«Είμαι αναγκασμένος να ανακοινώσω σήμερα ότι η Ρωσία αναστέλλει τη συμμετοχή της στη Συνθήκη για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων». Η φράση αυτή του προέδρου Πούτιν στη χθεσινή ομιλία του προς την Ομοσπονδιακή Βουλή, παρουσία και της ηγετικής ελίτ της χώρας, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως ενός έτους από την έναρξη της «ειδικής στρατιωτικής επιχειρήσεως» εναντίον της Ουκρανίας, προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον και τα διεθνή πρακτορεία την αναμετέδωσαν αμέσως.
Η βαρύτητα του ζητήματος προκάλεσε την άμεση αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος ευρισκόμενος σε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, δήλωσε: «Η ανακοίνωση της Ρωσίας ότι αναστέλλει τη συμμετοχή της στη New START, είναι βαθειά απογοητευτική και ανεύθυνη. Θα παρακολουθούμε προσεκτικά για να δούμε τι κάνει στην πραγματικότητα η Ρωσία. Φυσικά και σε κάθε περίπτωση, διαβεβαιώνουμε ότι έχουμε τις κατάλληλες δυνατότητες για την ασφάλεια της χώρας μας και των Συμμάχων μας». Ενώ άφησε ανοιχτό το ζήτημα για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, τονίζοντας ότι: «Παραμένουμε έτοιμοι να συζητήσουμε για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων ανά πάσα στιγμή με τη Ρωσία, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο συμβαίνει, στον κόσμο ή στις σχέσεις μας». Και τέλος συμπλήρωσε ότι ο κόσμος αναμένει από τις δύο μεγαλύτερες πυρηνικές δυνάμεις να ενεργήσουν υπεύθυνα.
Τι είναι λοιπόν αυτή η New START (New Strategic Arms Reduction Treaty - Νέα Συνθήκη για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων) η οποία προκαλεί τέτοια αναστάτωση; Είναι ο τίτλος με τον οποίο είναι γνωστή η Συνθήκη «Measures for the Further Reduction and Limitation of Strategic Offensive Arms - Μέτρα για την Περαιτέρω Μείωση και Περιορισμό των Στρατηγιών Επιθετικών Όπλων». Είναι η τελευταία εν ισχύει μεγάλη Συνθήκη μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας για τον έλεγχο των στρατηγικών πυρηνικών όπλων, θέτοντας αμοιβαία ελέγξιμα όρια στα πυρηνικά όπλα διηπειρωτικού βεληνεκούς.
Υπογράφηκε το 2010, τέθηκε σε ισχύ την 5 Φεβρουαρίου 2011, είχε χρόνο προσαρμογής επτά ετών (μέχρι 5 Φεβρουαρίου 2018) στα συμφωνηθέντα όρια και αρχική διάρκεια δέκα ετών (μέχρι 5 Φεβρουαρίου 2021). Οι δύο πλευρές συμφωνήσαν σε πενταετή παράταση της Συνθήκης μέχρι την 4 Φεβρουαρίου 2026. Η Συνθήκη προβλέπει ότι εκάστη πλευρά μπορεί να διαθέτει στο πυρηνικό της οπλοστάσιο συνολικά, 700 αναπτύξιμους, διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, βαλλιστικούς πυραύλους από υποβρύχια και βαρεία βομβαρδιστικά αεροσκάφη, επίσης 1.550 πυρηνικές κεφαλές φερόμενες από τα παραπάνω μέσα.
Η Συνθήκη περιλαμβάνει λεπτομερείς διαδικασίες για την εφαρμογή και πιστοποίηση των τεθέντων ορίων στα συγκεκριμένα όπλα. Ειδικότερα, αυτές καλύπτουν τη μετατροπή και καταστροφή των όπλων, τη δημιουργία και λειτουργία βάσεως δεδομένων ανταλλαγής πληροφοριών, μέτρα διαφάνειας, ανταλλαγή τηλεμετρικών στοιχείων, επιθεωρήσεις στις θέσεις αναπτύξεως των όπλων και συντονισμό μέσω Διμερούς Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η ρωσική αναστολή από την εν λόγω Συνθήκη, για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η Ρωσία είχε αρχίσει εδώ και αρκετό καιρό να εφαρμόζει μια παρελκυστική πολιτική, με αποτέλεσμα το ΝΑΤΟ την 3 Φεβρουαρίου 2023 να εκδώσει ανακοίνωση, επισημαίνοντας ότι: «Η άρνηση της Ρωσίας, να συμμετάσχει στη Διμερή Συμβουλευτική Επιτροπή σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της Συνθήκης και να διευκολύνει τις επιθεωρήσεις των ΗΠΑ στο έδαφός της από τον Αύγουστο 2022, αποστερεί τις ΗΠΑ από την ενάσκηση σημαντικών εκ της Συνθήκης δικαιωμάτων της και υπονομεύει τη δυνατότητα των ΗΠΑ να επιβεβαιώσει τη συμμόρφωση της Ρωσίας με τα όρια της Συνθήκης. Οι ΗΠΑ συμμορφώνονται με τις προβλέψεις της Συνθήκης». Επίσης στην ανακοίνωση τονίσθηκε ότι η Συνθήκη συνεισφέρει στη διεθνή σταθερότητα, περιορίζοντας τις στρατηγικές πυρηνικές δυνάμεις, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας.
Το εύρος των επιπτώσεων της αναστολής συμμετοχής της Ρωσίας στη Συνθήκη δεν είναι άμεσα ορατό ούτε είναι εύκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια στην παρούσα φάση. Οι δηλώσεις του Πούτιν στην ομιλία του, ότι η Συνθήκη δεν μπορεί να εξετάζεται ανεξάρτητα από τον πόλεμο στην Ουκρανία και άλλες εχθρικές ενέργειες της Δύσεως εναντίον της Ρωσίας, όπως επίσης και ότι η Ρωσία θα επαναλάβει τις πυρηνικές δοκιμές αν οι ΗΠΑ αναλάβουν την πρωτοβουλία και πραγματοποιήσουν πρώτες αυτές, ενισχύουν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια και πυροδοτούν εκ νέου τις υποψίες για χρησιμοποίηση πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία. Φυσικά η αναστολή δεν είναι ισοδύναμη με αποχώρηση από τη Συνθήκη, όμως πρακτικά μπορεί να σταδιακά διολισθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Πέραν της αναστολής των επιθεωρήσεων στο ρωσικό έδαφος και της συμμετοχής στη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως προαναφέρθηκε, η Ρωσία εκτιμάται ότι θα διακόψει την παροχή πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τις θέσεις, τις μετακινήσεις, τις μετατροπές και τον αριθμό των πυρηνικών όπλων, τα τεχνικά χαρακτηριστικά των οπλικών συστημάτων (διηπειρωτικοί πύραυλοι, πυρηνικά υποβρύχια, στρατηγικά βομβαρδιστικά), των πυρηνικών όπλων και εγκαταστάσεων. Η Ρωσία είναι δυνατόν να διατηρήσει την οροφή των μέσων και δυνατοτήτων που προβλέπει η Συνθήκη, όμως θα κάνει δύσκολη τη ζωή των ΗΠΑ και του Δυτικού κόσμου με την αποστέρηση των πληροφοριακών στοιχείων. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι θα προκαλέσει με μαθηματική ακρίβεια και τη διακοπή παροχής στοιχείων από τις ΗΠΑ προς τη Ρωσία. Έτσι αυξάνεται αυτομάτως, η αμοιβαία καχυποψία, ο κίνδυνος σφάλματος, η αβεβαιότητα του τυχαίου γεγονότος και γενικότερα η ανασφάλεια με τον κίνδυνο μιας νέας κούρσας εξοπλισμών.
Κάποιος θα αναρωτηθεί απόλυτα λογικά, σε τι αφορούν αυτά την Ελλάδα και πώς μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις. Ξεκινώντας από το δεύτερο μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση στα πλαίσια των συμμαχιών (ΝΑΤΟ, ΕΕ κ.τλ.) συμμετέχοντας σε εσωτερικές ομαδοποιήσεις, χωρίς φυσικά να διεκδικεί το ρόλο υπερδυνάμεως. Και έρχομαι στο πρώτο, ένας νέος πυρηνικός ανταγωνισμός θα επηρεάσει και τις ευαίσθητες ισορροπίες στην εγγύς περιοχή στρατηγικού ενδιαφέροντος (Μεσόγειος, Βαλκάνια, Καύκασος, Μ. Ανατολή κτλ) της Ελλάδος, οπότε θα πρέπει να επανεξετάσει τον προσανατολισμό, τη στρατηγική και τους στόχους της.
Τελειώνοντας, σε αυτή την κατάσταση αβεβαιότητας η οποία αναδύεται τόσο στο περιφερειακό περιβάλλον της Ελλάδος, όσο και στο παγκόσμιο, ας κρατήσουμε κάτι αισιόδοξο, η Συνθήκη διατηρείται τουλάχιστον και αναστέλλεται με πολιτική απόφαση της Ρωσίας η εφαρμογή της. Επομένως είναι δυνατή η επάνοδος σε αυτή πάλι με μια πολιτική απόφαση, η οποία δύναται να προκύψει είτε από την παρούσα ρωσική ηγεσία κατόπιν ωριμότερης σκέψεως και σταθμίσεως των στρατηγικών παραμέτρων της αποφάσεως της, είτε από μια ενδεχόμενη νέα ρωσική ηγεσία η οποία θα επαναξιολογήσει την κατάσταση.