Η πολιτική Τραμπ: Ιστορικά επαναλαμβανόμενη ή ριζοσπαστικά διαφορετική;
Shutterstock
Shutterstock

Η πολιτική Τραμπ: Ιστορικά επαναλαμβανόμενη ή ριζοσπαστικά διαφορετική;

Λαϊκισμός, οικονομικός προστατευτισμός, συγκρουσιακή διπλωματία -η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ διχάζει την Αμερική και αναδιαμορφώνει τη διεθνή σκηνή. Αποτελεί, όμως, μια ριζοσπαστική τομή ή απλώς μια αναβίωση παλιών στρατηγικών με νέα ρητορική;

Από το δόγμα του «νόμου και της τάξης» του Νίξον έως τον οικονομικό εθνικισμό του Ρέιγκαν, η πολιτική του Τραμπ αντλεί έμπνευση από το παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα ενσωματώνει μοναδικά χαρακτηριστικά που την καθιστούν ξεχωριστή. Είναι, λοιπόν, ένας ιστορικός αναβιωτής ή ένας πολιτικός επαναστάτης;

Οικονομία, άμυνα και η πολιτική «πρώτα η Αμερική»

Παράλληλες πρακτικές με τον Ρέιγκαν, ανταγωνισμός και διεκδικήσεις. Από τη μάχη με εμπορικούς αντιπάλους μέχρι την πίεση στους συμμάχους για μεγαλύτερη στρατιωτική συνεισφορά, η πολιτική του Τραμπ φέρνει έντονα στο νου τη στρατηγική του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Και οι δύο ηγέτες υιοθέτησαν έναν σκληρό οικονομικό εθνικισμό, απαιτώντας καλύτερους όρους για τις ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.

Στη δεκαετία του ’80, ο Ρέιγκαν βρέθηκε σε σφοδρή αντιπαράθεση με την Ιαπωνία, κυρίως λόγω του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ και της ιαπωνικής κυριαρχίας σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η τεχνολογία. Αντίστοιχα, ο Τραμπ επικρίνει την Ευρώπη -ιδίως τη Γερμανία- για ανισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο και απειλεί με δασμούς σε ευρωπαϊκά προϊόντα

Ο Ρέιγκαν πίεσε την Ιαπωνία να αυξήσει τη συμβολή της στην περιφερειακή ασφάλεια, ενώ ο Τραμπ απαιτεί από τους Ευρωπαίους συμμάχους να δαπανούν περισσότερα στο ΝΑΤΟ, κατηγορώντας τους για υπερβολική εξάρτηση από την αμερικανική στρατιωτική προστασία.

Από τον ψυχρό πόλεμο στη νέα γεωπολιτική αντιπαράθεση

Αν και η πολιτική του Τραμπ παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με εκείνη του Ρέιγκαν, οι ιστορικές συγκυρίες και οι προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι δύο πρόεδροι διαφέρουν ριζικά. Η διαχείριση των παγκόσμιων προκλήσεων από τους δύο προέδρους αποκαλύπτουν και τα θεμελιώδη χάσματα μεταξύ τους.

Ο Ρέιγκαν, πέρα από τις εμπορικές διαμάχες, υιοθέτησε μια στρατηγική ισορροπίας με συμμάχους όπως η Ιαπωνία, αναγνωρίζοντας τη σημασία τους στον ανταγωνισμό με τη Σοβιετική Ένωση. Αντίθετα, ο Τραμπ δε διστάζει να συγκρουστεί ανοιχτά με παραδοσιακούς εταίρους, θεωρώντας ότι η σύγχρονη παγκόσμια ισορροπία απαιτεί νέες προσεγγίσεις.

Βέβαια, αναφορικά με την Ευρώπη, ο Τραμπ μπορεί να λειτουργεί ως καταλύτης ή ως πρόσθετος παράγοντας αβεβαιότητας, αλλά το θεμελιώδες ερώτημα είναι αν η Ευρώπη έχει την πολιτική βούληση και την ικανότητα να χαράξει έναν αυτόνομο δρόμο. Η έλλειψη ενιαίας στρατηγικής και η πολυφωνία στις απόψεις των ηγετών των κρατών-μελών καθιστούν δύσκολη τη λήψη αποφάσεων και την αποτελεσματική αντίδραση σε διεθνείς κρίσεις.

Σήμερα, η μεγαλύτερη γεωπολιτική πρόκληση δεν είναι η Σοβιετική Ένωση, αλλά η Κίνα, γεγονός που αναδιαμορφώνει ριζικά τις αμερικανικές προτεραιότητες.

Η Σινο-Ρωσική διάσταση και η αντίστροφη στρατηγική

Στη γεωπολιτική σκακιέρα, οι συμμαχίες και οι ρήξεις δεν είναι ποτέ στατικές-και η Ουάσιγκτον το γνωρίζει καλά. Τη δεκαετία του ’70, ο Χένρι Κίσινγκερ και ο Ρίτσαρντ Νίξον εκμεταλλεύτηκαν τη ρήξη μεταξύ Κίνας και Σοβιετικής Ένωσης, φέρνοντας το Πεκίνο πιο κοντά στη Δύση και αποδυναμώνοντας τη Μόσχα. Τώρα, οι επιδιώξεις έχουν αντιστραφεί και ο Τραμπ αναζητά τρόπους να αποσπάσει τη Ρωσία από τον Σινο-Ρωσικό άξονα.

Η ιστορία δείχνει πως η Ουάσιγκτον είναι πρόθυμη να αναδιαμορφώσει τις προτεραιότητές της για να πετύχει έναν μεγαλύτερο στρατηγικό στόχο. Όπως κάποτε η σύγκρουση στο Βιετνάμ πέρασε σε δεύτερη μοίρα μπροστά στη γεωπολιτική αναθέρμανση με την Κίνα, έτσι και σήμερα η Ουκρανία φαίνεται να μετατρέπεται σε διαπραγματευτικό χαρτί για μια πιθανή νέα ισορροπία δυνάμεων με τη Ρωσία, αφήνοντας μετέωρους τους Ευρωπαίους συμμάχους της.

Αν το αμερικανικό αφήγημα αλλάξει προς μια πιο πραγματιστική προσέγγιση στη Μόσχα, το ερώτημα δεν είναι αν η στρατηγική των ΗΠΑ επαναλαμβάνεται, αλλά αν θα είναι εξίσου επιτυχημένη όπως στο παρελθόν.

Το δόγμα Μονρόε και η σύγχρονη ερμηνεία του

Αρχικά διατυπωμένο το 1823 ως διακήρυξη ενάντια στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και τις ξένες παρεμβάσεις στο δυτικό ημισφαίριο- οι οποίες θεωρούνταν δυνητικά εχθρικές πράξεις κατά των ΗΠΑ -το Δόγμα Μονρόε εξελίχθηκε σε σύγχρονο εργαλείο γεωπολιτικού ελέγχου, διατηρώντας τη θέση του ως ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η ερμηνεία του, ωστόσο, προσαρμόζεται διαχρονικά στις εκάστοτε προτεραιότητες των ηγετών.

Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν το αξιοποίησε ως όπλο στον Ψυχρό Πόλεμο, ενισχύοντας την αντικομουνιστική του στρατηγική στη Λατινική Αμερική. Ο Ντόναλντ Τραμπ, αντίθετα, το επανάφερε στο προσκήνιο από την πρώτη θητεία του με έναν πιο εθνικιστικό και απομονωτικό τόνο, αποφεύγοντας πολυμερείς δεσμεύσεις και εστιάζοντας στην αμερικανική κυριαρχία, ενώ σήμερα, η οικονομική και στρατηγική επιρροή της Κίνας στον Παναμά προκαλεί την οργισμένη αντίδραση του.

Την ίδια στιγμή, η Ουάσιγκτον δεν αποκλείει το ενδεχόμενο στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των καρτέλ ναρκωτικών στο Μεξικό και εκφράζει διεκδικήσεις στον Καναδά και τη Γροιλανδία. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η σύγχρονη εκδοχή του Δόγματος Μονρόε σηματοδοτεί την επιστροφή των ΗΠΑ ως αυστηρού ρυθμιστή στο δυτικό ημισφαίριο, ή αν αποτελεί απλώς ένα εργαλείο πολιτικής ρητορικής και πίεσης, χωρίς ουσιαστική εφαρμογή.

Όμως, η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να εξεταστεί αποκομμένα από την επιχειρούμενη εσωτερική αναδιάρθρωση του αμερικανικού κράτους.

Το Σχέδιο Μετάβασης της Προεδρίας 2025

Στην εσωτερική πολιτική, το σχέδιο γνωστό και ως Project 2025 του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αποτελεί έναν φιλόδοξο οδικό χάρτη για τη μεταρρύθμιση του αμερικανικού κράτους, με στόχο τη ριζική αναδιάρθρωση της ομοσπονδιακής διοίκησης. Παρότι ο ίδιος ο Τραμπ αποστασιοποιείται επισήμως από το σχέδιο, στην πράξη, πολλές από τις προτεινόμενες πολιτικές του προωθούνται μέσω εκτελεστικών διαταγμάτων και νομοθετικών πρωτοβουλιών.

Για κάποιους, η μείωση της γραφειοκρατίας, ο περιορισμός της ισχύος του ομοσπονδιακού κράτους και η εδραίωση μιας πιο συγκεντρωτικής εκτελεστικής εξουσίας αποτελούν αναγκαία αντίδραση στην αυξανόμενη πολυπλοκότητα της διακυβέρνησης. Θεωρούν ότι, η πολιτική των ταυτοτήτων και η ανεξέλεγκτη μετανάστευση έχουν εντείνει τον κοινωνικό διχασμό και το σύστημα, κατά την άποψή τους, έχει γίνει υπερβολικά δυσκίνητο και αποκομμένο από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών.

Για άλλους όμως, η ενίσχυση της προεδρικής εξουσίας και η προσπάθεια αντικατάστασης της παραδοσιακής διοικητικής ελίτ με πιστούς πολιτικούς συμμάχους ενός τόσο «brutal» προσώπου όπως ο Τραμπ, ξυπνά φόβους για μια νέα εποχή πολιτικού ελέγχου και κατάχρησης εξουσίας-ίσως και πέρα από εκείνη της κυβέρνησης Νίξον.

Συμπέρασμα

Η πολιτική του Τραμπ, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, δεν αποτελεί μια εντελώς νέα ή αποκομμένη προσέγγιση. Αντίθετα, εντάσσεται σε ένα ιστορικό συνεχές, όπου ηγέτες όπως ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και ο Ρίτσαρντ Νίξον εφάρμοσαν παραλλαγές στρατηγικών που συνδύαζαν τον εθνικισμό, τη γεωπολιτική αναδιάταξη και την αναμόρφωση της εσωτερικής διακυβέρνησης.

Ωστόσο, ο Τραμπ διαφοροποιείται με ένα μοναδικό μείγμα επιθετικής ρητορικής, αποδόμησης θεσμών και συγκρουσιακής στρατηγικής, αμφισβητώντας παραδοσιακές ισορροπίες σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη αμερικανική πολιτική. Αντλώντας στοιχεία από το παρελθόν, τα μετασχηματίζει με τόσο ριζοσπαστικό τρόπο που δεν αποτελεί απλώς συνέχεια των προηγούμενων προσεγγίσεων, αλλά την απαρχή μιας νέας φάσης στον αμερικανικό απομονωτισμό και τη διεθνή ανακατάταξη ισχύος. 




*Ο Κωνσταντίνος Τσινταράκης είναι Σμηναγός ε. α. Κάτοχος πτυχίου Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων, καθώς και μεταπτυχιακού τίτλου στα Οικονομικά των Επιχειρήσεων.