Ερωτήματα προκαλεί η - κάπως ξαφνική - προθυμία του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν να συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με σκοπό να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Μετά από τρία χρόνια σύγκρουσης, ο Πούτιν έχει δείξει στον κόσμο ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι απώλειες στο πεδίο της μάχης, όπως σχολιάζει το Politico.
Και αν ο στόχος του ήταν να εγκαταστήσει μια φιλική προς τη Ρωσία κυβέρνηση στο Κίεβο, παραμένει μακριά από την επίτευξή του.
Ωστόσο, υπάρχει μια τρίτη, λιγότερο διερευνημένη υπόθεση που εξηγεί γιατί ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί τελικά να εκκινήσει διαδικασίες διαπραγματεύσεων: Η Μόσχα μπορεί πολύ σύντομα να αντιμετωπίσει δυσκολία στο να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το Politico, η συνήθης αφήγηση σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση της Μόσχας τείνει να σημειώνει ότι η Ρωσία καταγράφει μικρό δημοσιονομικό έλλειμμα και ότι το ρωσικό δημόσιο χρέος είναι χαμηλό (περίπου στο 20% του ΑΕΠ), γεγονός που δημιουργεί υγιείς δημοσιονομικές μετρήσεις.
Αυτή η ανάλυση ισχύει για τις περισσότερες οικονομίες, αλλά στην περίπτωση της Ρωσίας υπάρχει μια σημαντική παγίδα: Με τις δυτικές κυρώσεις να περιορίζουν τη δυνατότητα της Μόσχας να αξιοποιήσει τις διεθνείς αγορές χρέους, το Κρεμλίνο έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών για τη χρηματοδότηση του μικρού - αλλά παρ' όλα αυτά πραγματικού - δημοσιονομικού του ελλείμματος.
Το plan B δεν λειτούργησε και το plan C τέθηκε σε εφαρμογή
Με το εξωτερικό χρέος εκτός εξίσωσης, το plan Β της Μόσχας ήταν να πείσει τις ρωσικές τράπεζες να αγοράσουν κρατικό χρέος.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Politico, η στρατηγική αυτή λειτούργησε αρκετά καλά το 2022 και το 2023, αλλά πέρυσι άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές.
Αντιμέτωπες με ανταγωνιστικές πιέσεις από το Κρεμλίνο να επενδύσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε φτηνά δάνεια, σε αμυντικές επιχειρήσεις και ταυτόχρονα να αγοράσει τεράστιες ποσότητες κρατικών ομολόγων, οι εγχώριες τράπεζες έχουν γίνει τόσο ταμειακά ταλαιπωρημένες που είναι πλέον απρόθυμες να συσσωρεύσουν περισσότερο χρέος. Στα τέλη του περασμένου έτους, το Κρεμλίνο αναγκάστηκε να ακυρώσει αρκετές δημοπρασίες για την έκδοση εγχώριου χρέους επειδή δεν υπήρχαν αγοραστές.
«Έτσι, με τον εγχώριο δανεισμό όλο και περισσότερο εκτός εξίσωσης, η Μόσχα στράφηκε στο plan C: την αξιοποίηση των αποθεματικών του ρωσικού Εθνικού Ταμείου Πρόνοιας (NWF)» συμπληρώνει η οικονομολόγος, Αγκάθι Ντεμαρέ από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (ECFR) που γράφει για το Politico.
«Στα χαρτιά, αυτό μοιάζει με μια λογική στρατηγική. Με σύνολο σχεδόν 10 τρισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου 110 δισεκατομμύρια δολάρια) στις αρχές του 2022, το ρευστό αυτών των αποθεματικών φαινόταν αρχικά επαρκές για να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού που τροφοδοτείται από τον πόλεμο για αρκετά χρόνια. Ωστόσο, ακόμη και οι μεγαλύτερες αποταμιεύσεις τελικά στερεύουν, και τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, τα αποθέματα αυτά έχουν ήδη συρρικνωθεί κατά περίπου 60%», προσθέτει.
Υπάρχει κίνδυνος χρεοκοπίας;
«Για το Κρεμλίνο, λοιπόν, φαίνεται ότι το τρέχον έτος θα είναι δύσκολο στο δημοσιονομικό μέτωπο. Τον Ιανουάριο, το μηνιαίο έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας ήταν περίπου 45% υψηλότερο από τον στόχο για ολόκληρο το έτος 2025. Εάν οι δημοσιονομικές δαπάνες παραμείνουν στα επίπεδα του Ιανουαρίου καθ' όλη τη διάρκεια του υπόλοιπου έτους, τα αποθέματα του NWF θα μπορούσαν να εξαφανιστούν σε μόλις τρεις μήνες. Και ακόμη και αν δεν συμβεί αυτό - κάτι που είναι πιο πιθανό - το 2025 είναι πιθανότατα το τελευταίο έτος που η Μόσχα θα είναι σε θέση να καλύψει πλήρως το δημοσιονομικό της έλλειμμα αξιοποιώντας αυτές τις αποταμιεύσεις», συνεχίζει η αναλύτρια.
Επομένως, προκύπτει το εξής ερώτημα: Τι θα συμβεί αν η Ρωσία ξεμείνει από χρήματα για να χρηματοδοτήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα.
Κατά την Ντεμαρέ «με τις εγχώριες τράπεζες να ασφυκτιούν από το χρέος, μια κρατική χρεοκοπία θα μπορούσε κάλλιστα να πυροδοτήσει μια ολοκληρωμένη χρηματοπιστωτική κρίση. Αν συνέβαινε αυτό, το Κρεμλίνο θα ήταν δύσκολο να στηρίξει τον τραπεζικό του τομέα. Με τα αποθεματικά του NWF να εξαντλούνται, δεν θα υπήρχε διαθέσιμος κουμπαράς χρημάτων για να προχωρήσει σε ανακεφαλαιοποιήσεις. Ο χάρτινος πύργος που έχει γίνει η ρωσική οικονομία θα άρχιζε γρήγορα να κλονίζεται».
Τονίζει δε ότι: «Από δημοσιονομικής άποψης, η Ρωσία δεν έχει πλέον πολύ χρόνο. Το Κρεμλίνο δεν έχει κανένα plan D για τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού του ελλείμματος, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ικανότητά του να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο».
«Από αυτή την άποψη, η δημοσιονομική ανάσα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αυτό που πραγματικά αναζητά ο Πούτιν στις συνομιλίες του με τις ΗΠΑ, είτε μέσω της ελάφρυνσης των κυρώσεων (για παράδειγμα, χαλαρώνοντας τους περιορισμούς των ΗΠΑ στην ικανότητα της Ρωσίας να τοποθετεί εξωτερικό χρέος) είτε μέσω μιας παύσης της σύγκρουσης (η οποία θα επέτρεπε στη Μόσχα να αναπληρώσει τα ταμεία της μέσω της μείωσης των αμυντικών δαπανών). Ο λόγος για τον οποίο ο Πούτιν μπορεί τελικά να είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί φαίνεται να είναι εξαιρετικά απλός: Θέλει να αποφύγει μια ταπεινωτική χρεοκοπία», καταλήγει η ανάλυσή της στο Politico.