Τα αισθήματα που προκάλεσε, ποικίλουν ανάλογα με το ποια θέση κατείχε κανείς εκατέρωθεν της πρώτης γραμμής του μετώπου. Για τους μεν Ουκρανούς ήταν μία μεγάλη νίκη, αφού απελευθέρωσαν την μοναδική μεγάλη πόλη, πρωτεύουσα ολόκληρης περιοχής, την οποία είχαν καταλάβει οι Ρώσοι τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της εισβολής.
Για τους δε Ρώσους, η πίκρα, η απογοήτευση, η οργή για τις άδικες θυσίες χιλιάδων στρατιωτών, είναι εκείνα που κυριάρχησαν στο δημόσιο λόγο, τόσο σε προπαγανδιστικές εκπομπές των απολύτως ελεγχόμενων από το Κρεμλίνο ΜΜΕ, όσο και στα κοινωνικά δίκτυα.
Από την άλλη πλευρά, η Δύση αντιμετώπισε το γεγονός με συγκρατημένη αισιοδοξία, ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που ευχήθηκαν την ίδια κατάληξη να έχει και η θρυλούμενη εδώ και καιρό επιχείρηση απελευθέρωσης της Κριμαίας.
Ωστόσο, πέραν των πανηγυρισμών και των διαψεύσεων των ελπίδων, μία πιο νηφάλια προσέγγιση αυτού του γεγονότος μας οδηγεί σε τέσσερα βασικά συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι πως η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ρωσίας, έχει αρχίσει να διδάσκεται από τα λάθη της. Το Κρεμλίνο, εγκαίρως, έθεσε σε λειτουργία τον πανίσχυρο προπαγανδιστικό του μηχανισμό για να προετοιμάσει την κοινή γνώμη και για να αποφύγει ανεπιθύμητους κραδασμούς στην ρωσική κοινωνία. Έτσι, σήμερα γίνεται κατανοητό το νόημα της πρώτης και μοναδικής συνέντευξης που έδωσε υψηλόβαθμος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, ο Σουροβίκιν, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε δηλώσει πως επίκεινται «δύσκολες αποφάσεις.
Της αποχώρησης των ρωσικών στρατευμάτων, είχε προηγηθεί «επικοινωνιακά καταιγίδα» με τη χρήση διαφόρων - έωλων - επιχειρημάτων, τα οποία αφορούσαν είτε την προστασία της ζωής των Ρώσων στρατιωτών και μάλιστα των επίστρατων, είτε το άμαχου πληθυσμού. Ψύχραιμα, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η επιχείρηση «κατευνασμού» της κοινής γνώμης ήταν επιτυχημένη και το Κρεμλίνο γλίτωσε, κυριολεκτικά, από την αντιπαράθεση με μια σοκαρισμένη κοινωνία, η οποία, έτσι αλλιώς, παρακολουθεί σαν υπνωτισμένη την εξέλιξη των γεγονότων.
Το δεύτερο συμπέρασμα, αφορά στο λεγόμενο «συντηρητικό στρατόπεδο» ή «Κόμμα του πολέμου», το οποίο, για πρώτη φορά, εμφανίστηκε διασπασμένο. Ένα τμήμα του, με προτροπή του Κρεμλίνου, υποστήριξε την απόφαση. Ανάμεσά τους, ο Σεΐχης του Χαλιφάτου της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, αλλά και ο ιδιοκτήτης του ιδιωτικού στρατού Βάγκνερ Γιεβγκένι Πριγκόζιν. Από την άλλη πλευρά, πολλοί ήταν εκείνοι που διατύπωσαν δημοσίως τις απόψεις τους, χρεώνοντας στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία λάθη, ηττοπαθή νοοτροπία, επαίσχυντες για το ρωσικό πολεμικό κλέος αποφάσεις κ.λπ. Ανάμεσα σε αυτούς και ο γνωστός ιδεολόγος του «Ρωσικού κόσμου» Αλεξάντρ Ντούγκιν.
Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η διάσπαση του «Κόμματος του πολέμου», βολεύει πάρα πολύ το ίδιο το Κρεμλίνο, γιατί λειτουργεί ως αλεξικέραυνο στην κριτική που ασκείται στην στρατιωτική ηγεσία, αφήνοντας στο απυρόβλητο την πολιτική και, κυρίως, τον «αρχιστράτηγο» Πούτιν. Δεν θα ήταν άστοχο να ισχυριστούμε πως το Κρεμλίνο, έμαθε, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, να αξιοποιεί ακόμη και την αρνητική κριτική προς όφελός του.
Το τρίτο συμπέρασμα, αφορά στον ίδιο τον Πούτιν, ο οποίος εξακολουθεί να σκέφτεται και να λειτουργεί με βάση το δικό του προσωπικό «όραμα» και τη δική του, στρεβλή προσέγγιση της ιστορίας. Για τον Πούτιν δεν γίνεται πόλεμος, αλλά μία «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», την ευθύνη της οποίας έχουν επαγγελματίες στρατιωτικοί και όχι ο ίδιος ως αρχηγός των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα ή μήπως η προσέγγιση αυτή κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Ωστόσο, αυτή η στάση του Ρώσου ηγέτη, κάθε άλλο παρά κολακευτική είναι για τον ίδιο.
Δείχνει αδύναμος, ανίκανος να λάβει αποφάσεις και να αναλάβει τις ευθύνες γι’ αυτές, πράγμα που κάθε άλλο παρά συμβάλει στη διατήρηση της εικόνας που με τόση επιμέλεια φιλοτέχνησε τις δύο και πλέον δεκαετίες που βρίσκεται στην εξουσία.
Τέλος, το τέταρτο συμπέρασμα, έχει σχέση με τον ίδιο τον πόλεμο και την αποστασιοποίηση από αυτόν. Το πρόβλημα του Πούτιν, και κατ’ επέκταση της ρωσικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και της ρωσικής κοινωνίας, είναι πως ξεκινάει από μία στρεβλή αντίληψη της ιστορίας τόσο της χώρας του, όσο και της Ουκρανίας. Ο Πούτιν έχει ως αυτοσκοπό την κατάκτηση περιοχών που ανήκουν σε άλλη χώρα. Θεωρεί την Ουκρανία τεχνητό κράτος, το οποίο δεν διαθέτει τη δική του επικράτεια και ως εκ τούτου αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει και τα εδάφη που έχει θα περάσουν υπό τον έλεγχο της Ρωσίας.
Αγνοεί βασικές γνώσεις εθνογέννησης του ουκρανικού έθνους, αγνοεί τη δυναμική της ιστορίας ενός άλλου, ξεχωριστού και διαφορετικού πολιτισμού. Γι’ αυτό και στόχος του είναι να κερδίσει τον πόλεμο, πιέζοντας με μεθόδους που χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία την ουκρανική κοινωνία, να εκδιώξει τη δημοκρατικά εκλεγμένη του ηγεσία.
Όπως και το 2014 είχε ως σύνθημα «Η Κριμαία είναι δική μας», έτσι και τώρα ελπίζει πως «πάλι με χρόνια με καιρούς, η Χερσώνα θα γίνει δική μας». Και αυτό είναι ένα μοιραίο και ολέθριο λάθος, το οποίο θα πληρώσει ακριβά τόσο ο ίδιος, όσο και η ρωσική κοινωνία.