Η πολυαναμενόμενη αντεπίθεση των Ουκρανών, απ’ ό,τι φαίνεται έχει ξεκινήσει, αν και οι πληροφορίες που δημοσιεύουν οι δύο πλευρές, δεν επαρκούν για να σχηματίσουμε αντικειμενική εικόνα για την εξέλιξή της. Λογικό και αναμενόμενο.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η προσπάθεια επικοινωνιακής διαχείρισης από τη ρωσική πλευρά, η οποία θριαμβολογεί για τις καταστροφές δυτικών όπλων, μόνο που αν κάποιος καθίσει και αθροίσει τους αριθμούς που ανακοινώνουν, καταλήγει στο συμπέρασμα πως δεν έχει απομείνει κανένα δυτικό όπλο, όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά στην Ευρασία γενικότερα.
Βρισκόμαστε στη φάση, κατά την οποία οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν την επιθετική πρωτοβουλία και οι ρωσικές την αμυντική, σε μια προσπάθεια διατήρησης των «κεκτημένων», έστω χωρίς το Κίεβο και τον Οδησσό. Αυτό είναι ζωτικά αναγκαίο για το Κρεμλίνο, το οποίο ενάμιση χρόνο, σχεδόν, μετά την έναρξη του πολέμου, το μόνο που μπορεί να παρουσιάσει στο εσωτερικό της χώρας, είναι τμήματα των κατεχόμενων περιοχών και η γέφυρα του Κερτς που συνδέει την χερσόνησο της Κριμαίας με την ρωσική ενδοχώρα.
Για εκείνους που παρακολουθούν την εσωτερική πολιτική ζωή της Ρωσίας, είναι απολύτως κατανοητή αυτή η επικοινωνιακή διαχείριση της κατάστασης, υπό την έννοια πως αυτή ταιριάζει απολύτως στο διοικητική ύφος του μοναδικού ανθρώπου που λαμβάνει αποφάσεις στην Ρωσία, του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Για τον Πούτιν, ο πόλεμος πλέον έχει γίνει μια διαδικασία ή, αν θέλετε, ένα εργαλείο για την επίτευξη πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους στόχων, μέσω των οποίων έχει πολιτικά οφέλη, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα στα πεδία των μαχών. Απεναντίας, το σταμάτημα του πολέμου, θα ήταν το πρώτο βήμα προς το άγνωστο, ένα παρακινδυνευμένο βήμα στα αχαρτογράφητα νερά, όπου δεν προβλέπονται οφέλη, αλλά πολλοί κίνδυνοι.
Προερχόμενος από τη σάρκα εκ σαρκός του σοβιετικού συστήματος, την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. ο Πούτιν γνωρίζει πολύ καλά το εύρος και το βάθος της διαφθοράς στη Ρωσία. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία για να δούμε πως ο Πούτιν, διαχειρίστηκε επικοινωνιακά άλλα σημαντικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας.
Αντιμέτωπος με την αντίφαση πως διοικεί τον τεράστιο γραφειοκρατικό και διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό, βαριά κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης, αντιλαμβάνεται πως η υλοποίηση διαφόρων μεγαλεπήβολων σχεδίων, μπορεί να γίνει μόνο με τα κατάλληλα «κίνητρα». Για να εκσυγχρονίσει το βασικό θέρετρο της Ρωσίας, ανέλαβε τους Ολυμπιακούς αγώνες, για να ξεπεράσει τις αντιδράσεις της στρατιωτικής γραφειοκρατίας για την μεταρρύθμιση των ενόπλων δυνάμεων, κήρυξε τον πόλεμο στη Γεωργία, για να υλοποιήσει το σχέδιο οδικής και σιδηροδρομικής σύνδεσης μεταξύ των μεγάλων πόλεων, ανέλαβε το Παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.
Με τις κινήσεις αυτές, υποχρέωσε τον κρατικό μηχανισμό να «ξεχάσει» τις διαρκείς αναβολές παράδοσης των έργων, με τις αναγκαίες πάντα «ανακοστολογήσεις» που οδηγούσαν στην άγρια, πρωτόγονη καταλήστευση του κρατικού προϋπολογισμού.
Ξεκινώντας τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας ο Πούτιν, έθεσε τον γιγάντιο μηχανισμό που διοικεί αντιμέτωπο με το ερώτημα, αν είναι ικανός να υποστηρίξει τις «αυτοκρατορικές φιλοδοξίες» του Κρεμλίνου.
Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, βλέπουμε πως διάφοροι στόχοι, για τους οποίους η ρωσική ελίτ συζητούσε ακόμη από τη δεκαετία του ’90, έχουν επιτευχθεί. Για παράδειγμα, η στροφή προς την Ανατολή και τις αγορές της, η αποδολαριοποίηση της ρωσικής οικονομίας, η έναρξη κατασκευαστικών εργασιών για νέους αγωγούς προς την Κίνα, της σιδηροδρομικής γραμμής που θα συνδέσει την Ρωσία με το Ιράν. Απομένει, βέβαια, να βρεθούν και οι αναγκαίοι πόροι, δεδομένης της δοκιμασίας που βιώνει η ρωσική οικονομία από τις δυτικές κυρώσεις.
Παράλληλα, με αφορμή τον πόλεμο, ο Πούτιν έκλεισε οριστικά τους λογαριασμούς του με προβλήματα όπως τα ανεξάρτητα ΜΜΕ και η ελευθερία του Λόγου στη Ρωσία, η ενίσχυση του κύρους των στρατιωτικών, ο καταναγκασμός του πληθυσμού να κάνει διακοπές εντός της Ρωσίας και όχι στο εξωτερικό με τη συνακόλουθη εκροή πολύτιμου συναλλάγματος,
Με βάση τα παραπάνω και την ιστορικά τεκμηριωμένη άποψη πως η ανθρώπινη ζωή στη Ρωσία δεν έχει την αξία που έχει στη Δύση, γίνεται κατανοητό πως ο Πούτιν δεν έχει κανένα λόγο να σταματήσει τον πόλεμο, από τη στιγμή που παρά τις βαρύτατες απώλειες σε ανθρώπινους πόρους και εξοπλισμούς, μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να διοικεί τη χώρα, χωρίς να κινδυνεύει να αμφισβητηθεί η επάρκεια του από τα τμήματα της ρωσικής ελίτ που διαθέτουν την ισχύ να το κάνουν, αν τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία.
Επιπλέον, ο τερματισμός του πολέμου θα θέσει το αναπόφευκτο ερώτημα: και τώρα τι; Στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντήσουν όλοι και, κυρίως, ο Πούτιν. Αυτός ξεκίνησε τον πόλεμο που άλλαξε τον κόσμο. Τι θα έχει να προτείνει στη ρωσική κοινωνία; Μήπως την κατασκευή ενός ακόμη μεγάλου δρόμου που θα ενώνει ρωσικές πόλεις; Θα τον ρωτήσουν: Για αυτό κάναμε τον πόλεμο και τόσες θυσίες σε ανθρώπινες ζωές;
Θα κληθεί, επίσης, να απαντήσει σε πολύ δύσκολες ερωτήσεις, όπως: για ποιο λόγο ξεκινήσαμε τον πόλεμο, ποια ήταν τα κέρδη που αποκομίσαμε, γιατί οι στόχοι της εισβολής άλλαζαν κάθε τόσο, ποιο το κόστος που καταβάλαμε κ.λπ.
Ωστόσο, δεν ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν πως ο τερματισμός του πολέμου, ακόμη και με ήττα της Ρωσίας στα πεδία των μαχών, μπορεί αυτόματα να οδηγήσει την κατάρρευση του καθεστώτος που με περισσή φροντίδα οικοδόμησε ο Πούτιν, με τη βοήθεια των πολυάριθμων, πλέον, μυστικών υπηρεσιών και τις ευλογίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Φυσικά, οι πόροι της Ρωσίας, δεν είναι ανεξάντλητοι, αλλά η συνέχιση του πολέμου, διασφαλίζει το καθεστώς από επικίνδυνες ερωτήσεις και θανάσιμες απαντήσεις. Μια νέα «μερική επιστράτευση» η οποία κυκλοφορεί ως φήμη εδώ και μήνες, ίσως, αποδειχτεί κακή ιδέα και προκαλέσει ανεπιθύμητες ανησυχίες στον πληθυσμό. Συνεπώς, η πολιτική «επιστράτευσης» μέσω συμβολαίων ή της ανάπτυξης περισσότερων ιδιωτικών στρατών όπως η Βάγκνερ του Πριγκόζιν, το «Ποτόκ» και ο «Πυρσός» του αφεντικού της Rosneft Ίγκορ Σέτσιν κ.ά. είναι προς το παρόν ένα βολικό σχήμα, ανεξάρτητα από τις μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο ρωσικό πολιτικό σύστημα.
Είναι δύσκολη, αυτή τη στιγμή, οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μεταπολεμικό σκηνικό στη Ρωσία, το μόνο που μπορεί κανείς να διαπιστώσει σήμερα, είναι πως ο Πούτιν, δεν έχει κανένα λόγο να τερματίσει τον πόλεμο.