Όταν η πρώτη θα αποκτά νέα κυβέρνηση, η δεύτερη θα ξαναψηφίζει;… Το 2025 βρίσκει Γερμανία και Γαλλία να χορεύουν ταγκό σε πίστα πολιτικής αστάθειας και αδράνειας -και με την εθνικολαϊκιστική AfD και την Άκρα Δεξιά της Μαρίν Λεπέν όλο και πιο ενδυναμωμένες αγγίζοντας κοινοβουλευτικά ύψη.
Στο τέλος κάθε χρονιάς είθισται να γίνεται ένας απολογισμός και ενίοτε είναι οδυνηρός. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, δε δίστασε να κάνει τον δικό του απολογισμό δημοσίως παραδεχόμενος ότι η απόφασή του να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο του 2024, κατόπιν της νίκης της Άκρας Δεξιάς στις ευρωεκλογές, δημιούργησε εν τέλει μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια στη Γαλλία και μεγαλύτερες διαιρέσεις στην Εθνοσυνέλευση, παρά λύσεις για τον γαλλικό λαό.
Το «mea culpa» Μαρκόν στο μήνυμά του για το νέο έτος δεν απαλύνει ωστόσο το υψηλό κόστος του ρίσκου που ανέλαβε τόσο για την πολιτική κληρονομιά του ίδιου, όσο -και πρωτίστως- για τη χώρα του, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, σε μία ιστορικά κρίσιμη συγκυρία. Ο ίδιος επισήμανε ότι το 2025 θα πρέπει να είναι το έτος της «συλλογικής ανάκαμψης» ώστε να μπορέσει να επανέλθει η «σταθερότητα», όμως η Εθνοσυνέλευση ήταν και παραμένει κατακερματισμένη μεταξύ τριών μπλοκ και η Μαρίν Λεπέν έχει αποκτήσει τη δύναμη να «ρίχνει» κυβερνήσεις.
Στην άλλη άκρη του απορρυθμισμένου γαλλογερμανικού άξονα, το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα εκφωνούνταν από τα χείλη ενός καγκελαρίου με ιστορικό χαμηλό δημοτικότητας που «είδε» εντός του 2024 την κυβέρνηση συνασπισμού της οποίας ηγείτο να διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη και τη χώρα να οδηγείται σε πρόωρες εκλογές την 23η Φεβρουαρίου όχι από δική του (λανθασμένη ή μη) απόφαση αλλά επειδή το επέβαλαν οι εξελίξεις.
Και εκεί όμως, η Άκρα Δεξιά είναι όχι μόνο «παρούσα», αλλά ένα κόμμα αντιευρωπαϊκό, ξενόφοβο και φιλορωσικό, στο φάσμα του δεξιού εξτρεμισμού που βρίσκεται στο «μικροσκόπιο» των υπηρεσιών Προστασίας του Συντάγματος, δείχνει να προετοιμάζει εκλογικό «σεισμό» και σε ομοσπονδιακό επίπεδο μετά την ισχυρή επίδοση στις κάλπες Σαξονίας και Θουριγγίας.
Το κόμμα αυτό, που ακόμη και η Λεπέν έχει αποκλείσει από την πιο «εξευγενισμένη» ευρωομάδα της, έχει αποκτήσει δε εσχάτως έναν απρόσμενο και ανεκτίμητο σύμμαχο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, με τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας να αναγκάζονται να διαχειριστούν και το «κεφάλαιο Ίλον Μασκ» τη στιγμή που επιζητούν να βγάλουν τη χώρα από την πολιτική και οικονομική περιδίνηση προς όφελος ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Σημεία περίεργων καιρών είναι το γεγονός ότι στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του ο Όλαφ Σολτς χρειάστηκε να στραφεί, δίχως να τον κατονομάζει ρητά, κατά του Ίλον Μασκ, καλώντας τους Γερμανούς πολίτες να μην επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες. «Εμείς, θα αποφασίσουμε για την πορεία της χώρας. Δεν το αποφασίζουν οι ιδιοκτήτες μέσων κοινωνικής δικτύωσης» ανέφερε ο Σολτς προσθέτοντας πως «το τι θα συμβεί στη συνέχεια στη Γερμανία δε θα το καθορίσει αυτός που φωνασκεί, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των συνετών και αξιοπρεπών ανθρώπων».
Ο Γερμανός πρόεδρος, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, «έδειξε» παράλληλα στη μεγάλη εικόνα, προειδοποιώντας εναντίον της «έξωθεν επιρροής», η οποία αποτελεί «κίνδυνο για τη δημοκρατία», ιδιαίτερα όταν εκφράζεται «απροκάλυπτα, όπως συμβαίνει τώρα, με τρόπο ιδιαίτερα εντατικό, στην πλατφόρμα Χ».
Η ηχηρή υποστήριξη του Ίλον Μασκ προς την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και όχι μόνο, πέραν του ό,τι χρήζει αποκωδικοποίησης ως προς το «πού το πάει» πραγματικά, όπως έχει παραθέσει και σε άρθρο του στο Liberal ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος, μένει να διαφανεί αν θα αφήσει ουδέτερο τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά αποκαλύπτει παράλληλα και την αδυναμία στην οποία έχει περιπέσει η Ευρώπη, καθώς η ψήφος των Γερμανών φαίνεται να είναι έκθετη όχι μόνο στα λαϊκιστικά μηνύματα εγχώριων πολιτικών, αλλά και σε εξωτερικές παρεμβάσεις με αβέβαια κίνητρα. Μόνο η AfD μπορεί να… σώσει τη Γερμανία κατά τον Μασκ που αναλαμβάνει προσεχώς (και) το νεοσύστατο υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (DOGE) στη νέα διακυβέρνηση Τραμπ, και παρά τις αντιδράσεις στο Βερολίνο δεν υπαναχωρεί θέλοντας να πριμοδοτήσει τη Αλίς Βάιντελ της AfD και με μία ζωντανή διαδικτυακή συζήτηση.
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) -που θέλει τη χώρα εκτός ΕΕ- συγκεντρώνει ποσοστό 20% (ενισχυμένη κατά μία μονάδα), δεύτερη πίσω από την Ένωση Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών CDU/CSU (31%). Τρίτοι έρχονται οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με 17%. Ακολουθούν οι Πράσινοι με 12%, η συμμαχία της Σάρα Βάγκενγκνεχτ με 7%. Αριστερά και Φιλελεύθεροι φαίνεται να μένουν εκτός Βουλής, ενώ πιθανότερο μετεκλογικό σενάριο είναι αυτό του μεγάλου συνασπισμού με καγκελάριο των Φρίντριχ Μερτς των Χριστιανοδημοκρατών και τη συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών.
Η AfD είναι απομονωμένη από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις σε μία «υγειονομική ζώνη», γνωστή ως «Brandmauer», και δρόμο σε οποιαδήποτε κυβέρνηση δε θα βρει, όμως μία εκλογική επίδοση του μεγέθους που προβλέπεται στις δημοσκοπήσεις θα αποτελεί πλέον σημείο καμπής.
Όσον αφορά το πότε θα έχει αποκτήσει η Γερμανία νέα κυβέρνηση; Το 2017 χρειάστηκε να περάσουν 171 ημέρες διαπραγματεύσεων μέχρι να σχηματιστεί ο μεγάλος συνασπισμός CDU-SPD. Αν επαναληφθεί αυτό το σενάριο, τότε η Γερμανία θα αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση προς το τέλος του καλοκαιριού, δηλαδή θα έχει εξαντληθεί πάνω από το μισό του 2025. Ακόμη όμως κι να δε χαθεί τόσος χρόνος στο Βερολίνο, (οι πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις δείχνουν τον Απρίλιο), η άλλη άκρη του γαλλογερμανικού άξονα στο Παρίσι θα αδυνατεί ακόμη να ανταποκριθεί.
Στη Γαλλία τίποτα δεν εγγυάται ότι η κυβέρνηση Μπαϊρού θα μακροημερεύσει και δε θα ακολουθήσει τη μοίρα του σχήματος Μπαρνιέ. Όσο δε η Ευρώπη θα αναμένει τον γαλλογερμανικό άξονα να ξαναμπεί στις ράγες και η Γερμανία θα έχει αποκτήσει, έστω αργά το καλοκαίρι, κυβέρνηση, η Γαλλία μπορεί να ξαναβρεθεί να ψηφίζει καθώς ο Ιούλιος είναι το νωρίτερο που μπορούν να προκηρυχθούν ξανά εκλογές μετά τις πρόωρες κάλπες του προηγούμενου έτους. Χωρίς και πάλι τίποτα να προδιαθέτει πως, ακόμη και αν ληφθεί μία τέτοια απόφαση λόγω του διαρκούς πολιτικού αδιέξοδου, η Εθνοσυνέλευση που θα προκύψει θα διαφέρει κατά πολύ από την προηγούμενη.
Με τη Γαλλία και τη Γερμανία, δύο χώρες που αποτελούν σχεδόν το ήμισυ της οικονομίας της Ευρωζώνης, να παραμένουν εγκλωβισμένες σε πολιτική αδράνεια, θα είναι σαφώς πιο δύσκολο να βρεθούν λύσεις σε προβλήματα όπως η αργή ανάπτυξη και η υστέρηση της ανταγωνιστικότητας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, το ζήτημα της εξεύρεσης δισεκατομμυρίων για την άμυνα έναντι της Ρωσίας ή κοινή ευρωπαϊκή απάντηση έναντι του δόγματος Τραμπ «Πρώτα η Αμερική».
Προφανώς, καθίσταται επιτακτική όσο ποτέ η ανάγκη οι ηγεσίες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κάνουν μία ουσιαστική συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους και τις εκθέσεις του πρώην κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι και του Ιταλού πρώην πρωθυπουργού Ενρίκο Λέτα, που λένε ουσιαστικά ότι πρέπει η ΕΕ να ασχοληθεί με τα του οίκου της, όπως σημείωνε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Liberal ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Δημήτρης Τριανταφύλλου.
Η έστω και μερική εφαρμογή των δύο εκθέσεων θα αποτελέσουν το τεστ αντοχής του γαλλογερμανικού άξονα. Ωστόσο, δεν αποτελεί καλό οιωνό η αυξανόμενη «οικονομική απόσταση» μεταξύ των δύο χωρών με διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και συγκρουόμενα μεταξύ τους συμφέροντα στο διεθνές εμπόριο. Εάν αυτό επιδεινωθεί και από μια «πολιτική απόσταση» που συνδέεται με την κάλπη, ο γαλλογερμανικός άξονας θα τεθεί πλέον σε σοβαρό κίνδυνο.