Η επιστροφή Τραμπ και η Ευρώπη
SHUTTERSTOCK/lev radin
SHUTTERSTOCK/lev radin

Η επιστροφή Τραμπ και η Ευρώπη

Με μία εβδομάδα να απομένει για την ολοκλήρωση των εκλογών στις ΗΠΑ, αφού σχεδόν 50 εκατομμύρια ψηφοφόροι έχουν ήδη ψηφίσει μέσω επιστολικής ή πρόωρης ψηφοφορίας, η μάχη μεταξύ των δύο υποψηφίων είναι αμφίρροπη και κάθε πρόβλεψη εξαιρετικά διακινδυνευμένη, με βάση τα πιο αξιόλογα προγνωστικά μοντέλα. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι, βάσει των ίδιων μοντέλων, οι πιθανότητες νίκης του Ντόναλντ Τραμπ φαντάζουν σαφώς περισσότερες από ότι την ίδια χρονική στιγμή τόσο το 2020 αλλά και το 2016, όταν και πρόβαλλαν ως φαβορί οι αντίπαλοί του.

Το ενδεχόμενο επανάκαμψης του Τραμπ προκαλεί τρόμο σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όχι τόσο λόγω των απόψεών του σε μια πλειάδα θεμάτων και των δυσκολιών που είχαν προκύψει στις διατλαντικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του αλλά περισσότερο επειδή είναι διάχυτη η εύλογη πεποίθηση ότι μια δεύτερη προεδρία Τραμπ δεν θα είναι ίδια με την πρώτη. Καταρχάς, ο ίδιος ο Τραμπ δεν θα έχει σχέση με τον εντελώς άπειρο και ανασφαλή πρόεδρο ο οποίος, αν και εξέφραζε ισχυρές και αιρετικές απόψεις με μία εξίσου ιδιαίτερη ρητορική, δυσκολευόταν να τις μετουσιώσει σε πολιτική.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι τότε ο Τραμπ είχε στελεχώσει την κυβέρνησή του κυρίως με άτομα προερχόμενα από το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αυτά τα στελέχη εν πολλοίς εξασφάλισαν την μη απόκλισή του από τις παραδοσιακές ρεπουμπλικανικές πολιτικές σε μια σειρά από ζητήματα όπου τα ένστικτα του προέδρου φαίνονται τελείως διαφορετικά, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το ΝΑΤΟ.

Έκτοτε, ωστόσο, και ειδικά μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021, η μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών αυτών έχει, είτε αποχωρήσει από το προσκήνιο είτε έρθει σε απόλυτη ρήξη μαζί του. Είναι ξεκάθαρο ότι στο πλαίσιο της στελέχωσης μιας νέας Κυβέρνησης Τραμπ, το βασικό κριτήριο θα είναι η τυφλή αφοσίωση στον πρόεδρο και η εναρμόνιση με τις αντιλήψεις του.

Για την Ευρώπη, αυτό σημαίνει ότι σε μια σειρά ζητημάτων θα ανακύψουν προκλήσεις.

Καταρχάς, ως προς το ΝΑΤΟ, ο Τραμπ ποτέ δεν έκρυψε ότι το βλέπει στην καλύτερη περίπτωση ως ένα μοχλό παροχής προστασίας στους Συμμάχους έναντι ανταλλαγμάτων (που θεωρεί ότι αυτή τη στιγμή είναι ανεπαρκή) και στη χειρότερη ως ένα περιττό βάρος για τις ΗΠΑ. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν το προσεγγίζει ως πυλώνα του παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας και ως εκ τούτου θεμελιώδους για την ισχύ των ίδιων των ΗΠΑ.

Με δεδομένο ότι τώρα, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε κατά την πρώτη θητεία του, μαίνεται και ο πόλεμος στην Ουκρανία ουσιαστικά ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία, μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι το status quo των τελευταίων τριών χρόνων στο μέτωπο αυτό θα διαταραχθεί. Ακόμη κι αν ο Τραμπ δεν αποσύρει πλήρως τη στήριξη στην Ουκρανία, ώστε να την ωθήσει σε έναν εξευτελιστικό συμβιβασμό που στην πραγματικότητα θα σημαίνει ήττα, είναι βέβαιο ότι θα ζητήσει από τους Ευρωπαίους συμμάχους να αναλάβουν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του κόστους στήριξης των Ουκρανών.

Επιπλέον, πέραν της Ουκρανίας, θα απαιτήσει την αύξηση των αμυντικών δαπανών των χωρών μελών άνω του προβλεπόμενου ελάχιστου του 2%. Αυτό θα ασκήσει πίεση στους ήδη επιβαρυμένους προϋπολογισμούς τους αλλά ίσως είναι και μία ευκαιρία να αναγκαστεί η Ευρώπη να αυξήσει τις δικές της στρατιωτικές δυνατότητες και στρατηγική αυτονομία. Αυτή είναι μία συζήτηση που είχε ξεκινήσει μετά την πρώτη εκλογή Τραμπ, εντάθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλά έχει μείνει κενό γράμμα. Το πιθανότερο είναι το ίδιο να συμβεί και πάλι, όσο και αν οι συνθήκες έκτοτε έχουν μεταβληθεί προς το χειρότερο.

Ως προς τις διατλαντικές οικονομικές σχέσεις, ελλοχεύει πάντα ο φόβος ο προστατευτισμός που διακηρύττει ο Τραμπ να οδηγήσει σε επιβολή δασμών που θα δημιουργήσουν κάποια προβλήματα κι ένα δυσμενές κλίμα αλλά οι δύο οικονομίες είναι τόσο στενά συνδεδεμένες, ώστε δύσκολα θα δημιουργηθεί ουσιαστικό πρόβλημα στην Ευρώπη. Είναι μάλιστα πιθανό η εγχώρια οικονομική ατζέντα της νέας κυβέρνησης, επικεντρωμένη στη μείωση των φόρων και των κρατικών ρυθμίσεων, αρχικά τουλάχιστον να οδηγήσει σε ένα καλύτερο επενδυτικό κλίμα.

Ίσως η πιο υποτιμημένη αλλά ουσιαστική αλλαγή από μια νέα θητεία Τραμπ για την Ευρώπη να μην είναι στο πεδίο της απτής εφαρμοσμένης πολιτικής αλλά στο ιδεολογικό και πολιτικό παράδειγμα που αυτή θα αποτελέσει για τους Ευρωπαίους θαυμαστές και πολιτικούς φίλους του. Σε μία Ευρώπη που η Δεξιά βρίσκεται σε άνοδο, με άξονα προβλήματα, στα οποία το πολιτικό φάσμα δεν έχει μέχρι τώρα προσφέρει ικανοποιητικές λύσεις για τους πολίτες, όπως το μεταναστευτικό, ο πρόεδρος Τραμπ δεν θα αποτελέσει απλώς έναν πολιτικό σύμμαχο για ηγέτες όπως ο Όρμπαν, αλλά κι ένα ιδεολογικό φάρο για ομοϊδεάτες του.

Την ίδια στιγμή, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες θα βρεθούν στην άβολη θέση να συνδιαλέγονται και να χαιρετίζουν εκ νέου ως «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου» έναν πολιτικό, τον οποίο πολλοί από αυτούς έχουν προσπαθήσει να ταυτίσουν με πολιτικούς τους αντιπάλους στο εσωτερικό των κρατών τους ως ένα εξαιρετικά αρνητικό και επικίνδυνο για τη Δημοκρατία παράδειγμα.

Υπάρχει πάντα η ελπίδα κάτι τέτοιο να βοηθήσει στην κατανόηση ότι το πρόβλημα τελικά είναι λιγότερο ο Τραμπ και περισσότερο οι πολιτικές, ουσιαστικές αλλά και επικοινωνιακές, που έχουν αποξενώσει σε τέτοιο βαθμό τη μεσαία τάξη στον Δυτικό Κόσμο, ώστε να στρώνουν πρόσφορο έδαφος σε πολιτικούς που ακόμη κι αν οι πολίτες αντιλαμβάνονται πως δεν είναι κατάλληλοι για την επίλυση των προβλημάτων τους, τουλάχιστον αισθάνονται ότι έχουν διαπιστώσει πως το σύστημα ως έχει δεν μπορεί να συνεχίσει χωρίς να διαταραχθεί σοβαρά.


*Ο Νικόλας Νικολαΐδης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ και Δικηγόρος