Φτάνοντας στο σημείο να καταγγείλει ακόμη και την ύπαρξη αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα (με το βλέμμα στην Αλεξανδρούπολη) ο Ταγίπ Ερντογάν κλιμακώνει τη ρητορική και τις απειλές θέτοντας θέμα «ασφάλειας της Τουρκίας». Ρητορική που παραπέμπει ευθέως πλέον στην επιχειρηματολογία βάση της οποίας ο Βλαντιμίρ Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία. Η θεωρία του «φόβου της πολιορκίας» συναντά τον αναθεωρητισμό με τα σενάρια του ευρασιανισμού και των θιασωτών του να βγαίνουν και πάλι στο προσκήνιο.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν χρησιμοποίησε ως κύρια επιχειρηματολογία για να «ντύσει» την εισβολή στην Ουκρανία την ασφάλεια της χώρας του. Σε συνδυασμό με τα περί αποναζιστικοποιήσης και των κινδύνων που υποτίθεται πως αντιμετώπιζαν οι ρωσόφωνοι και κυρίως οι αυτονομιστές των περιοχών του Ντονμπάς και Ντοτσέκ δημιούργησε το αφήγημα του κινδύνου της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ, έθεσε θέμα για τις βάσεις, τα οπλικά συστήματα και τους νατοϊκούς στρατιώτες βάζοντας στο παιγνίδι και το αίτημα της Ουκρανίας που όμως ουδέποτε έδειξε να ενεργοποιείται.
Με βάση αυτό το αφήγημα, το οποίο όμως εξυφαίνεται από το 2008, ξεκίνησε να υλοποιείται στην Κριμαία το 2014 και κορυφώνεται με την εισβολή δημιούργησε και το ανάλογο σκηνικό στο εσωτερικό της Τουρκίας. Τα ελεγχόμενα από το Κρεμλίνο ΜΜΕ ανέλαβαν τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης αναγορεύοντας τη Δύση και τις ΗΠΑ ως τον εχθρό που επιχειρεί να καταλάβει τη χώρα.
Για τον Βλαντιμίρ Πούτιν το ΝΑΤΟ ήταν και είναι η «προφανής απειλή για τη Ρωσία». Η ομιλία του στην Ημέρα της Νίκης τον περασμένο Μάιο αποτύπωσε το αφήγημα του Κρεμλίνου και του καθεστώτος του οποίου ηγείται. «Βρίσκονταν σε εξέλιξη οι προετοιμασίες για μια ακόμη επιχείρηση στο Ντονμπάς, για μια εισβολή στα εδάφη μας, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας. Το Κίεβο μιλούσε για πιθανή απόκτηση πυρηνικών όπλων. Το ΝΑΤΟ άρχισε την ενεργό στρατιωτική ανάπτυξη σε εδάφη γειτονικά με εμάς» είχε δηλώσει προσθέτοντας πως «οι εχθροί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τρομοκράτες εναντίον της Ρωσίας»
Και αναφερόμενος την εισβολή στην Ουκρανία σημείωνε πως «η ειδική στρατιωτική επιχείρηση ήταν απαραίτητη και αποτέλεσε έγκαιρο μέτρο. ήταν η μόνη σωστή απόφαση» τονίζοντας μάλιστα ότι «είδαμε πώς αναπτύχθηκαν οι στρατιωτικές υποδομές, πώς άρχισαν να εργάζονται εκατοντάδες ξένοι σύμβουλοι, υπήρχαν τακτικές παραδόσεις των πιο σύγχρονων όπλων από τις χώρες του ΝΑΤΟ. Ο κίνδυνος αυξανόταν μέρα με τη μέρα»
Ακόμη πιο ενδεικτική η αναφορά του σύμφωνα με την οποία «Η Ρωσία απάντησε προληπτικά στην επίθεση, ήταν μια αναγκαστική, έγκαιρη και σωστή απόφαση, η απόφαση μιας κυρίαρχης, ισχυρής και ανεξάρτητης χώρας».
Θιασώτης του αναθεωρητισμού και της Μεγάλης Ρωσίας και ακραιφνής υποστηρικτής από το 2008 και μετά της θεωρίας του ευρασιανισμού ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιχειρεί να σύρει την παγκόσμια κοινότητα σε ένα δίπολο Δύσης – Ανατολής με το δεύτερο τμήμα του προσδιορισμού να ακουμπά στη λογική του ευρασιανισμού, όπως έχει περιγραφεί από έναν εκ των βασικών καθοδηγητών του τον Αλεξάντερ Ντούγκιν ο οποίος έχει προτείνει μια 4η πολιτική ιδεολογία που εδράζεται στη ρωσική ισχύ και τη συνεργασία Ρωσίας, Κίνας, Ινδίας με παράλληλη ένταξη στον κύκλο επιρροής την Τουρκία και το Ιράν.
Και αυτό προκειμένου να καταστεί εφικτή η νίκη κατά της διεφθαρμένης Δύσης και της παγκοσμιοποίησης που σημειωτέον όμως είναι αυτή ακριβώς που από το 2001 και μετά ανέδειξε οικονομικά τις χώρες που εντάσσονται στη λογική του ευρασιανισμού.
Σημειωτέον η Ουκρανία περιλαμβάνεται ως στόχος προς κατάληψη σε όλες τις σχετικές αναφορές των σημερινών ιδεολογικών καθοδηγητών της Ρωσικής ελίτ από το 1997 και μετά με την επισήμανση πως δεν υφίσταται ως κράτος αλλά ως εν δυνάμει κίνδυνος για την υλοποίηση του σχεδιασμού τους.
Ο Ερντογάν και η θεωρία του «φόβου της πολιορκίας»
Τη σκυτάλη από τον Πούτιν παίρνει ο Ερντογάν με το βλέμμα στην Ελλάδα. Η κλιμάκωση των απειλών και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να δημιουργήσει το δικό του παρόμοιο αφήγημα διαμορφώνοντας και την κοινή γνώμη είναι αυτό που ανησυχεί την ελληνική πλευρά και όχι μόνο. Οι προσωπικές επιθέσεις κατά του Έλληνα πρωθυπουργού είναι ένα τμήμα της πολιτική του. Και δε θα απασχολούσε ιδιαίτερα αφού και στο παρελθόν προέβη σε ανάλογες αναφορές κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη εμφανιζόμενος στη συνέχεια να ζητά διάλογο.
Η ρητορική που αναπτύσσει πλέον όμως προκαλεί ανησυχία έκδηλη πολύ δε περισσότερο τη στιγμή κατά την οποία η ολοένα και αυξανόμενη ένταση που επιδιώκει οδηγεί στο ενδεχόμενο να φτάσει σε ακραίες κινήσεις αδυνατώντας να υπαναχωρήσει έναντι του εσωτερικού ακροατηρίου. Ενός ακροατηρίου που επί σειρά ετών βρίσκεται σε διαδικασία διαμόρφωσης αντιδυτικής θέσης.
Αρκεί να σημειωθεί πως οι δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει εμφανίζουν την τουρκική κοινή γνώμη να τάσσεται ευνοϊκότερα έναντι της Ρωσίας σε αντιδιαστολή με την άποψη που εκφράζει για τις δυτικές χώρες και ειδικότερα τις ΗΠΑ. Το χειρότερο είναι πως η ρητορική Ερντογάν είναι ίδια με αυτή του Πούτιν ως προς το θέμα του κινδύνου που αντιμετωπίζει η Τουρκία από τις δυτικές χώρες και το ρόλο της Ελλάδας ως αιχμή του δόρατος σε μια προσπάθεια κατάληψής της.
Τα όσα δήλωσε χθες παρουσία του Νικολάς Μαδούρου χαρακτηριστικά και έρχονται να προστεθούν στην προσπάθεια που γίνεται να εμφανιστεί η Ελλάδα ως ο δήθεν επιτιθέμενος και η Τουρκία ως το... θύμα μιας δήθεν πολιορκίας προερχόμενης από τις χώρες της Δύσης. Ενέπλεξε δέ και τις ΗΠΑ τις οποίες κατηγόρησε για τη δημιουργία βάσεων στην Ελλάδα επικεντρώνοντας φυσικά στην ελληνοαμερικανική συμφωνία και το ρόλο του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης.
Μάλιστα δήλωσε πως η στρατιωτική υποστήριξη προς την Ελλάδα γίνεται κατά της Τουρκίας και ενέπλεξε την Αλεξανδρούπολη τονίζοντας πως οι βάσεις συνδέονται με τη χώρα του και όχι με τη Ρωσία. «Δε θα αγοράσω τον ισχυρισμό ότι έχουν εγκατασταθεί κατά της Ρωσίας. Δε θα καταπιώ αυτό το επιχείρημα», ανέφερε χαρακτηριστικά αναδεικνύοντας τη θεωρία του φόβου της πολιορκίας που πλέον λαμβάνει διαστάσεις αν και φυσικά δεν πρόκειται για κάποιο νέο φαινόμενο στην ηγεσία του καθεστώτος Ερντογάν.
Η προσπάθεια να φανεί πως εγείρονται κίνδυνοι για την ασφάλεια της Τουρκίας δεν είναι σημερινό γεγονός. Εν τούτοις είχε περάσει στο παρασκήνιο τα τελευταία χρόνια. Επανήλθε όμως στο προσκήνιο αρχής γενομένης από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μάιου όπου όπως είχε ανακοινωθεί συζητήθηκαν οι «σταδιακά αυξανόμενες προκλητικές ενέργειες της Ελλάδας στο Αιγαίο» καθώς και «οι παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος».
Στο ίδιο συμβούλιο είχε τονιστεί επίσης ότι «θα διατηρηθεί δίχως συμβιβασμούς η αποφασιστική στάση μας για την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων του έθνους μας». Η τακτική αυτή και το αφήγημα που εμφανίζει την Ελλάδα ως δήθεν επιτιθέμενο κορυφώνεται και είναι πλέον πιο ανησυχητική από τις προκλητικές ενέργειες στις οποίες προέβαινε στο παρελθόν η τουρκική πλευρά.
Το να επιχειρηθεί μια ενέργεια που θα χαρακτηριστική ως απάντηση στη δήθεν επιθετική ελληνική πολιτική μπαίνει στο τραπέζι των συζητήσεων όλο και πιο συχνά, πολύ δεν περισσότερο τη στιγμή κατά την οποία ο Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται να επιτίθεται κατά της Δύσης συνολικά για τη στήριξη προς την Ελλάδα και να αναγορεύει ΗΠΑ και ΕΕ σε εχθρούς της Τουρκίας.
Το κατηγορώ που εξαπέλυσε κατά των ΗΠΑ για τις βάσεις στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελεί ανέκδοτο αν δεν προερχόταν από το στόμα του Ταγίπ Ερντογάν που δείχνει διατεθειμένος πλέον να κινήσει τα νήματα της Γαλάζιας Πατρίδας και να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που θα προωθούσαν τον αναθεωρητισμό του ακόμη και αν χρειαστεί να ασπαστεί εκ νέου την ιδεολογία του ευρασιανισμού.
Το άρθρο του Τούρκου ακαδημαϊκού Σειφί Ογούν στο οποίο αναφέρθηκε ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος στο liberal έρχεται να αναδείξει το κλίμα που διαμορφώνεται σε δύο σημεία. Πρώτον στα περί δυτικοευρασιατικής αναμέτρησης που τη βάζει στη θέση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και στη διατύπωση της θεωρίας ότι η Ευρασία με πρώτες της Ρωσία και την Τουρκία πιέζονται από τη Δύση. Και παραλληλίζει την Ελλάδα με την Ουκρανία αλλά και τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι.
Το ερώτημα που πλέον τίθεται με άμεσο και κατεπείγοντα τρόπο είναι αν ο Ταγίπ Ερντογάν μπροστά στον κίνδυνο να απολέσει την εξουσία στις επικείμενες εκλογές είναι διατεθειμένος να φτάσει στα άκρα προκειμένου να διατηρήσει και τους αναγκαίους για την πολιτική του ύπαρξη συσχετισμούς δυνάμεων προσχωρώντας ανοιχτά στην ισλαμοεθνικιστική λογική που ενστερνίζεται τη Γαλάζια Πατρίδα μέσα από την ευρασιανική «συμμαχία» σε ένα πόλεμο όχι πλέον θρησκευτικό αλλά μεταξύ Δύσης και ευρασιανιστών.