Ο Ανατόλ Φρανς υποστήριζε πως «η Δημοκρατία διοικείται από το χέρι ενός αόρατου μηχανικού». Με αφορμή την εθνική τραγωδία των Τεμπών, εκείνο το χέρι έχει εξελιχθεί σε μια πληθωρική ασφυκτική αγκαλιά, που πνίγει δια της μεθόδου του στραγγαλισμού και τον λαό και την ίδια τη Δημοκρατία. Και οι μηχανικοί δεν είναι πια αόρατοι. Τους βλέπουμε μπροστά μας να απειλούν τη Δημοκρατία, η οποία μοιάζει αδύναμη να αντισταθεί.
Είναι πολλοί πια οι πρόθυμοι να μετατρέψουν τη λαϊκή εντολή, το βασικό εργαλείο της Δημοκρατίας, σε εργαλείο κατάργησής της. Στο όνομα του λαού και της δήθεν υπεράσπισής του, στο όνομα της λαϊκής εντολής (που τώρα φαίνεται ότι δίδεται και μέσω δημοσκοπήσεων) οι «χειριστές της Δημοκρατίας» θεωρούν ότι μπορούν να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν.
Με λίγα λόγια, ο λαός - είτε ψηφίζοντας είτε απαντώντας σε δημοσκοπήσεις - γίνεται το όχημα, που ο μηχανοδηγός μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπή. Διότι ο λαός συμφωνεί και… τα σκυλιά δεμένα!
Το πρόβλημα είναι πως η Δημοκρατία έχει δεχθεί πολλά χτυπήματα, ενώ είναι γνωστό πως τελικά αποτελεί ένα πολύ εύθραυστο πολίτευμα – αν και είναι το καλύτερο και μοιάζει δυνατό και ανθεκτικό. Και δε γνωρίζουμε πόσο λαϊκισμό μπορεί τελικά να αντέξει. Ειδικά όταν οι μεγάλες δόσεις λαϊκισμού οδηγούν και στην ηθική νομιμοποίηση της τρομοκρατίας, που το βράδυ της Παρασκευής έκανε την επανεμφάνισή της.
Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, περιγράφει πώς ο λαϊκισμός οδηγεί στη γέννηση της τυραννίδας:
«Μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι περισσότεροι τύραννοι προήλθαν από τους δημαγωγούς, αφού κέρδισαν την εμπιστοσύνη του λαού, κατηγορώντας τους προνομιούχους».
Οι πληθωρικές αγκαλιές της τυραννίδας
Αυτό ακριβώς παρακολουθούμε σήμερα. Τυραννικά πληθωρικές αγκαλιές και άναρθρες κραυγές αποδεικνύουν ότι από τον νέο λαϊκισμό γεννιέται η «μαζική ριζοσπαστικοποίηση» που με τη σειρά της οδηγεί στον λεγόμενο αντισυστημισμό.
Ποιος ευνοείται; Προφανώς η τυραννίδα που ενδύεται τον μανδύα μιας δήθεν αγάπης προς τον λαό. Μέχρι στιγμής η Ευρώπη κεντρικά, αλλά και οι ευρωπαϊκές χώρες μεμονωμένα δείχνουν ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν το διακύβευμα.
Δεν μπορούν να αντιληφθούν πως Δημοκρατία είναι μια διαρκής πάλη κατά των δημαγωγών – όπου δημαγωγός, αυτός που χειραγωγεί τον Δήμο, δηλαδή τον λαό. Όσο αυτό δε γίνεται αντιληπτό, τόσο θα τροφοδοτούνται τα άκρα, που στο όνομα της Δημοκρατίας την αντιμάχονται με αντικειμενικό σκοπό να επιβάλουν την τυρανίδα.
Οι δύο πόλοι στην παγίδα της μίμησης
Οι δύο παραδοσιακοί πόλοι, η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά έχουν πέσει στην παγίδα της μίμησης. Οι μεν εναγκαλίζονται επιχειρήματα και πρακτικές της ακροδεξιάς και οι δε επιχειρήματα και πρακτικές της άκρας αριστεράς. Και όπως έχουμε πει, στο τέλος αυτής της διαδρομής κερδίζουν τα άκρα, αφού είναι πια βέβαιο ότι το «αντικείμενο του πόθου», δηλαδή ο λαός, θα προτιμήσει το ορίτζιναλ από το ερζάτς.
Λογικό. Πόσους τόνους ξυλόλιο, πόσους εξαφανισμένους νεκρούς, πόσα βαγόνια-φαντάσματα, πόσες μονταζιέρες, πόσες εκατοντάδες χιλιάδες «στοιχεία» που τάχα αγνόησε η Δικαιοσύνη, πόσους πραγματογνώμονες, πόσους Έλληνες και Ευρωπαίους ειδικούς, πόσα πειράματα και προσομοιώσεις σε απευθείας μετάδοση, πόσα ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια και τελικά πόση ασφυκτική αγάπη μπορεί να αντέξει η Δημοκρατία;
Στην εποχή μας, στην Ευρώπη και σχεδόν παντού στον κόσμο, υπάρχουν κόμματα που ανεβάζουν τα ποσοστά τους υποσχόμενα έναν ιδανικό κόσμο και εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Στηρίζονται στην παραπληροφόρηση, στα ψέματα, στα fake news και στη διασπορά θεωριών συνωμοσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίοδος της πανδημίας και οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν γύρω από τα εμβόλια.
Ούτε από την εποχή της πανδημίας διδάχθηκε η Δημοκρατία…
Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό;
Το μεγάλο όπλο της Δημοκρατίας είναι η Αλήθεια, αλλά ως γνωστόν δεν υπάρχουν καλές ειδήσεις. Είναι χαρακτηριστική η ρήση ότι «το ψέμα έχει κάνει τον γύρο του κόσμου πριν η αλήθεια προλάβει να βάλει τα παπούτσια της».
Αντίθετα, οι αντίπαλοι της Δημοκρατίας δεν έχουν να αποδείξουν τίποτε – συνήθως αρκούν οι καταγγελίες τους και η συκοφαντία, που κατά τον Κικέρωνα είναι ένα αναίμακτος ηθικός φόνος. Άλλωστε, ο Γκέμπελς έλεγε πως ο λαός πιστεύει ευκολότερα ένα μεγάλο ψέμα από ένα μικρό ψέμα.
Χρειαζόμαστε μια Δημοκρατία με συναισθηματική νοημοσύνη
Το επόμενο ερώτημα είναι το γνωστό (λενινιστικό) «τι να κάνουμε;». Δηλαδή τι να κάνει η Δημοκρατία για να επιβιώσει της επέλασης του λαϊκισμού.
Ο λαϊκισμός στηρίζεται στη χειραγώγηση των συναισθημάτων, του θυμικού. Και επιστρέφει περιοδικά, ως μια μορφή φασισμού.
Το πρόβλημα είναι πως ο φασισμός εμφανίζεται κάθε φορά με διαφορετικό προσωπείο, ενώ η Δημοκρατία – αν και δεν έχει χάσει την προσήλωση στις αξίες της – έχει εξελιχθεί σε ένα υπερβολικά ορθολογικό και τεχνοκρατικό πολίτευμα.
Για να αντιπαλέψει τον λαϊκισμό, υπάρχει άμεση ανάγκη να γίνει πιο συναισθηματική, να αποκτήσει συναισθηματική νοημοσύνη. Χωρίς όμως να γίνει παρορμητική. Η παρόρμηση διαφέρει από το συνειδητό συναίσθημα. Είναι η κατάχρηση του συναισθήματος. Από την άλλη πλευρά, τα κράτη δεν είναι εταιρίες που διοικούνται αποκλειστικά από τεχνοκράτες.
Καλό είναι επίσης να μην ξεχνάμε ότι στους ανθρώπους δεν αρέσει η ιδέα ότι είναι έρμαια των καταστάσεων και αδύναμοι να διαμορφώσουν τη ζωή τους. Θέλουν να νιώθουν δυνατοί να αλλάξουν τη ζωή τους, να νιώθουν κύριοι της ζωής και των αποφάσεών τους, να νιώθουν ότι συμμετέχουν στην κοινή προσπάθεια και όχι να υποκύπτουν σε κάτι που τους επιβάλλεται άνωθεν.
Παράδειγμα: Αντί να τους λέμε «αυτό δε θα το κάνω ποτέ», είναι προτιμότερο να τους πούμε «αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε ή να μην κάνουμε όλοι μαζί».
Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι επίδοξοι τύραννοι μιλούν για «κοινούς αγώνες του έθνους» με την «συμμετοχή του λαού». Ούτε είναι τυχαίο ότι οι Ιταλίδες συσσώρευαν τις βέρες τους μπροστά στα πόδια του Μουσολίνι στην πλατεία μπροστά στο Παλάτσο Βενέτσια.
Επόμενο ερώτημα: Θα εξισωθεί η Δημοκρατία με τον λαϊκισμό και τη μαζική ριζοσπαστικοποίηση προκειμένου να αντιδράσει στον λαϊκισμό; Όχι. Απλά η Δημοκρατία θα εκφράσει διαφορετικά συναισθήματα.
Ο λαϊκισμός επιλέγει το μίσος, τον θυμό, τον φόβο, την απογοήτευση. Η Δημοκρατία πρέπει επιλέξει τον πόνο, την παρηγοριά, την ελπίδα, τη χαρά, την περηφάνεια. Δημοκρατία με ενσυναίσθηση δηλαδή.
Λογική ή συναίσθημα; Είναι θέμα δοσολογίας
Ορθολογισμός και συναίσθημα δεν είναι αντικρουόμενες καταστάσεις, αλλά αλληλοσυμπληρούμενες. Έχει στην πράξη αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι παίρνουν πιο σωστές αποφάσεις όταν συνδυάζουν ορθολογισμό και συναίσθημα. Απλά είναι ζήτημα timing και δοσολογίας.
Μετά από περιόδους κρίσης, ο κόσμος αναζητά ένα τεχνοκρατικό μοντέλο που θα δίνει λύσεις. Όταν, όμως, η κατάσταση σταθεροποιείται και οι καιροί της αβεβαιότητας ξεχνιούνται, τότε η ίδια η ανθρώπινη φύση μας επιστρέφει στο συναίσθημα. Και τότε πρέπει να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στον ορθολογισμό και στο συναίσθημα.
Κάπου εδώ χάθηκε η μπάλα – κατά το κοινώς λεγόμενο. Σε πνίγει το δίκιο σου και αντιδράς επιθετικά. Αλλά ο λαϊκισμός είναι πιο επιθετικός από την Δημοκρατία. Οπότε το παίρνεις αλλιώς – πάλι κατά το κοινώς λεγόμενο – και γίνεσαι υπερβολικά αμυντικός. Και τότε οι επιτιθέμενοι λαϊκιστές γίνονται ακόμη πιο επιθετικοί. Γιατί αυτοί συστηματικά επιδίδονται στην κατάχρηση του συναισθήματος, ενώ η Δημοκρατία απαιτεί και λογική και συναίσθημα.
Με τη διαφορά ότι και η τέχνη της επικοινωνίας στηρίζεται στη σωστή δοσολογία…
Υ.Γ. Η άποψη περί «γενικής κοινωνικής απαίτησης» που πρόσφατα διατύπωσε το Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, ταυτίζεται απόλυτα με τον λαϊκισμό. Εδώ να θυμίσω πως όταν το 2016 το Πειθαρχικό είχε (με διαφορετική σύνθεση) καταδικάσει τους δημοσιογράφους που είχαν ταχθεί με το «Ναι» στο γελοίο δημοψήφισμα του Τσίπρα, η τότε πρόεδρος Αγγελική Γυπάκη πάλεψε – κόντρα σε όλο το Συμβούλιο – να υποστηρίξει το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου. Έτσι, τουλάχιστον, δε βγήκαν ομόφωνα οι επονείδιστες αποφάσεις, παρά τις σφοδρές πιέσεις και επιθέσεις για υποταγή στην «κυρίαρχη άποψη».
*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών ΝΔ, δημοσιογράφος