Από τις αρχές Νοεμβρίου 2022 το βόρειο Κόσοβο βιώνει μια επικίνδυνα κλιμακούμενη ένταση στις σχέσεις του με την κυβέρνηση του Κοσόβου. Ενώ ταυτόχρονα έχει οξυνθεί και η ρητορική αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Βελιγράδι και την Πρίστινα. Η περιοχή του βορείου Κοσόβου, το οποίο περιλαμβάνει τέσσερις δήμους με σερβική πλειονότητα (Βόρεια Μιτρόβιτσα, Λεποσάβιτς, Ζβέτσαν και Ζούμπιν Πότοκ), απολαμβάνει de facto ένα ιδιαίτερο καθεστώς στο πλαίσιο του Κοσόβου. Από τον Ιούνιο του 1999 και την απώλεια της κυριαρχίας του Κοσόβου, το Βελιγράδι συγκρότησε εκεί «παράλληλες δομές», προσφέροντας στους Σέρβους που παρέμειναν στο βόρειο Κόσοβο μια «χειροπιαστή απόδειξη» της επιθυμίας του να μην εγκαταλείψει την άλλοτε σερβική επαρχία.
Αυτή την ιδιαίτερη κατάσταση κληρονόμησε και το νέο κράτος του Κοσόβου μετά τον Φεβρουάριο του 2008, καλούμενο να προσεγγίσει τους Σέρβους και να τους ενσωματώσει ειρηνικά στις κρατικές του δομές. Μια πολιτική επιδίωξη η οποία υποβοηθήθηκε σημαντικά από τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το Βελιγράδι με την Πρίστινα τον Μάρτιο του 2011, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), γνωστές και ως Διάλογος των Βρυξελλών, με στόχο τη σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεών τους. Ο Διάλογος έφερε, μέχρι και το 2015, χειροπιαστά αποτελέσματα, επιτρέποντας και τη σε σημαντικό βαθμό ενσωμάτωση του βορείου Κοσόβου στις κρατικές δομές του Κοσόβου – για παράδειγμα με την ένταξη Σέρβων αστυνομικών, δικαστών και εισαγγελέων στην κοσοβάρικη αστυνομία και δικαιοσύνη.
Η υπονόμευση της ενταξιακής δυναμικής των Δυτικών Βαλκανίων μετά το 2015, κυρίως ως αποτέλεσμα των διαδοχικών κρίσεων της ΕΕ και της απουσίας πολιτικής βούλησης από την Ένωση και κράτη-μέλη της, επηρέασε αρνητικά και τον Διάλογο των Βρυξελλών. Από τον Αύγουστο του 2015 οι διαπραγματεύσεις του Βελιγραδίου με την Πρίστινα εισήλθαν σε στασιμότητα, οι διμερείς τους σχέσεις βιώνουν περιοδικές εντάσεις, ενώ από τον Νοέμβριο του 2018 οι διαπραγματεύσεις έχουν ουσιαστικά τερματιστεί, μέσα σε ένα κλίμα αρνητικών πολιτικών αποφάσεων (όπως για παράδειγμα την απόφαση της Πρίστινας για την επιβολή 100% δασμών σε σερβικά προϊόντα) και αμοιβαίων αντεγκλήσεων.
Οι μεμονωμένες προσπάθειες διαλόγου που έχουν πραγματοποιηθεί από τότε (όπως για παράδειγμα μεταξύ του Βούτσις και του Θάτσι κατά τη διάρκεια του 2018), ή οι επανειλημμένες μεσολαβητικές προσπάθειες της ΕΕ και των ΗΠΑ, δεν κατάφεραν να μεταβάλλουν τη γενικότερη εικόνα. Ο Διάλογος ανάμεσα στις δύο πλευρές έχει ουσιαστικά παραλύσει καθώς υπάρχει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση του: Για την Πρίστινα (εδώ και καιρό) ο Διάλογος δεν έχει νόημα, καθώς το Βελιγράδι αρνείται να αναγνωρίσει την κυριαρχία του Κοσόβου, προβάλλοντας επιπλέον μονίμως προσκόμματα στην ένταξη του σε διεθνείς οργανισμούς.
Για το Βελιγράδι η ευθύνη για το αδιέξοδο ανήκει στην Πρίστινα, η οποία αρνείται να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα και κυρίως τη συμφωνία για τη συγκρότηση της Κοινότητας/Συνδέσμου Σερβικών Δήμων του Απριλίου 2013, την οποία το Βελιγράδι, αλλά και οι Σέρβοι του Κοσόβου, αντιμετωπίζουν ως κεντρικής σημασίας για την προστασία των συλλογικών δικαιωμάτων της σερβικής κοινότητας στο Κόσοβο.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία υπενθύμισε στις Βρυξέλλες τη γεωπολιτική αξία των Δυτικών Βαλκανίων και την ανάγκη να «αγκυροβοληθεί» η περιοχή πιο αποφασιστικά στην ΕΕ, περιορίζοντας τα περιθώρια τρίτων δυνάμεων (βλέπε Ρωσία) να υποδαυλίζουν εντάσεις στην περιοχή, εκμεταλλευόμενες ανοιχτές διαμάχες και προβλήματα. Οι προσδοκίες που γεννήθηκαν για επιστροφή μιας δυναμικής ευρωπαϊκής διπλωματίας στα Δυτικά Βαλκάνια δικαιώθηκαν ως ένα βαθμό (βλέπε το «ξεμπλοκάρισμα» της ενταξιακής πορείας της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας).
Ωστόσο στην περίπτωση του ζητήματος του Κοσόβου, η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η ΕΕ έχει «ξεμείνει από ιδέες» οι οποίες θα αναθερμάνουν το ενδιαφέρον του Βελιγραδίου και της Πρίστινας για το Διάλογο, αποφεύγοντας την επικίνδυνη κλιμάκωση εντάσεων, όπως αυτής που βιώνουμε από τον Νοέμβριο και μετά με επίκεντρο το βόρειο Κόσοβο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της Σερβίας και του Κοσόβου, πρέπει να «ανακάμψει» ως βασική πολιτική επιδίωξη των Βρυξελλών, βάζοντας ένα τέλος στο «αυξανόμενο έλλειμμα αξιοπιστίας» της ΕΕ και πείθοντας τις κοινωνίες της περιοχής ότι η ένταξη δεν αποτελεί ένα «συνεχώς μετακινούμενο στόχο».
* Ο Γιώργος Χρηστίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα ΒΣΑΣ, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ