικά διαδικαστικά αυτό δεν θα γίνει με μόνη την απόφαση του ΓΟΣΔ αλλά προφανώς η Επιτροπή θα περιμένει την εφαρμογή της απόφασης αυτής στο εσωτερικό της Γερμανίας όπως δήλωσε η Γερμανική Κυβέρνηση αλλά και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα.
Εάν λοιπόν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προχωρήσει σε εφαρμογή της απόφασης που συνιστά παραβίαση του ενωσιακού δικαίου και κατά την γνώμη του γράφοντος ultra vires ενέργεια του ΓΟΣΔ και παραβίαση των Συνθηκών, τότε η Επιτροπή θα πρέπει να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη επί του θέματος και να παράσχει δυνατότητα στην Γερμανία να απαντήσει εντός προθεσμίας που θα της τάξει.
Εάν η τελευταία δεν συμμορφωθεί επικαλούμενη την απόφαση του ΓΟΣΔ, τότε η Επιτροπή μπορεί να την παραπέμψει στο ΔΕΕ. Μία παραπομπή της Γερμανίας στο ΔΕΕ πολιτικά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση παρ’ ότι κρίνεται ενδεδειγμένη από θεσμικής πλευράς. Ήδη τόσο το απελθών Πρόεδρος του Δικαστηρίου Καθηγητής Andreas Voßkuhle όσο και ο απελθών εισηγητής στην υπόθεση επίσης καθηγητής Peter-Michael Huber έχουν κάνει δηλώσεις σε γερμανικές εφημερίδες ξορκίζοντας ένα τέτοιο ενδεχόμενο ως βλαπτικό για την Ευρώπη και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως Ένωσης δικαίου γενικότερα.
Οπωσδήποτε η παραπομπή και ενδεχόμενη καταδίκη της Γερμανίας εάν εμμείνει στην εφαρμογή της απόφασης μέχρι τέλους θα αποτελεί επίδειξη αποφασιστικότητας εκ μέρους της Επιτροπής ως θεματοφύλακα των Συνθηκών ότι η ΕΕ δεν θα ανεχθεί τέτοιες συμπεριφορές. Από την άλλη η σύγκρουση με το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέλος της θα είναι μετωπική και οι συνέπειες απρόβλεπτες.
Η μη παραπομπή από την άλλη θα σήμαινε αναμφίβολα ήττα της ΕΕ έναντι της Γερμανίας, η οποία θα είχε ως συνέπεια μεταξύ πολλών και την αποχαλιναγώγηση του ΓΟΣΔ σε θέματα ερμηνείας του Ενωσιακού Δικαίου και ultra vires ελέγχου των πράξεων των οργάνων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου και του ΔΕΕ, καθιστώντας το τελευταίο άτυπα ως κατώτερο Δικαστήριο του ΓΟΣΔ. Παράλληλα θα έστελνε παραπέρα μηνύματα και σε άλλα δυστροπούντα κράτη.
Από την άλλη η συμμόρφωση της γερμανικής κυβέρνησης και της Bundesbank στην απόφαση της ΕΚΤ και η αγνόηση της απόφασης του ΓΟΣΔ θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στο εσωτερικό της Γερμανίας, όπου επίσης για πρώτη φορά κυβέρνηση δεν θα συμμορφωθεί σε απόφαση του ΓΟΣΔ, οι αποφάσεις του οποίου θεωρούνται στην Γερμανία ιερές σαν ευαγγέλιο, ακόμη κι αν προκαλούν πολλές φορές συζητήσεις και διαφωνίες. Συμβιβασμοί είναι πολύ δύσκολο να γίνουν. Η συγκρουσιακή λογική των δικαστών του ΓΟΣΔ έχει οδηγήσει τα πράγματα ως εδώ και οποιοσδήποτε συμβιβασμός εκ μέρους της ΕΕ θα φανεί ως ήττα έναντι κράτους μέλους του ακόμη κι αν αυτό είναι η Γερμανία, η οποία θα ανοίξει την όρεξη και σε άλλα κράτη μέλη να πράξουν το ίδιο και όχι μόνο στην Πολωνία και Ουγγαρία, οι οποίες συμπεριφέρονταν αντιθεσμικά και πριν την απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου.
Πρέπει να γίνει σαφές σε όλες τις πλευρές και σε όλα τα κράτη μέλη ότι η αρχή της υπεροχής του Δικαίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έναντι των εθνικών δικαίων συμπεριλαμβανομένων και των Συνταγμάτων τους είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εάν πραγματικά την θέλουμε. Δεν είναι δυνατόν κάθε κράτος να επικαλείται το εθνικό του Σύνταγμα ή τις ιδιαιτερότητες την έννομης τάξης του, και κάθε κράτος έχει πολλές, για να αποφύγει υποχρεώσεις από το Δίκαιο της ΕΕ με τις οποίες δεν συμφωνεί. Η επιβολή της απόφασης του ΓΟΣΔ έναντι των οργάνων της ΕΕ έστω και εν μέρει σημαίνει την αρχή του τέλους της αρχής της υπεροχής του Δικαίου της ΕΕ και ένα ισχυρό πλήγμα στην ήδη εκ πολλών λόγων δοκιμαζόμενη ενωσιακή συνοχή.