Το αποτρόπαιο τρομοκρατικό χτύπημα στο αεροδρόμιο της Καμπούλ έφερε μεταξύ άλλων στην επιφάνεια τη σχέση που έχει διαμορφωθεί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του φονταμενταλιστικού κινήματος. Βέβαια, τα βέλη στρέφονται απέναντι στο Τζο Μπάιντεν, ως υπεύθυνο για ότι συμβαίνει πλέον στο Αφγανιστάν.
Στην αιτιολόγηση της αμερικανικής αποχώρησης από το Αφγανιστάν, ο Αμερικάνος πρόεδρος ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι φοβόταν τους Ταλιμπάν. Για την ακρίβεια, o Μπάιντεν εξήγησε πως από την 31η Αυγούστου, όταν και τελείωνε η παράταση της συμφωνίας του Τραμπ με τους Ταλιμπάν, δεν μπορούσε να εγγυηθεί τη ζωή των Αμερικανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν, διότι θα ήταν ευάλωτοι στις επιθέσεις των Ταλιμπάν, οι οποίοι υπερτερούσαν αριθμητικά κατά πολύ.
Οπότε, για να παρέμεναν Αμερικάνοι στρατιώτες στο Αφγανιστάν, θα έπρεπε να ενισχυθούν με νέες δυνάμεις και να επανεμπλακούν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις εμφύλιες συρράξεις της χώρας, κάτι το οποίο ο Μπάιντεν δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει. Μία ομολογία αδυναμίας, το δίχως άλλο, ακόμα και η θεαματική κατάρρευση του αφγανικού στρατού, την οποία ο ίδιος δεν ανέμενε, επιβεβαίωσε τη δύναμη των Ταλιμπάν.
Βέβαια, ο Μπάιντεν τόνισε πως η εξοικονόμηση των πόρων από την αμερικανική παρουσία στο Αφγανιστάν, της τάξεως των 150 με 300 εκατομμυρίων δολαρίων κατ’ εκτίμηση του, θα επιτρέψει την αντιμετώπιση τρομοκρατικών οργανώσεων ανά τον κόσμο. Ωστόσο, το χθεσινό χτύπημα αυξάνει την πίεση στο Μπάιντεν να δείξει με πράξεις, πως ισχύουν οι δηλώσεις, με πρώτο στόχο τους υπεύθυνους του πολύνεκρου χτυπήματος στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.
Προς το παρών ωστόσο, το γεγονός παραμένει πως οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίζονται στους Ταλιμπάν για την ασφάλεια της περιοχής έξω από το αεροδρόμιο. Οι εκπρόσωποι της διοίκησης Μπάιντεν ήταν προσεκτικοί στο ζήτημα, προτιμώντας να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη για τα χθεσινά γεγονότα, παρά να επιρρίψουν ευθύνες στους Ταλιμπάν. Το να εξαρτώνται από τους Ταλιμπάν για την ασφάλεια είναι από μόνο του κάτι που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον του Μπάιντεν. Ήδη οι εκπρόσωποι της προηγούμενης διοίκησης Τραμπ τον κατηγορούν πως, ενώ εκείνοι διαπραγματεύτηκαν με τον «διάβολο», τους Ταλιμπάν, από θέση ισχύος, εκείνος κατέληξε να το κάνει από αδυναμία.
Στη χθεσινή συνομιλία του με τους δημοσιογράφους άλλωστε, παραδέχθηκε εμμέσως πως Αμερικανοί αξιωματούχοι στην Καμπούλ έδωσαν στους Ταλιμπάν μία λίστα με ονόματα Αμερικάνων, ατόμων με πράσινη κάρτα, αλλά και Αφγανών συνεργατών, για να επιτραπεί η είσοδος τους στην εξωτερική περίμετρο του αεροδρομίου της πόλης που ελέγχεται από τους Ταλιμπάν. Η απόφαση να δοθούν συγκεκριμένα ονόματα στους Ταλιμπάν προκάλεσε διπλή ζημιά, καθώς από τη μία το παρελθόν αιματηρών δολοφονιών Αφγανών που συνεργάστηκαν με τους δυτικούς οδήγησε σε κατηγορίες πως συνέταξε «μία λίστα θανάτου».
Από την άλλη, η τόσο στενή συνεργασία με τους φονταμενταλιστές Ταλιμπάν, όσο κι αν εμφανίζονται μετριοπαθείς, αποδυναμώνει περαιτέρω τη δημοτικότητα του, ιδιαίτερα ύστερα από την αποκάλυψη πως πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του διευθυντή της CIA και του επικεφαλής των Ταλιμπάν στην Καμπούλ, με εντολή του Τζο Μπάιντεν.
Η άνοδος του Μπάιντεν στην εξουσία πραγματοποιήθηκε με τις περγαμηνές της εμπειρίας στην εξωτερική πολιτική. Ενδεχομένως ο μόνος τρόπος για να απεμπλακεί από το Αφγανιστάν και να επαναδιαμορφώσει τις σχέσεις του με τον Ταλιμπάν ήταν η άμεση αποχώρηση του, είκοσι χρόνια μετά την εισβολή του 2001. Ωστόσο, ο τρόπος της αποχώρησης θα μπορούσε να είχε γίνει σίγουρα διαφορετικά. Ο τραγικός θάνατος 13 τουλάχιστον Αμερικανών στρατιωτών, οι πρώτες μετά από την περίοδο της συμφωνίας της 29ης Φεβρουαρίου 2020 ήταν ένα μεγάλο πλήγμα. Οι τωρινές εικόνες της αδυναμίας και η διαχείριση της ολοκλήρωσης της αποστολής στο Αφγανιστάν, ενδεχομένως να στοιχίσουν στον Μπάιντεν, ακόμα και οι ενδιάμεσες εκλογές του 2022 αργούν ακόμα.