Το πιθανότερο μακράν ενδεχόμενο στις δεύτερες κάλπες της 28ης Μαΐου δείχνει επικράτηση Ταγίπ Ερντογάν. Είναι πολύ δύσκολο να περιμένει κανείς ότι η αντιπολίτευση θα καταφέρει να ανατρέψει μια διαφορά γύρω στις 5 μονάδες, πόσο μάλλον όταν μεγάλο μέρος από τους ψήφους του εθνικιστή Σινάν Ογάν, του τρίτου υποψήφιου, είναι αρκετά πιθανό να καταλήξουν στον Τούρκο πρόεδρο.
Η ανάγνωση των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου επιβεβαιώνει ότι μετά από είκοσι χρόνια υπάρχει στην Τουρκία ένα ακλόνητο κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες εκφράζεται από το συντηρητικό, εθνικιστικό και Νεο-oθωμανικό αφήγημα του Ταγίπ Ερντογάν.
Το κομμάτι αυτό, το οποίο προσεγγίζει το 50% όταν αποφασίζει να πάει στις κάλπες ψηφίζει Ερντογάν. Η ανάγνωση δηλαδή του αποτελέσματος λέει ότι υπάρχει μια κοινωνική πλειοψηφία στην Τουρκία, η οποία είναι συντηρητική, θρησκευόμενη, αντιδυτική και σε κάθε περίπτωση εναντίον της κεμαλικής κληρονομιάς.
Ένα κοινωνικό κομμάτι που υπό τον Ερντογάν έχει απολύτως χειραφετηθεί. Έτσι εξηγείται και γιατί ο Τούρκος πρόεδρος κατάφερε να ελέγξει τη μάχη του πρώτου γύρου, χωρίς να επιτρέψει στον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου να κάνει την ανατροπή, όπως φάνηκε και από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών. Σύμφωνα με αυτά, με καταμετρημένο το 85% των ψήφων, το AKP λαμβάνει το 50,32% και η αντιπολίτευση το 34,65%. Η αφετηρία δηλαδή του AKP και του Ερντογάν είναι ψηλή και ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες αντέχει καθώς είναι κοινωνικά στιβαρή και όχι συγκυριακή.
Το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι αυτή η διαφαινόμενη νέα θητεία για τον Τούρκο πρόεδρο τι θα σημάνει για το Κράτος Δικαίου, την οικονομία, την εξωτερική πολιτική και φυσικά τα ελληνοτουρκικά. Στο θέμα της Δημοκρατίας, η προοπτική να ξαναβρεί η Τουρκία έναν ουσιαστικό βηματισμό στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού, τελειώνει.
Εφόσον τελικά επανεκλεγεί ο Ερντογάν, τότε θα μετράμε συνολικά ένα τέταρτο του αιώνα στην Τουρκία με μια συνεχή και ταχύτατη, αντιδημοκρατική διολίσθηση. Μπορεί η χώρα να έχει ένα ανταγωνιστικό κομματικό σύστημα, αλλά από κάθε άλλη άποψη, του Κράτους Δικαίου, των εξουσιών, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η χώρα κάνει ταχύτατα βήματα προς τα πίσω.
Τίποτα δεν μας προδιαθέτει ότι ο Ταγίπ Ερντογάν, εφόσον επικρατήσει στις 28 Μαΐου, τότε ξαφνικά θα θυμηθεί ότι η τουρκική δημοκρατία κτίσθηκε για να γίνει κάποια στιγμή μια ευρωπαϊκού τύπου φιλελεύθερη δημοκρατία.
Για την επόμενη ημέρα της Τουρκίας, πολλά θα εξαρτηθούν από το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στην οικονομία. Η κακή οικονομική της κατάσταση δεν μπορεί να διορθωθεί παρά μόνο με την ουσιαστική βοήθεια της Δύσης, είτε αυτό ονομαστεί ΔΝΤ, είτε όχι. Η οικονομία θα παίξει καθοριστικό ρόλο για την διαμόρφωση των σχέσεων της Τουρκίας με την Δύση.
Σε κάθε περίπτωση, ό,τι και να συζητάμε γύρω από τη σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αυτή θα παραμείνει συναλλακτική, ενταγμένη σε ένα συνεχές παζάρι. Δεν θα έχει την διάσταση της Τουρκίας ως μιας δυτικής χώρας, όπως ;αυτό το οποίο ήθελε να κάνει ο Κιλιτσντάρογλου. Η Άγκυρα θα χρησιμοποιεί την Δύση στο βαθμό που την χρειάζεται και μόνο για συγκεκριμένους σκοπούς, ενώ κατά τα άλλα θα συνεχίσει να είναι μαζί της ανταγωνιστική και συγκρουσιακή.
Έχει πολύ ενδιαφέρον το πως θα εξελιχθούν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις στα επόμενα δύο χρόνια, μέχρι και τις αμερικανικές εκλογές, οι οποίες σήμερα βρίσκονται σε αδιέξοδο, με το Κογκρέσσο να μπλοκάρει όλα τα προγράμματα που ενδιαφέρουν την Άγκυρα και ενώ προεκλογικά ο πρόεδρος Μπάιντεν κατηγορήθηκε από το καθεστώς Ερντογάν ότι εξύφαινε ένα πραξικόπημα εναντίον του.
Κατά τα λοιπά, η αποκλίνουσα από την Δύση ημιαυτόνομη πορεία της χώρας θα συνεχιστεί, το ίδιο και οι στενές σχέσεις του Ερντογάν με τη Ρωσία του Πούτιν, όπως το κλείσιμο του «ματιού» προς την Ανατολή, καθώς και τα ανοίγματα προς τις χώρες -κλειδιά της περιοχής, όπως η Αίγυπτος και το Ισράηλ.
Στα ελληνοτουρκικά, δύο είναι τα δεδομένα και πάνω σε αυτά πρέπει να βασιστεί η αξιολόγηση που θα κάνει η ελληνική πλευρά, χωρίς αυταπάτες. Το ένα δεδομένο είναι ότι η Τουρκία έχει μια διαμορφωμένη ατζέντα, την «Γαλάζια Πατρίδα» και την αποστρατικοποίηση των νησιών.
Δεν πρόκειται ο Ερντογάν να αναδιπλωθεί ως προς αυτά. Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι υπάρχει, με βάση το μορατόριουμ μια τρίμηνη αποκλιμάκωση και η διάθεση της Άγκυρας να ξεκινήσει εκ νέου κάποιας μορφής διάλογος, πρωτοβουλία, την οποία θα δούμε να εκδηλώνεται. Θα μου προκαλέσει μεγάλη έκπληξη να δούμε από πλευράς Τουρκίας, μια ουσιαστική διάθεση συμβιβασμού.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο