Πρέπει να διαγράψουμε από τα σχέδια και τα ημερολόγιά μας τις φετινές καλοκαιρινές διακοπές; Πόσοι, αλήθεια, από τους 22,6 εκατομμύρια εργαζόμενους στον κλάδου του τουρισμού στην Ευρώπη – πάνω από το 11% του συνολικού εργατικού δυναμικού των «27», δηλαδή – θα χάσουν τις δουλειές τους και τα εισοδήματά τους (τουλάχιστον) για φέτος; Θα πληγούν, άραγε, περισσότερο οι μεγάλοι του κλάδου ή μήπως οι μικροί, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 90% του συνόλου των 3 εκατ. τουριστικών επιχειρήσεων της Ευρώπης; Και ποιες συνέπειες θα έχουν όλα αυτά για το ΑΕΠ της ΕΕ, στο οποίο η συνεισφορά του τουρισμού ανέρχεται στο 9,5%, σύμφωνα με την Eurostat;
Τα παραπάνω και πολλά ακόμη ερωτήματα έρχονται στην πρώτη γραμμή μετά την κορύφωση της υγειονομικής κρίσης – ή, έστω, της πρώτης φάσης της – και τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα. Ειδικά δε στις χώρες του Νότου, για τις οποίες ο τουρισμός αποτελεί μία από τις «βαριές βιομηχανίες» τους και αντιπροσωπεύει σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό ως προς το ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο (14% για την Ισπανία, 13% για την Ιταλία, 19% για την Πορτογαλία και σχεδόν 25% για την Ελλάδα, άμεσα και έμμεσα).
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που οδήγησε τους αρμόδιους υπουργούς 9 κρατών-μελών – Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ελλάδας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου και Μάλτας – να συνυπογράψουν μια κοινή δήλωση, την οποία έδωσαν στη δημοσιότητα τη Δευτέρα. Μια δήλωση με την οποία ζητούν τη λήψη «ομοιογενών μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο», με σκοπό να πάρει ξανά μπροστά ο κλάδος των ταξιδίων και του τουρισμού, που έχει τεράστια και ζωτική σημασία για την οικονομία και την κοινωνία.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι τα προηγούμενα ερωτήματα και ζητήματα μοιάζουν με σταυρόλεξο και μάλιστα για λύτες με εξαιρετικές δυνατότητες. Ακόμη κι αυτοί, όμως, δεν είναι βέβαιο ότι θα βρουν απαντήσεις σε όλα. Κι αυτό είναι κάτι που αναμένεται να διαφανεί και σήμερα, κατά τη σύνοδο των υπουργών Μεταφορών της ΕΕ, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να χαράξουν κοινή πορεία για τη χαλάρωση των περιορισμών που διέπουν τις μετακινήσεις εντός Ευρώπης – προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να επανεκκινήσει η δραστηριότητα στον τουρισμό.
Βήμα-βήμα άνοιγμα συνόρων
Σύμφωνα με τις πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, στόχος είναι η άρση των περιορισμών να γίνει βήμα-βήμα, αρχής γενομένης από τις περιοχές και χώρες οι οποίες θα συγκλίνουν και θα εμφανίζουν την πιο καλή επιδημιολογική εικόνα, όπως αυτή θα καθορίζεται από το ECDPC. Βασική επιδίωξη είναι να αποκατασταθεί το ταχύτερο δυνατό η ελευθερία στις μετακινήσεις εντός των «26» της Ζώνης του Σένγκεν, ενώ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι το άνοιγμα των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ θα καθυστερήσει ακόμη περισσότερο.
Μέχρι να γίνει όμως αυτό, οι κυβερνήσεις παίρνουν τα μέτρα τους σε εθνικό επίπεδο, επιλέγουν να ενισχύσουν τον εσωτερικό τουρισμό και κατευθύνουν προς τα εκεί τα μέσα και τα κεφάλαια που διαθέτει η καθεμία. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι ενώ αυτό το μέτρο μπορεί να στηρίξει ικανοποιητικά τις επιχειρήσεις των χωρών του Βορρά, κρατώντας εντός συνόρων τα εκατομμύρια των πολιτών τους που αναζητούν τη θαλπωρή του μεσογειακού ήλιου κάθε καλοκαίρι, είναι απολύτως ανεπαρκές για τις αντίστοιχες του Νότου, οι οποίες είναι γνωστό ότι βασίζονται πρωτίστως στον εισαγόμενο τουρισμό.
Κι αυτό, με τη σειρά του, προκαλεί ένα ακόμη μέτωπο τριβών ανάμεσα στα δύο «στρατόπεδα» της Ευρώπης και ένα επιπλέον πονοκέφαλο τον οποίο καλείται να διαχειριστεί η Κομισιόν και η πρόεδρός της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν – η οποία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις με το κάλεσμα που αρχικά απηύθυνε προς τους Ευρωπαίους να μην προχωρήσουν σε κρατήσεις για τη φετινή τουριστική περίοδο, κυρίως εκτός συνόρων.
Voucher ή αποζημιώσεις;
Τα προβλήματα, όμως, δεν τελειώνουν εδώ. Για του λόγου το αληθές, αντιπαραθέσεις γεννά και η επιλογή πολλών ταξιδιωτικών γραφείων, αλλά και αεροπορικών εταιρειών, να παρέχουν στους πελάτες τους voucher και όχι να τους επιστρέφουν τα χρήματα για τις κρατήσεις που έχουν ήδη γίνει και προπληρωθεί. Πολύ περισσότερο καθώς η συγκεκριμένη πρακτική έχει και την επίσημη κάλυψη αρκετών κυβερνήσεων, όπως εκείνων της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, της Ρουμανίας και της Πολωνίας.
Η αιτία έγκειται στην κείμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία, που απαιτεί από τις επιχειρήσεις αυτές να δίνουν στους πελάτες τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην χορήγηηση voucher και την επιστροφή χρημάτων. Όπως εξάλλου δήλωσαν με σαφήνεια οι Επίτροποι που είναι αρμόδιοι για την εσωτερική αγορά και τις μεταφορές, Τιερί Μπρετόν και Αντίνα Βαλεάν, η πρακτική των voucher μπορεί να γίνει αποδεκτή υπό δύο προϋποθέσεις: Αφενός, να συνοδεύονται από εγγυήσεις και διασφάλιση έναντι ενδεχόμενης μελλοντικής χρεοκοπίας των επιχειρήσεων που τα εκδίδουν και, αφετέρου, να αποτελούν επιλογή και όχι μονόδρομο – κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να συνοδεύονται από τη δυνατότητα χορήγησης χρηματικής αποζημίωσης.
Οι δύο επίτροποι δεν δίστασαν, μάλιστα, να διατυπώσουν και μια έμμεση πλην σαφή απειλή προς όσους δεν σεβαστούν αυτές τις προϋποθέσεις: Άφησαν να εννοηθεί ότι η Κομισιόν διατηρεί το δικαίωμα νομικής προσφυγής σε βάρος των κρατών εκείνων που θα παρέχουν κάλυψη σε τέτοιες επιχειρηματικές πρακτικές, παρακάμπτοντας τη νομοθεσία της ΕΕ.
Ισχυρά επιχειρήματα προβάλλει, βεβαίως, και η άλλη πλευρά. Το βασικότερο είναι ότι το κόστος της χρηματικής αποζημίωσης από τα εκατομμύρια των (αναγκαστικών, λόγω Covid-19) ακυρώσεων είναι τεράστιο και θα οδηγήσει είτε σε μαζικές χρεοκοπίες επιχειρήσεων είτε σε υπέρμετρη επιπλέον επιβάρυνση των κρατικών προϋπολογισμών για να τις στηρίξουν.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, με άλλα λόγια.